Τρίτη, Δεκεμβρίου 04, 2007

Χάλια

H χειρότερη νύχτα μας.
Βρίζει, φωνάζει, ουρλιάζει, απειλεί. Εμένα, την πρώην γυναίκα μου, όποιον της έρθει. Έκανε ένα λάθος στη δουλειά, την περασμένη Πέμπτη. Δεν είμαι σε θέση να πω αν έφταιγε, ή αν ήταν κάτι που θα το έκανε ο οποιοσδήποτε. Δεν είμαι σε θέση να πω αν, την ώρα της δουλειάς, ήταν μεθυσμένη. Σίγουρα, όταν συναντηθήκαμε, μετά τη δουλειά, ήταν μεθυσμένη.
Σήμερα βρέθηκε υπόλογη. Όχι σε κάποιον διευθυντή, αλλά σε συναδέλφους. Η πρώην μου της κόλλησε άγρια. Αυτό ήταν. Έσπασε κι έγινε, πάλι, φέσι.
Είναι οργισμένη. Μαζί μου. Μου βάζει χέρι επειδή δεν τρώω κάτι, στη 1 και μισή μετά τα μεσάνυχτα. Είμαι 145 κιλά άνθρωπος, με ζάχαρο στο 197. Αν φάω τώρα, θα πεθάνω σε μερικά λεπτά. Δεν καταλαβαίνει τίποτα...
Μυρίζει, από χιλιόμετρα, αλκοόλ. Έχει πετάξει στο καλάθι των αχρήστων όλη την προσπάθεια του καλοκαιριού. Έχει να πάει στο γιατρό της από τον Αύγουστο. Νομίζω ότι δεν υπάρχει, πλέον, καμία ελπίδα.
Πάλι θα βρεθούν, κάποιοι, να μου πουν "φύγε". Ένα θα σας πω: Σε αυτήν την κατάσταση, σήμερα, ήρθε στη δουλειά μου. Μεσάνυχτα και κάτι. Επειδή είχα καταλάβει τι γινόταν, το είχα πάρει απόφαση να την αφήσω να επιστρέψει μόνη στο σπίτι, να πέσει να κοιμηθεί και να έρθω μετά, όταν θα την έχει πάρει ο ύπνος. Ούτε αυτό κατάφερα: Πήρε το δρόμο κι ήρθε από τη δουλειά. Πέρασε από τον σεκιουριτά στην είσοδο. Ήρθε επάνω ουρλιάζοντας -ευτυχώς είχαν φύγει όλοι- βρωμοκοπώντας αλκοόλ.
Δεν έχω διέξοδο. Δεν υπάρχει, για μένα, Ρίτα Χέιγουορθ.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 26, 2007

Βουλιάζω

Βουλιάζω ολοένα και περισσότερο στη δίνη της ανασφάλειάς μου. Εγώ, το πλάσμα με εγωισμό μεγέθους Ατλαντικού Ωκεανού, τρέμω στη σκέψη της απόρριψης.

Και μη βιαστεί κανείς να σκεφτεί ότι αισθάνομαι ανασφάλεια για την περίπτωση που θα έμενα μόνος μου, μακριά από την Κατερίνα. Η ανασφάλειά μου πηγάζει και πλημμυρίζει τη σχέση μου μαζί της κι όχι το χωρισμό μου.

Ναι, είμαι ανασφαλής. Είμαι ανασφαλής επειδή ποτέ δεν έλαβα μια πειστική εξήγηση για το ζόρι μου. Γιατί ποτέ δεν τηρήθηκαν οι ελάχιστες υποσχέσεις. Γιατί σε ερωτήματα που εγώ θεωρώ καίρια, όχι μόνον δεν πήρα απάντηση, αλλά εισέπραξα υπεκφυγές.

Τι σημασία έχει, τώρα, η Αρχαία Ιστορία; Σημασία έχει ότι αισθάνομαι –και είμαι- ανασφαλής. Ότι αντιδρώ στην επιθυμία της να βγει έξω, με τις φίλες της, επειδή δεν έχω την παραμικρή εγγύηση πως θα γυρίσει νηφάλια, σώα και αβλαβής. Επειδή, όσες μα όσες φορές (εκτός από ΜΙΑ, που τη θυμάμαι πολύ καλά) βγήκε έξω, είτε με φίλες της, είτε με φίλους της, είτε με συναδέλφους της, η επιστροφή της ήταν ένα μαρτύριο για ΄μένα.

Στο προηγούμενο ποστ σας περιγράφω τι έγινε στο πάρτι. Καταλαβαίνετε, τώρα, τι ένοιωσα, όταν Σάββατο βράδυ μου ανακοίνωσε πως θα πάει και στο πάρτι της Κυριακής.

Αλλά τα σκοτσέζικα ντουζ δεν τελείωσαν εδώ. Πρωί της Κυριακής, ντυμένη για βραδινή έξοδο, μου δηλώνει ότι δε θέλει, τελικά, να πάει στο πάρτι. Με ζώνουν τα φίδια. Με τρώει σαράκι. Σε τρία τηλεφωνήματα, κατά τη διάρκεια της ημέρας, τηλεφωνήματα που ΕΓΩ έκανα (εκείνη ούτε με πήρε) ρωτώ τι θα γίνει το βράδυ. Αντιδρά.

Και, στις 11 το βράδυ, στο τέταρτο τηλεφώνημά μου, παίρνω την απάντηση: «Θέλω να περάσω, λίγο, από το πάρτι».

Κανονικά, σε μια τέτοια απάντηση, κανείς δεν έχει το δικαίωμα να πει το παραμικρό. Λες στον άνθρωπό σου «Καλή διασκέδαση. Θες να σε περιμένω»; Σου απαντάει ανάλογα και περνάει αυτός καλά κι εσύ καλύτερα.

Στη δική μας περίπτωση, όμως, δεν έχουμε τέτοιου είδους εξελίξεις. Γιατί, ως σήμερα, επί έξι συναπτά έτη, η έξοδος αυτού του είδους, καταλήγει σε άγριο μεθύσι (εκτός από ΜΙΑ φορά, το ξαναγράφω). Δε σου βγαίνει, λοιπόν, το «καλά να περάσεις». Ο λαιμός σου ξεραίνεται, νοιώθεις ένα βάρος στο στήθος, έναν πόνο στο στομάχι και βγάζεις μια ξεψυχισμένη φωνή. «Καλά…»

«Με στεναχώρησες», μου είπε η Κατερίνα(που δε γιορτάζει σήμερα). Όμως δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο. Αν πάει στο πάρτι, θα της προσφέρουν ποτό. Και θα το πάρει. Θα το πιει. Το ένα ποτό θα φέρει το άλλο. Κι ύστερα;

Ύστερα, στην καλή περίπτωση, θα ΄ρθει ξημερώματα στο σπίτι, θα πέσει σε αλκοολικό κώμα και θα ξυπνήσει, με τα χίλια ζόρια, το μεσημέρι.

Στη μέτρια περίπτωση, θα παίρνει τηλέφωνο ξημερώματα, να τη μαζέψω, χωρίς, όμως, να μπορεί να μου πει πού βρίσκεται.

Στη χειρότερη περίπτωση, θα εξαφανιστεί από προσώπου γης ως το επόμενο μεσημέρι. Κι όταν τη βρω στο κινητό, θα πάρω τις πιο τρελές απαντήσεις που έχω ακούσει στη ζωή μου:

«Κοιμήθηκα στο γραφείο».

«Κοιμήθηκα σε μια φίλη μου».

«Δεν ήμουν καλά και πήγα σε ξενοδοχείο».

«Δεν ξέρω πώς, αλλά ξύπνησα στο νοσοκομείο».

Ή, ακόμη πιο χειρότερα, η απάντηση δε θα είναι απάντηση:

«Άστο τώρα, έχω δουλειά».

«Σε παρακαλώ, μη με φέρνεις σε δύσκολη θέση».

«Άστο, ντρέπομαι».

«Μωράκι μου, ήταν η τελευταία φορά».

«Δε θα ξαναγίνει».

«Τελείωσε».

«Σήμερα είναι μια άλλη μέρα».

Και τώρα, η πρόβλεψη της βραδιάς: Θα γυρίσει ξημερώματα. Θα ξεραθεί σε αλκοολικό κώμα. Την επομένη, όταν θα της ζητήσω να μιλήσουμε, θα εισπράξω ένα «Όχι τώρα», μαζί με ένα «Με στεναχώρησες»… Λες κι εγώ τη σπρώχνω στο ποτό.

Κι αν τη σπρώχνω, ρε γαμώ το, ας το πει. Ας μου πει: «Τέρμα ως εδώ. Με καταστρέφεις. Στο δρόμο σου κι εγώ στον δικό μου»!

Αλλά όποτε το είπα εγώ αυτό, δεν έγινε τίποτε. Και δεν μπορώ να τη βλέπω, μεθυσμένη, έξω από τη δουλειά μου, να περιμένει. Δεν το αντέχω. Είναι το τελευταίο πράγμα που χρειάζομαι.

Για όσους βιαστούν να πουν: «Χώρισε»! Σας λέω ένα πράγμα: Δεν αντέχεται η εικόνα ενός ανθρώπου, στα πρόθυρα της εξαθλίωσης, έξω από τη δουλειά σου, να σε περιμένει όπως οι Εβραίοι το Μεσσία. Πρέπει να γίνεις πολύ σκληρός, για να γυρίσεις από την άλλη και να φύγεις, λες και δεν έχει συμβεί τίποτα. Λες και ο άνθρωπος αυτός, είναι ένας ξένος. Λες και δε μοιραστήκατε όνειρα, ελπίδες, κρεβάτι, σπίτι, σκέψεις, ζωή.

Κυριακή, Νοεμβρίου 25, 2007

Δυο ψυχούλες

Ο Σαγιονάρας κι η Μιτσούκο εισέβαλαν στη ζωή μου μαζί με την Κατερίνα.

Ο Σαγιονάρας κι η Μιτσούκο, δυο Σιαμεζάκια, μεγάλωσαν μαζί της (είναι, πια, δέκα χρόνων εκείνη κι 9 αυτός).

Όποτε χάνει τον εαυτό της και βυθίζεται σε αλκοολικό κώμα, περνούν όλη τη νύχτα δίπλα της, μυρίζουν την ανάσα της, λες και την προσέχουν. Κι ενώ η Μιτσούκο δε μου έχει δείξει, ακόμη, έξι χρόνια μετά, κάποια ιδιαίτερη προσοχή, εκείνες τις δύσκολες ώρες, όταν σταματήσει το ροχαλητό της Κατερίνας, όταν η αναπνοή της γίνει ακανόνιστη, τρέχει και νιαουρίζει στο κρεβάτι μου.

Και το πρωί, λες και θέλουν να τη μαλώσουν, αλλά από αγάπη δεν το τολμούν, κάθονται κάτω από το κρεβάτι της, την κοιτούν στα μάτια κι ούτε νιαουρίζουν για φαγητό, όπως άλλες στιγμές.

Προχθές, Τετάρτη, ήταν δύσκολο βράδυ. Το ήξερα από το πρωί το τι θα γινόταν. Ένα πάρτι, στο οποίο θα πήγαινε η Κατερίνα, ήταν η αιτία.

"Θα σε πάρω, από εκεί, να σου πω τι γίνεται", μου είπε.

Φυσικά δε με πήρε. Ήταν να μιλήσουμε γύρω στις 11.30 με 12.00 για να μου πει αν θα έμενε ως τις 12.30 -άρα θα γυρνούσαμε, μαζί, στο σπίτι- ή αργότερα -άρα θα μπορούσα να επιστρέψω σπίτι και να κοιμηθώ. Όταν, στις 2.30 τα ξημερώματα, αποφάσισα να της τηλεφωνήσω, τη βρήκα σπίτι, να κοιμάται.

Με το που έφθασα στο σπίτι, είδα την εικόνα και τρελάθηκα. Τα δυο γατιά, πάνω της, να αφουγκράζονται την αναπνοή της! Τρεις φορές με ξύπνησαν, την πρώτη γρατζουνώντας την πόρτα, τη δεύτερη και την τρίτη νιαουρίζοντας. Και τις τρεις φορές ήρθε στο δωμάτιό μου το ένα και το άλλο καθόταν δίπλα της, ανήσυχο. Να της γλείφει το μάγουλο, λες και σκόπευε να τη συνεφέρει.

Το πρωί, την κοιτούσαν μεσ΄ στα μάτια. Η Κατερίνα δεν άντεξε το βλέμμα τους, έδωσε την υπόσχεση ότι δε θα ξανασυνέβαινε κάτι τέτοιο κι έφυγε. Δεν την πίστεψα.

Αύριο, Κυριακή, άλλο πάρτι. Άντε, καλό κουράγιο!

Τετάρτη, Νοεμβρίου 14, 2007

Ανα-παλαίωση αλκοόλης

Η Κατερίνα ξανάπιασε δουλειά εκεί που γνώρισε, από πολύ κοντά, το αλκοόλ. Εκεί που χάθηκε στους βαθμούς αλκοόλης, που ζαλίστηκε με τις ουσίες και τα οινοπνεύματα.
"Δεν μπορώ να ζω σε μια γυάλα. Θα τα καταφέρω", είπε.
Δεν έπραξε, όμως. Κάθε βράδυ, πλέον, αναζητά το κουτάκι της μπίρας. Το βλέπω, το νιώθω, ότι δεν μπορεί να τα παρατήσει. Κάθε πρωί, η ίδια κουβέντα:
"Πού θα πάει; Τι θα γίνει";
Και κάθε φορά, η ίδια απάντηση:
"Βοήθησέ με. Χρειάζομαι αυτήν τη δουλειά. Τη χρειαζόμαστε και οι δύο. Δείξε εμπιστοσύνη. Θα τα καταφέρω".
Το κακό είναι ότι, κάθε βράδυ, μου δείχνει ότι είναι καταδικασμένη να μην... Κάθε πρωί, ότι είναι αποφασισμένη να...
Όποτε το ψάχνω, ψυχρά, μέσα μου, καταλήγω σε ένα συμπέρασμα: "Απλά, χάνω χρόνο". Σαν τον ποδοσφαιριστή, που πετάει τη μπάλα στην εξέδρα, πριν αρχίσουν οι καθυστερήσεις στο παιχνίδι. Το μόνο που καταφέρνει είναι να δώσει στο διαιτητή το δικαίωμα να κρατήσει κι άλλη καθυστέρηση...
Η δουλειά αυτή τελειώνει στο τέλος του μήνα. Θα κάνω υπομονή.
Μετά;

Δευτέρα, Οκτωβρίου 22, 2007

Σκέψεις κέραμοι, ατάκτως εριμμέναι

Τι σκατά...
Δεν ξέρω τι μου γίνεται. Δεν ξέρω τι γίνεται. Δεν καταλαβαίνω, πλέον. Είμαι σίγουρος ότι πίνει. Δε χρειάστηκε να δω τα τρία κουτάκια μπίρας στην τσάντα της, ξημερώματα Σαββάτου, για να πεισθώ. Το αντιλαμβάνομαι. Λες και, με το που την βλέπω, με το που την ακούω, να μου εκπέμπει ένα μήνυμα αλκοόλης κι εγώ, με τους υπερευαίσθητους αισθητήρες μου (τι αισθητήρες θα ήταν, αν δεν ήταν υπερευαίσθητοι) το συλλαμβάνω, το αποκωδικοποιώ και το ανταποδίδω.
Αδύνατο να κρατηθώ. Αδύνατο και να καταλάβω για ποιο λόγο καταστρέφει ό,τι με κόπο προσπάθησε να δημιουργήσει.
Λίγο η μανία της ανάλυσης που με κατατρέχει, λίγο οι αρχικές σπουδές στην ψυχολογία, μετατρέπομαι σε Αλεπού Γιατρό, κατά το γνωστό παραμύθι και προσπαθώ να διαγνώσω και να εξηγήσω. Λάθος. Δεν εξηγούνται όλα τα πράγματα πάνω σε τούτο τον ντουνιά, χρυσέ μου!
Αλλά εγώ επιμένω. Και συγκεντρώνω, αναλύω, αποκωδικοποιώ, εκπέμπω εκ νέου το μήνυμα, πίσω στον πομπό, τον μετατρέπω σε δέκτη. Όλη η θεωρία της επικοινωνίας, όλοι οι Λαουάλ σε μία σχέση. Κι όλες οι θεωρίες εκεί μπροστά μου, καταρρέουν, διαλύονται, χώμα ήταν και στο χώμα επιστρέφουν, χωρίς να αφήσουν τίποτα. Χωρίς την ελπίδα του Φοίνικα, που θα αναγεννηθεί από τη στάχτη του.
Όσο το σκέφτομαι, τόσο προχωράω προς τα εκεί: Χάος. Κανένα σχέδιο δεν υπάρχει, κανένα αίτιο δεν προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις. Ένα πόδι σκούντηξε, κάποια στιγμή, το πρώτο γρανάζι προς τη μία κατεύθυνση. Κι όπως ήταν, όλα, ενωμένα, άρχισαν να κινούνται. Κάποια άλλη δύναμη, σε μια άλλη στιγμή, χτύπησε ένα άλλο γρανάζι. Μερικά σταμάτησαν, άλλα κινήθηκαν πιο γρήγορα, άλλα πιο αργά, άλλα πήραν αντίθετη φορά.
Έτσι κι η Κατερίνα. Δεν υπάρχει αίτιο. Ψάχνει, στους λαβύρινθους του μυαλού της, μόνη της, να το βρει. Να βρει τι; Δεν υπάρχει λόγος που να την σπρώχνει στην αλκοόλη. Στην ξεφτίλα. Γεννά, η ίδια, μόνη της, τους λόγους. Τους εφευρίσκει και τους προσφέρει. Σε μένα, στους δικούς της, στο γιατρό της.
Στο γιατρό της... Τελευταία, σταμάτησε να πηγαίνει. Με τη δικαιολογία της δουλειάς. Βρήκε πρωινή δουλειά. Στο ίδιο μαγαζί που έμαθε να περνάει από το ένα ποτό στο άλλο.
Σχοινοβατεί. Και το συρματόσχοινο δεν την κρατά. Και δίχτυ δεν υπάρχει. Θα πέσει. Θα σπάσει το σβέρκο της.
Την κοιτάω ανίκανος να κάνω το παραμικρό. Της φώναξα πριν ανεβεί, πως δεν υπήρχε δίχτυ ασφαλείας. Πως η αγκαλιά μου δεν θα την αντέξει. Ανέβηκε. Πλέον, καθισμένος κάτω από το σχοινί, όχι στο πλήθος, αλλά στην πίστα, μαζί με λίγους "δικούς της" ανθρώπους, την κοιτούμε να απλώνει το πόδι, για άλλο ένα αβέβαιο βήμα. Προσεύχομαι μαζί τους, να φθάσει στο τέλος.
Χωρίς να το πιστεύω.

Κυριακή, Οκτωβρίου 14, 2007

Ο ουρανός συννέφιασε

Απογευματάκι. Στη δουλειά. Φίλη και Blogόφιλη προσπαθεί να με πείσει, να ανεβάσω ποστ για τις μέρες της λιακάδας.
«Ανέβασε ένα. Της αξίζει».
Φοβάμαι. Χαμογελώ ευγενικά. Μέσα μου, όμως, σκέφτομαι ότι, αν το κάνω, υπάρχει περίπτωση να γκαντεμιάσω τις «μέρες της λιακάδας». Και να επιστρέψουμε στη βροχή. Εξάλλου, έχουμε, πια, φθινόπωρο.
«Ναι, ίσως το κάνω»…
Βραδάκι. Στη δουλειά. Το κινητό μου χτυπά. Η Κατερίνα. Όταν είναι στα καλά της, ποτέ δεν παίρνει στο κινητό, αλλά στο σταθερό. Με ζώνουν τα φίδια.
«Όταν ήμουν στην κλινική, σου είχα δώσει κάτι χαρτιά να στείλεις στους γονείς μου»…
«Ναι, αλλά πού να θυμάμαι τώρα»…
«Τα έχασες»!
«Ρε συ, Κατερίνα, δε θυμάμαι. Πέρασε τόσος καιρός. Δεν πρέπει να τα έστειλα»…
«Τα ψάχνω δυο ώρες και δεν τα βρίσκω»!
«Κατερίνα, έχω την εντύπωση ότι δεν τα έστειλα. Ότι μου είπες να μην τα στείλω και να τα δώσω στους δικούς σου, όταν θα έρχονταν να σε δουν».
«Τους δώσαμε αντίγραφα. Πού είναι τα πρωτότυπα»;
«Δε θυμάμαι. Κάπου θα τα έχω βάλει. Θα έρθω νωρίς, για να ψάξω».
«Να ΄ρθεις»!
Το τηλέφωνο κλείνει. Είναι απότομη. Ψυλλιάζομαι κάτι. Δε θέλω να το πιστέψω.
Βράδυ. Στο σπίτι. Μπαίνω μέσα, είναι όρθια, ουρλιάζει στο τηλέφωνο με τη νύφη της, κατηγορώντας τον αδελφό της. Δεν το συνηθίζει. Πάω να ψάξω στη βιβλιοθήκη, για τα έγγραφα που –υποτίθεται- έχω χάσει. Τραβώ τον καναπέ. Με κοιτά παγωμένη, κλείνει το τηλέφωνο. Κοιτάω στο πάτωμα. Ένα κουτί (μεγάλο) μπίρα, είναι κρυμμένο ανάμεσα σε καναπέ και τραπεζάκι του σαλονιού.
Δε λέω τίποτα. Η πίεσή μου, όμως, χτυπά κόκκινο. Συγχίζομαι. Παρατάω τα πάντα στη μέση. Μια φλασιά με χτυπά ότι τα έγγραφα τα έχω βάλει σε έναν φάκελο. Πηγαίνω στο γραφείο. Ψάχνω, έναν-έναν, τους φακέλους. Βρίσκω τα έγγραφα. Της τα δίνω:
«Ορίστε»…
«Ήρθες εδώ να κάνεις φασαρία»;
Ουρλιάζει. Δε λέω τίποτα. Συνεχίζει.
«Το ξέρεις ότι, κάπου-κάπου, πίνω από καμία μπίρα. Κι επειδή έχασες τα χαρτιά, ήρθες για να κάνεις φασαρία! Ντροπή σου»!
Με φτύνει. Φεύγει. Πηγαίνω πίσω της.
«Σε μένα φωνάζεις»;
«Ναι ρε! Θα ψάξεις κι αλλού»;
«Δεν έχω όρεξη να ψάξω πουθενά».
Η φωνή μου ίσα που βγαίνει. Πραγματικά, δεν έχω όρεξη για τίποτα. Ξανάρχεται:
«Ήρθες κι άρχισες να ψάχνεις, για να αποδείξεις ότι πίνω; Ντροπή σου»!
«…»
«Μ έκανες, πάλι, τρελή! Δε ντρέπεσαι»!
Μαζεύομαι στο γραφείο. Ανοίγω το κομπιούτερ. Αρχίζω να ποστάρω. Λίγο αργότερα, πιο ήρεμη, φωνάζει:
«Θα φας»;
Δεν έχω καμία όρεξη, αλλά είναι μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Αν πω όχι, θα δεχτώ νέα επίθεση. Πρέπει να κάτσω να φάω, οπωσδήποτε, ότι μου βάλει. Συνήθως, σε τέτοιες περιπτώσεις, αναγκάζομαι να φάω τηγανητά, χοιρινά, σουβλάκια, μακαρόνια κι ό,τι άλλο δεν επιτάσσει η δίαιτά μου. Για προσεκτική διατροφή, ούτε λόγος. Αλλά δεν υπάρχει άλλος δρόμος:
«Ναι».
«Τι κάνεις εκεί, τώρα»;
«Κάτι προέκυψε στη δουλειά. Στέλνω ένα email κι έρχομαι».
Ποστάρω. Πηγαίνω. Τα ξαναλέμε. Θα συνδεθώ, αργότερα, για να απαντήσω στα σχόλια του προηγούμενου ποστ.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 05, 2007

Τελεσίγραφο

Προχθές το πρωί:
"Βλέπω ότι η προσπάθειά σου πάει στράφι".
"Μην το λες αυτό"...
"Τι να πω; Αυτό βλέπω, αυτό λέω. Και, στο ξεκαθαρίζω: Δεν πρόκειται να τραβήξω το ίδιο ζόρι".
"Το καταλαβαίνω"...
"Κοίτα, για να μην πιάνουμε μια κουβέντα που δε θα καταλήξει πουθενά: Έχεις διορία ως τη γιορτή μου, του χρόνου, να απαλλαγείς από το ποτό. Αυτό σημαίνει ότι, για έναν χρόνο, δε θα το ακουμπάς".
"Εντάξει. Αλλά μη συνεχίζεις... Δεν μπορώ"...

================

Σήμερα το βράδυ:
"Έλα..."
"Τι κάνεις";
"Δουλεύω"...
"Ακόμη; Είναι αργά"...
"Μου έδωσαν και δουλειά για την Κυριακή. Αλλά δε θα την κάνω"!
"Γιατί";
"Γιατί δε θέλω".
"Έγινε τίποτα";
"Έγιναν κάποια πράγματα"...
"Δηλαδή;"
"Μου είπαν να δείχνω τη δουλειά μου και στον καινούργιο"...
"Ε, τη δείχνεις, ούτως ή άλλως, σε άλλους οκτώ, έτσι γραφειοκρατικά που είστε στημένοι. Τι να τη δείχνεις και σ έναν ένατο".
"Αυτός δεν είναι συνάδελφός μου"...
"Ναι, αλλά σου είπε ο διευθυντής σου να"...
Κλικ!
(Το τηλέφωνο από την άλλη πλευρά, είχε κλείσει. Λίγο αργότερα, στο msn:
Κατερίνα: Ευχαριστώ για τη στήριξη. Δε με νοιάζει τι θα κάνεις. Θα πάρω ταξί για να γυρίσω στο σπίτι.
Διαστήματας: Πολύ καλά λοιπ...
Το msn έκλεισε, πριν στείλω την απάντησή μου. Το κινητό της είναι κλειστό. Για άλλη μία φορά κάθομαι και γράφω στη δουλειά, χωρίς καμία όρεξη να πάω σπίτι...

Τρίτη, Οκτωβρίου 02, 2007

Μια(;) απάντηση

Αφορμή γι αυτό το ποστ, ήταν ένα σχόλιο του Νοέμβριου, στο προηγούμενο. Για να μη σας βάζω σε κόπο να διαβάζετε τα σχόλια, να τι είπε ο Νοέμβριος:

Ρε Διαστηματάκι... δεν καταλαβαίνεις ότι ποτέ δεν θα είναι η κατάλληλη περίοδος? Ότι ποτέ δεν θα είναι προτεραιότητα να φύγεις;

Και τώρα η απάντηση του Διαστήματα:

Δεν έχεις δίκιο. Γιατί άλλο "κατάλληλη περίοδος" κι άλλο "προτεραιότητα".
Φυσικά και δεν είναι στις προτεραιότητές μου να φύγω. Προτεραιότητα είναι να γλιτώσει η Κατερίνα από το πρόβλημα και να ζήσουμε μαζί. Αν αυτό δεν μπορεί να γίνει, θα αναγκαστώ να φύγω, για να μην πεθάνω κι εγώ (εγωιστικό; Δε νομίζω, αφού έχω ανθρώπους πίσω μου).
Εδώ μπαίνει η "κατάλληλη περίοδος". Δεν είναι τόσο εύκολο το "παίρνω τα μπογαλάκια μου και φεύγω". Γιατί, δεν είναι μπογαλάκια. Μπογαλάκια μπορεί να είναι τα συναισθήματα, τα παίρνεις και φεύγεις. Από μία συμβίωση, όμως, ή έναν γάμο, δε φεύγεις έτσι απλά. Υπάρχουν πολλά πράγματα που πρέπει να διευθετηθούν.
Το ξέρεις ότι, έως σήμερα, πέντε χρόνια μετά τον προηγούμενο χωρισμό μου, πληρώνω χρεωστικά υπόλοιπα σε κάρτες της πρώην μου; Να ένα απλό, οικονομικό, πρόβλημα, που δε λύνεται έτσι απλά. Οι κάρτες της ακυρώθηκαν, αλλά ήταν οικογενειακές. Δέκα χρόνια γάμου ήταν αυτά, ήταν απόλυτα φυσιολογικό να έχει οικογενειακές κάρτες.
Κι αυτό είναι μόνον ΕΝΑ από τα προβλήματα της συμβίωσης. Από τη ρουτίνα που, όταν είσαι με έναν άνθρωπο δε σου φαίνεται, αλλά όταν χωρίσεις από αυτόν, τα βρίσκεις μπροστά σου, το ένα μετά το άλλο!
Θες άλλο ένα, απρόβλεπτο, πρόβλημα; Η διαδικασία της μετακόμισης. Έχεις ζήσει μια τέτοια μετακόμιση; Να παίρνεις πράγματα από το ένα σπίτι, για να τα πας στο άλλο; Κάτω από τα βλέμματα ανθρώπων που, ως χθες, ήταν οι άνθρωποί σου; Κι αν το έζησες, σκέψου το: Είναι άλλο να είσαι θεατής σε κάτι τέτοιο (ακόμη και άμεσα εμπλεκόμενος θεατής) κι είναι άλλο να είσαι αυτός που παίρνει τα μπογαλάκια του και φεύγει. Πονάει κι ο δεύτερος. Πονάει διπλά: Και για την πράξη του και για τον άνθρωπο (ή και τους ανθρώπους) που αφήνει. Ενώ ο θεατής, πονάει για την κατάσταση που χάνει. Τον άνθρωπο, δεν τον χάνει ποτέ.
Κι αν το έζησες ως ένας (ή μία, αφού μάλλον γυναίκα είσαι) από τους χωρισμένους, είναι άλλο να αφήνεις έναν γάμο κι άλλο να αφήνεις μια σχέση –ειδικά σε νεαρή ηλικία και μετά από τρία, τέσσερα χρόνια. Οι δεσμοί της καθημερινότητας, η «ρουτίνα» γίνονται όλο και πιο ισχυροί, όσο τα χρόνια περνούν. Φεύγεις δυσκολότερα. Δεν είναι μόνον ο έρωτας που σε ενώνει με κάποιον. Δεν είναι μόνον ένα καλό γαμήσι. Είναι και τα βερεσέδια του μπακάλη. Κι από το γαμήσι φεύγεις, αν βρεις καλύτερο πέος ή αιδοίο. Από τον έρωτα φεύγεις, αν βρεις καλύτερη καρδιά. Από τον μπακάλη πώς θα γλιτώσεις; Θα κυνηγάει όσους έμειναν, ή εσένα που έφυγες, για 50 ευρώ.
Θέλω να σου πω ότι η καθημερινότητα είναι αυτή από την οποία πρέπει να ξεφύγεις. Για σκέψου: Εσύ πόσες φορές ξέφυγες από την καθημερινότητά σου; Πότε ήταν η τελευταία φορά; Πόσων χρόνων ήσουν τότε; Γιατί πατάς το γκάζι σου και, στο τέλος, επιστρέφεις στο σπίτι σου (όπως μας το περιέγραψες σε ένα παλιό ποστ); Γιατί κι εσύ, δεν αντέχεις να χάσεις την καθημερινότητά σου.
Οι εραστές, είναι οι πιο δυστυχισμένοι άνθρωποι. Αγαπιούνται τρελά, αλλά δεν μπορούν να ζήσουν την αγάπη τους. Τι πιο φυσικό από το να δώσουν μια, να τα τινάξουν όλα και να χαθούν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Πόσοι το κάνουν; Λίγοι. Γιατί; Επειδή δεν είναι ισχυρά τα συναισθήματά τους; Όχι. Γιατί είναι δεμένοι στην καθημερινότητά τους.
Γι αυτό λοιπόν, για να φύγεις από μία σχέση –ακόμη και από μία σχέση που σε καταστρέφει- εκτός από το να το πάρεις απόφαση, πρέπει να έχει έρθει ο κατάλληλος χρόνος. Μπορεί μέσα σου να είσαι εντάξει, να έχεις αποστασιοποιηθεί. Πλέον, όμως, περιμένεις την κατάλληλη στιγμή.
Μπορεί να τη χάσεις αυτήν τη στιγμή. Να γίνει ένα κάτι, ένα ελάχιστο, που να σε φέρει –πάλι- πίσω. Έτσι έγινε στην περίπτωσή μου με την Κατερίνα. Πάνω στην αλλαγή, πάνω στην απόφαση να φύγω, ένα κλειστό κινητό τηλέφωνο ήταν η αιτία να μάθει η Κατερίνα τι σχεδίαζα. Ήταν η αιτία να με κοιτάξει με μάτια υγρά από το κλάμα και να αποφασίσει να πράξει την ύστατη προσπάθεια.
Αυτήν τη στιγμή αισθάνομαι ότι δεν έχω το δικαίωμα να τη διαλύσω. Γιατί μια αποχώρησή μου, από τη σχέση, θα είναι η διάλυσή της. Προτιμώ να γίνει καλά και να αποχωρήσει, επειδή θα βρει κάτι καλύτερο.
Φυσικά, η υπομονή έχει και τα όριά της. Ακόμη κι οι καμήλες φτύνουν. Ακόμη και τα γαϊδούρια κλωτσούν. Αλλά γι αυτό υπάρχουν οι φίλοι. Για να τους τα λέμε, να μας χτυπούν στην πλάτη, να παίρνουμε λίγο κουράγιο ακόμη και να μην κλωτσάμε. Κατάλαβες ΦΙΛΕ Νοέμβριε; Κι αυτό το ΦΙΛΕ, το ενοώ.

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 30, 2007

Ρεπό

Δεν ξέρω τι να κάνω. Η Κατερίνα ξαναπίνει. Όχι με τον τρόπο που έπινε παλιά. Καμία σχέση με τα απίστευτα μεθύσια, με τα οποία χανόταν. Απλά, έχω την υποψία ότι, το βραδάκι, μετά τη δουλειά, πίνει κανένα ποτηράκι.
Δεν έχω καμία απόδειξη.
Ή, μάλλον, ως την Πέμπτη, που είχε ρεπό, δεν είχα. Εκείνο το βράδυ, γυρνώντας από τη δουλειά, απέκτησα.
Ξεκλείδωσα την πόρτα και μπήκα στο σαλόνι. Η τηλεόραση έπαιζε στη διαπασών. Η Κατερίνα κοιμόταν, με το στόμα ανοικτό, στον καναπέ. Οι δυο γάτες την κοίταζαν, επίμονα, από το μπράτσο του καναπέ. Ακίνητες, λες κι ήταν πορσελάνινα μπιμπελό.
Το δωμάτιο μύριζε πιοτί. Τη σιχαίνομαι αυτή τη μυρουδιά. Όπως σιχαίνομαι, πια, κάθε ποτό. Από τη μπίρα, ως τα περίεργα κοκτέιλ. Έχω κόψει το ποτό μαχαίρι, δεν το βάζω στο στόμα μου, εδώ και δύο χρόνια. Από τότε που συνειδητοποίησα ότι είναι ο δαίμονας της Κατερίνας.
Πήγα κι έψαξα τα σκουπίδια. Όπως παλιά. Δυο άδεια μπουκάλια μπίρας κι ένα μεγάλο κουτάκι είχαν τοποθετηθεί με ειδικό τρόπο, στη σακούλα: Να μην ακούγονται αν κάποιος ανοίξει, σύρει, χτυπήσει, ή σηκώσει τη σακούλα για να την πάει στον κάδο των σκουπιδιών.
Ξύπνησε από το θόρυβο.
«Πάλι ψάχνεις να φας; Έχεις γίνει εκατό κιλά»!
«Τι λες, ρε Κατερίνα; Είσαι σοβαρή; Καταλαβαίνεις πού βρίσκομαι, πόση ώρα είμαι εδώ, τι κάνω»;
Τζάμπα φώναζα. Το είπε και είχε, ήδη, κοιμηθεί. Ή, μήπως, είχε πέσει, πάλι, σε αλκοολικό κώμα; Μήπως η εικόνα μου, να τρώω, ήταν, μόνο, ένα όνειρο στον μεθυσμένο ύπνο της;
Περίμενα το πρωί. Κοιμήθηκα ελάχιστα. Ήθελα να της μιλήσω, αλλά ήταν αδύνατο:
«Δε θέλω να μιλάω για την προηγούμενη μέρα. Κάθε μέρα είναι μια άλλη μέρα. Κάθε μέρα, η προσπάθειά μου ξεκινάει το πρωί. Νομίζεις δεν το ξέρω; Έχω ανάγκη τη στήριξή σου. Αναγνώρισε ότι έχω κάνει βήματα μπροστά και δώσ’ μου κουράγιο»…
«Δε νομίζω ότι θα αντέξω να περάσω, πάλι, τις ίδιες καταστάσεις».
«Ούτε κι εγώ»!
«Όμως…»
«…όμως δεν είναι εύκολο. Θα ξαναπέσω πολλές φορές ακόμη και θα πρέπει να βρω το κουράγιο να σηκωθώ».
«Πρέπει να βρεις το κουράγιο να μην πέφτεις»…
Αυτήν την περίοδο δεν υπάρχει περίπτωση να διακοπεί αυτή η σχέση. Υπάρχουν πολλοί λόγοι, που δεν μπορώ να φύγω, με τίποτα, από το σπίτι. Οικονομικοί, οικογενειακοί, επαγγελματικοί. Η δουλειά τρέχει με τρελούς ρυθμούς. Ούτε να την παρακολουθώ δεν μπορώ. Φοβάμαι μήπως το καταλάβει και το εκμεταλλευτεί.
Χθες, Σάββατο, είχα την υποψία ότι είχε πιει το χρονικό διάστημα που είχα πάει να δω την κόρη μου. Η αλήθεια είναι ότι δε μύριζε, αλλά η συμπεριφορά της είχε κάτι περίεργο. Οι κινήσεις της δεν ήταν σταθερές, τα επιχειρήματά της στην κουβέντα αστεία. Όλο έλεγε ότι έκανε χιούμορ. Όλα αυτά, από τις 6 το απόγευμα, ως τις 11 το βράδυ. Ξαφνικά, η συμπεριφορά της έγινε συμπεριφορά κανονικού ανθρώπου.
Ώρες – ώρες φοβάμαι ότι υπερβάλω. Ότι μόνον εγώ τα βλέπω όλα αυτά. Ότι μυγιάζομαι, επειδή έχω τη μύγα.
Τα ξαναλέμε.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 20, 2007

Τα χρωστούμενα

Χρωστάω δύο περιστατικά τα οποία έζησα κατά τη διάρκεια των διακοπών. Είναι ώρα να τα ποστάρω, για να συνεχίσουμε, πλέον, κανονικά το ημερολόγιο.

Αιφνίδιος

Παρασκευή 10 Αυγούστου 2007

Δύσκολη μέρα προβλέπεται και η σημερινή. Μια φίλη της πέθανε, ξαφνικά. Ήταν, μόνον, 43 χρόνων. Είχε δυο παιδιά. Ένα παλικάρι και μια πριγκίπισσα.

«Σκέφτομαι αυτούς που μένουν πίσω», είπε η Κατερίνα. Αλήθεια, η απώλεια αυτούς τους ανθρώπους βαραίνει. Κι αν το παλικάρι είναι σε ηλικία ώριμη, η πριγκίπισσα είναι μόλις 11 χρονών. Ένα χρόνο μεγαλύτερη από την κόρη μου.

Αλλά εγώ σκέφτομαι περισσότερο το δικό μου το ζόρι. Θα κρατηθεί και σήμερα η Κατερίνα, μετά από μια τέτοια είδηση; Σε άλλες εποχές, ούτε θα το σκεφτόμουν. Θα είχε, ήδη, πέσει με τα μούτρα στο ποτό.

Τώρα;

Το όνειρο

Τρίτη 14 Αυγούστου 2007

Το ζόρι μου έχει γίνει εφιάλτης μιας ζωής. Την είδα, ολοζώντανη, να πίνει ένα μπουκάλι μπίρα. Της ζήτησα το λόγο κι όπως παλιά, μου ζήτησε να χωρίσουμε, γιατί της έγινα τσιμπούρι. Μάζεψε τα πράγματά της και με παράτησε, σίξυλο, την ίδια ώρα που άνοιγε η πόρτα και πραγματοποιούσε την εισβολή της η πρώην μου, ζητώντας να επιστρέψω σε γάμο και παιδί, λες και δε συνέβη τίποτα.

Ευτυχώς, ήταν εφιάλτης.

Είδε τον εαυτό της να ψάχνει τις γάτες της. Να τις αναζητά ανάμεσα σε εκατοντάδες, χιλιάδες άλλες, σε μέγεθος τίγρεων. Τις φώναζε, με τα γιαπωνέζικα ονόματά τους κι εκείνες δεν ακούγονταν. Ξύπνησε μέσα στην αγωνία.

Ευτυχώς, ήταν εφιάλτης.

Το τηλέφωνό μου χτύπησε την ώρα που χαιρόμουν τον ήλιο στον Μακρύ Γιαλό. Ήταν ο αδελφός μου. Είχε πάει να ταίσει τα γατιά και να ποτίσει τα λουλούδια. Βρήκε κατσαβιδιές στην εξώπορτα. Κάποιοι είχαν προσπαθήσει να τη διαρρήξουν. Η κλειδαριά ασφαλείας αντιστάθηκε στις προθέσεις τους.

Δυστυχώς, ήταν πραγματικότητα.

Αυτήν την ώρα η Κατερίνα αλλάζει τα εισιτήρια. Φεύγουμε αύριο, πρωί, ανήμερα της Παναγιάς. Διακοπές τέλος, επιστροφή στην πραγματικότητα.

Έχω την έντονη εντύπωση ότι, σήμερα, ήπιε. Ελπίζω να κάνω λάθος.

ΥΓ. Μάλλον δεν έκανα λάθος. Όλα πάνω της θυμίζουν την Κατερίνα πριν τον εγκλεισμό. Οι κινήσεις, οι φράσεις, η συμπεριφορά, η οργή… Όταν επέστρεψε από έξω με τρύπησε η μυρωδιά του οινοπνεύματος. Ήρθε και με φίλησε. Όπως έκανε παλιά, για να δείξει ότι δεν είχε πιει.

Ο εφιάλτης ξαναγύρισε.


----------------------


Και τώρα στο σήμερα: Επισκέφθηκε το γιατρό της. "Τα έκανα σκατά", του είπε. "Ναι", της απάντησε! Άρχισε επισκέψεις.

Τετάρτη, Αυγούστου 29, 2007

Ξανά...

Ξανά...
Δεν έχω όρεξη να γράψω γραμμή.
Χρωστάω μια αξιοσημείωτη μέρα, από τις διακοπές, αυτήν που έμελλε να δείξει ότι το πρόβλημα ήταν εκεί, αν και όχι στην ένταση των προηγούμενων ημερών.
Αυτήν την ώρα, όμως, ο εφιάλτης φαίνεται πως ξαναγυρνάει.
Μόλις έχω κουράγιο, θα ποστάρω κάτι.

Τρίτη, Αυγούστου 28, 2007

Τρίτη 7 Αυγούστου 2007

Αυτήν την ώρα που γράφω αυτές τις γραμμές η Κατερίνα κάνει ότι κοιμάται στο κρεβάτι πίσω μου. Πριν, περίπου, μισή ώρα, είχε έναν γερό καβγά, στο εστιατόριο που τρώγαμε. Καβγά τέτοιο που θα μπορούσε να στήσει παλιότερα η ίδια, με μια αντίδραση η οποία δε θύμιζε καθόλου Κατερίνα.

Όλα έγιναν για ένα σουβλάκι από αρνί. Τα πιο σοβαρά θέματα προκύπτουν από τις πιο ηλίθιες αιτίες. Έτσι κι αυτό. Παρήγγειλε αρνίσιο σουβλάκι κι εγώ γεμιστό μπιφτέκι, για να τα μοιραστούμε. Και το σουβλάκι που ήρθε, ήταν ανάμεικτο. Μία χοιρινό, μία αρνί. Πήγε στην κουζίνα και διαμαρτυρήθηκε. Η ιδιοκτήτρια του μαγαζιού, αντί να πει συγνώμη και να αλλάξει την παραγγελία (στην καλύτερη περίπτωση) ή αντί να πει, ευγενικά, ότι κάνει λάθος και να καλέσει την τουριστική αστυνομία, πέρασε στην αντεπίθεση. Έβαλε τις φωνές και της φέρθηκε σα σκουπίδι!

Επέστρεψε στο τραπέζι σα βρεγμένη γάτα. Λίγο αργότερα μου ζήτησε τα κλειδιά του δωματίου κι έφυγε. Την ακολούθησα, από τη μία για να της συμπαρασταθώ, από την άλλη για το φόβο των Ιουδαίων. Δεν ξέρω τι από τα δύο υπερτερούσε του άλλου. Λίγα λεπτά μετά από εκείνη, έφθασα κι εγώ στο δωμάτιο. Γδύθηκε κι έπεσε να κοιμηθεί. Της χάιδεψα το χέρι, αλλά τραβήχτηκε.

Παλιότερα, οι αντιδράσεις της δε θα ήταν οι ίδιες. Σίγουρα θα ορμούσε στην ιδιοκτήτρια, θα ζητούσε εξηγήσεις, θα καλούσε την αστυνομία, θα απειλούσε θεούς και δαίμονες. Και θα έχανε το δίκιο της, επειδή θα ήταν πιωμένη. Τώρα, ήταν στεγνή. Πιο στεγνή από την έρημο. Κι άφησε το δίκιο της να φύγει.

Δεν είχα ιδέα τι να κάνω. Να την ακολουθήσω, όπως έκανα, για να της συμπαρασταθώ; Έστω και για να μην πέσει στο ποτό, από μία μαλακία; Για να μην αισθάνεται μόνη της;

Μου τη δίνει αυτή η κατάσταση. Δεν ξέρω πώς να φερθώ, για να μην παρεξηγήσει τις προθέσεις μου. Δεν μπορώ να είμαι ο εαυτός μου, πια.

ΥΓ. Γράφω παιδικά. Δεν μπορώ να συντάξω μια πρόταση της προκοπής. Όλα μου έρχονται ανάκατα. Πέφτουν σαν οβίδες στο κεφάλι μου και καταλήγουν αβολίδωτα στα δάχτυλά μου. Πατάω σκανδάλη και βγάζω τζούφιες. Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει.

Αιφνίδιος

Παρασκευή 10 Αυγούστου 2007

Δύσκολη μέρα προβλέπεται και η σημερινή. Μια φίλη της πέθανε, ξαφνικά. Ήταν, μόνον, 43 χρόνων. Είχε δυο παιδιά. Ένα παλικάρι και μια πριγκίπισσα.

«Σκέφτομαι αυτούς που μένουν πίσω», είπε η Κατερίνα. Αλήθεια, η απώλεια αυτούς τους ανθρώπους βαραίνει. Κι αν το παλικάρι είναι σε ηλικία ώριμη, η πριγκίπισσα είναι μόλις 11 χρονών. Ένα χρόνο μεγαλύτερη από την κόρη μου.

Αλλά εγώ σκέφτομαι περισσότερο το δικό μου το ζόρι. Θα κρατηθεί και σήμερα η Κατερίνα, μετά από μια τέτοια είδηση; Σε άλλες εποχές, ούτε θα το σκεφτόμουν. Θα είχε, ήδη, πέσει με τα μούτρα στο ποτό.

Τώρα;

Κυριακή, Αυγούστου 26, 2007

Στο ουζερί

Δευτέρα 6 Αυγούστου 2007

Δύσκολη κατάσταση. Όχι τόσο από τις αντιδράσεις της Κατερίνας. Αλλά από τις αντιδράσεις των υπολοίπων. Το ζόρι άρχισε από νωρίς. Με το που καθίσαμε.

«Τι θα πιείτε»;

«Κόκα κόλα»!

Όλα τα μάτια έπεσαν πάνω της. Από δίπλα κι εγώ:

«Κόκα κόλα λάιτ. Δύο μπουκάλια. Έχω να οδηγήσω στους καρόδρομους της Κεφαλονιάς»!

Ήρθαν οι μεζέδες. Κάποιοι είχαν παραγγείλει μπίρα. Οι… κοντινοί μας στο τραπέζι, ευτυχώς, λευκό κρασί. Σιχαίνεται το κρασί. Πάντα το σιχαινόταν.

Κι έπειτα, άρχισαν οι ερωτήσεις των υπολοίπων:

«Τι έχεις»;

«Τίποτα. Είμαι πεινασμένη και με πείραξαν οι στροφές»…

«Απλά, σε έχουμε συνηθίσει διαφορετικά. Δεν μιλάς, δε γελάς»…

Ό,τι χειρότερο και για μένα. Μου μπήκαν ιδέες. Μήπως δεν μπορεί να λειτουργήσει, τελικά, χωρίς το ποτό; Τη ρώτησα δυο – τρεις φορές, τι έχει, τι αισθάνεται. Κατάλαβα ότι γινόμουν ενοχλητικός.

«Μια χαρά είμαι. Αφήστε με»!

Έπρεπε να αλλάξω την κατάσταση. Ανέλαβε, λοιπόν, ο γελωτοποιός της παρέας. Η κουβέντα έφθασε στο ροχαλητό μου. Πλέον μιλούσαμε οι δυο μας. Οι υπόλοιποι κρατούσαν τις κοιλιές τους:

«Μα ξέρεις πώς ροχαλίζεις; Σαν οτομοτρίς. Τις θυμάσαι τις οτομοτρίς»;

«Όχι μόνον τις θυμάμαι, αλλά έχω ταξιδέψει πάρα πολλές φορές. Εδώ πρόλαβα τον μουτζούρη»!

«Άρχισαν πάλι οι αναμνήσεις μιας ζωής! Δε θέλουμε, παιδάκι μου, να ακούσουμε για τις εποχές που η Τσιμισκή ήταν δρόμος διπλής κατεύθυνσης και δεν υπήρχε Νέα Εγνατία! Προτιμούμε να ακούσουμε για το μετρό και την υποθαλάσσια που κατασκευάζονται»!

«Να σας πω και γι αυτά…»

«Θα αρχίσεις, πάλι, με τη Στουτγγάρδη; Που είναι μια σταλιά πόλη κι έχει τραμ, τρένο, μετρό, λεωφορεία και τρόλεϊ; Εδώ το θέμα μας ήταν το ροχαλητό σου».

«Τι το ιδιαίτερο έχει, μωρέ; Μήπως είμαι ο μόνος που ροχαλίζω έτσι»;

«Ναι! Μα ξέρεις πώς κάνεις; Σα να πνίγεσαι! Σκιάζομαι που σε βλέπω και σ ακούω. Άσε που μου λες, όταν πας για ύπνο να έρθω μαζί σου… ‘Πάλι στον καναπέ θα κοιμηθείς; Έλα μέσα’. Τι να ΄ρθω να κάνω; Να σε δω να θαλασσοπνίγεσαι»;

«Ρίξε μου ένα σωσίβιο…»

«Τι σωσίβιο, παιδάκι μου. Εσύ θες ολόκληρη ναυαγοσωστική λέμβο».

«Φέρε τα μπρατσάκια μου κι έλα για ύπνο»!

«Δεν μπορώ! Το καταλαβαίνεις; Λες και γίνεται πόλεμος… Όταν πήγα στο Σεράγεβο, πιο άνετα κοιμήθηκα…»

«Έλα ρε Κατερίνα… Επέζησες του Σεράγεβο και δεν αντέχεις στην κρεβατοκάμαρα μαζί μου»;

«Μ΄ αρέσει που σβήνεις κι όλα τα φώτα, χαμηλώνεις και την τηλεόραση… Εσύ κάνεις λες κι άνοιξες το χόουμ θίατερ κι είναι χαλασμένο το σαμπ γούφερ»!

«Ε, κάνε κάτι γι αυτό. Λύτρωσέ με, να λυτρωθείς κι εσύ»!

«Τι να κάνω»;

«Γύρισέ με από το άλλο πλευρό»!

«Τι λες παιδάκι μου; 150 κιλά άνθρωπο να σε κυλίσω σαν τη φάλαινα που εξώκοιλε και τη βοηθούν οι ακτιβιστές της Γκριν Πις; Το ΄χεις για εύκολο; Πρέπει να φωνάξω συνεργείο, ή την Πυροσβεστική»!

«Βάλε ένα κομμάτι σοκολάτα από την πλευρά που θέλεις να γυρίσω! Θα τη μυρίσω και θα γυρίσω μόνος μου»!

Έτσι σταμάτησαν οι ερωτήσεις κι εγώ διαπίστωσα ότι, ναι μεν, προβληματίζεται, αλλά όχι για τους λόγους που, ίσως, νομίζουμε όλοι οι υπόλοιποι. Το να είσαι το επίκεντρο της παρέας, ως ο Άσωτος Υιός που επέστρεψε, ή το Απολολλώς Πρόβατο, δεν είναι και το πιο ευχάριστο πράγμα στον κόσμο…

Πάμε γι άλλα...

Πέμπτη, Αυγούστου 23, 2007

Η πρώτη βόλτα στο σούπερ

Κυριακή 5 Αυγούστου 2007

Ήταν, πάντα, το αδύνατο σημείο της. Η βόλτα στο σούπερ μάρκετ. Μόνιμα την έκανε μόνη της. Όποτε προθυμοποιήθηκα να τη βοηθήσω, έπεσα στην άρνησή της.

Φλας Μπακ:

«Πού θα πας»;

«Σούπερ»…

«Ε, δε χρειαζόμαστε και τίποτα…»

«Θέλω να πάρω μανταλάκια κι άλλα πράγματα. Άσε με».

«Είναι πολλά; Θες να έρθω να σε βοηθήσω»;

«Άσε με! Θέλω να περπατήσω και λίγο, να σκεφτώ».

Στο δρόμο για το σούπερ άνοιγε την πρώτη μπίρα. Τη δεύτερη την άνοιγε στο φούρνο, αγοράζοντας τυρόπιτες. Την τρίτη μέσα στο σούπερ. Την τέταρτη στο δρόμο της επιστροφής. Συνήθως ήταν, μόλις, 11 το πρωί.

Επάνοδος:

Πήγε να πάρει μανταλάκια, καφέ, ζάχαρη και κάτι άλλα ψιλά… Φυσικά και τυρόπιτες. Επέστρεψε με τα ψώνια των διακοπών, για να φάμε, όλη η παρέα, πρωινό στο μπαλκόνι. Για πρώτη φορά μετά από πέντε χρόνια, μπορούσα να αστειευτώ με την παρέα.
Μόνον που η μεγάλη δοκιμασία θα ερχόταν την επομένη...

Τρίτη, Αυγούστου 21, 2007

Στο πλοίο

Σάββατο 4 Αυγούστου 2007

Έτρεμαν τα πόδια μου. Η παρέα μας κάθισε στην καφετερία του πλοίου, δίπλα στο μπαρ. Εκατοντάδες πέρασαν από εκεί για να αγοράσουν ένα κουτάκι Άμστελ. Κι εκείνη, ακριβώς απέναντί τους…

Φλας μπακ: Στο πλοίο η Μαρία μόλις έχει συνέλθει από την κατανάλωση οινοπνεύματος κατά τις προετοιμασίες του ταξιδιού. Εκεί, άρχιζε ο δεύτερος γύρος: Καθόμασταν δίπλα – δίπλα και σε κάποια στιγμή άκουγα τη μοιραία ατάκα:

«Θέλω να πάω, για λίγο, μόνη μου, στο κατάστρωμα, να σκεφτώ»…

«Να μην έλθω κι εγώ μαζί, να μιλήσουμε, να…»

«Σεβάσου την επιθυμία μου για λίγο χώρο»!

Αλίμονο… Το γνώριζα καλά. Περνούσε πρώτα από το μπαρ, έπαιρνε μια μπίρα και κρυβόταν πίσω από τα σωσίβια, στο κατάστρωμα. Μετά έπαιρνε δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη, έκτη… Όσες προλάβαινε, έως ότου, απηυδισμένος άρχιζα την αναζήτηση και την εντόπιζα –συνήθως δίπλα σε έναν άγνωστο να συζητούν, ο ένας προσπαθώντας να την πηδήξει στα γρήγορα στις τουαλέτες κι η άλλη νομίζοντας ότι βρήκε έναν φίλο για όλη της τη ζωή.

Τέλος του φλας μπακ. Επάνοδος.

Επί τρεις ώρες έκανε τις βόλτες της, μόνη, στο κατάστρωμα, κάθισε μαζί μας κι έβλεπε να παίζουμε χαρτιά, έφαγε πατατάκια, ήπιε ένα άις τι, μίλησε με τους υπόλοιπους της παρέας. Κι εγώ, την άφηνα να κινείται όπως ήθελε, σίγουρος, από ένα σημείο και μετά, ότι κρατιόταν μακριά από το αλκοόλ. Είχα πέντε χρόνια να απολαύσω ταξίδι…

Κυριακή, Αυγούστου 19, 2007

Προετοιμασίες για το ταξίδι

Παρασκευή 3 Αυγούστου 2007


Τέσσερα χρόνια τώρα, οι προετοιμασίες της Κατερίνας, για να πάμε διακοπές, είχαν το ίδιο μοτίβο: άπειρα κουτάκια μπίρας, κρυμμένα σε στρατηγικά σημεία σε όλο το σπίτι κι εκείνη να κινείται, από δωμάτιο σε δωμάτιο, ετοιμάζοντας βαλίτσες, πίνοντας κάθε πέντε λεπτά, από μία γουλιά. Η προετοιμασία διαρκούσε, συνήθως, τέσσερις ώρες, κάτι που σημαίνει ότι στο τέλος της, η Κατερίνα ήταν τύφλα κι εγώ απελπισμένος –κι εξοργισμένος.

Αυτήν τη φορά, τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Οι προετοιμασίες διήρκεσαν… δυο μέρες! Καθώς η Κατερίνα μόλις είχε πάρει εξιτήριο, οι δουλειές του σπιτιού έπεσαν, με δύναμη, πάνω της, ευτυχώς χωρίς να τη συνθλίψουν.

Έβαζε το ένα πλυντήριο πίσω από το άλλο. Σιδέρωνε βουνά ρούχων (έχετε δει το παντελόνι, ή –ακόμη καλύτερα- το μπουρνούζι ανθρώπου πάνω από 100 κιλά; Τα δυο τους γεμίζουν μια σαμψονάιτ μόνα τους).

Ο άρχοντας, ασχολήθηκε με ό,τι συνήθως: την αρμολόγηση των δύο λάπτοπ, την αντιγραφή εκατοντάδων τραγουδιών σε εμπιθρίς, το τσεκάρισμα των φωτογραφικών μηχανών, στην επιλογή βιβλίων για διάβασμα. Και, φυσικά, στην ξεκούραση, οκτώ ώρες πριν την αναχώρηση, καθότι οδηγός…

Στις 4.30 το πρωί, 3 Αυγούστου, που είχαμε ορίσει ώρα αναχώρησης, με ξύπνησε. Δεν είχε τελειώσει κι αναβάλαμε την αναχώρηση, γιατί έπρεπε να κοιμηθεί έστω δυο ώρες.

Παλιότερα, μετά την κατανάλωση του μισού εργοστασίου της Μπαντ κατά τις προετοιμασίες, η Κατερίνα έπεφτε σε αλκοολικό κώμα, ή ξεκινούσαμε για το ταξίδι μας, εγώ φρεσκαδούρα και στην τσίτα, από τα νεύρα κι εκείνη χαμογελαστή, σαν τον Τζακ Νίκολσον μετά το ηλεκτροσόκ, στη Φωλιά του Κούκου. Αυτήν τη φορά ήταν –φυσικά- κουρασμένη κι εγώ φρεσκαδούρα και χαμογελαστός, σαν τον Ντάστιν Χόφμαν στον Πρωτάρη, στη σκηνή του τέλους, μέσα στο λεωφορείο, με τη νύφη στο πλάι του.

Κοιμήθηκε στο ταξίδι. Κι ήταν η πρώτη φορά που δε με πείραζε. Γιατί δίπλα μου κοιμόταν ένας φυσιολογικός άνθρωπος.

Αλοίμονο...

Τετάρτη, Αυγούστου 01, 2007

Έξοδοι

Η έξοδός της, έχει γίνει καθημερινότητα. Αναρωτιέμαι αν αυτό της κάνει κακό, ή καλό. Έχω αρχίσει να πιστεύω ότι, αν έμενε μέσα, δε θα άντεχε. Έρχεται σπίτι, σχεδόν καθημερινά. Κάνει κάποιες δουλειές, πηγαίνει οδοντίατρο και… σολάριουμ

Ο γιατρός της κλινικής ακολουθεί μια περίεργη τακτική. Τον είδε πριν πέντε μέρες.

«Θα ήθελα να σας μιλήσω για την απογείωσή μου, όπως το λέτε εσείς εδώ»…

«Ποια απογείωση; Εσύ δεν έχεις μπει καν στο διάδρομο απογείωσης».

Τρελάθηκε. Όταν τη συνάντησα ήταν γεμάτη θυμό. Ξέρω ότι οι ψυχίατροι εφαρμόζουν τέτοιου είδους κόλπα, για να «πάρουν» πληροφορίες από την ασθενή. Αλλά εφαρμόζονται διαφορετικές τακτικές, γιατί έχουν να κάνουν με διαφορετικούς ανθρώπους. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος, δε θα καθίσει ούτε λεπτό πάνω από το πρωί της Παρασκευής εντός. Και του έχουν πει ότι μπορεί να φύγει, όποια ώρα το θελήσει.

Στις εξόδους της δείχνει εντάξει. Δε φαίνεται να πίνει. Δε μυρίζει η ανάσα της. Δεν τρέμει. Δε λέει ασυναρτησίες. Όλα δείχνουν να πηγαίνουν καλά. Υπερβολικά καλά.

Οι διακοπές θα είναι ένα μεγάλο τεστ. Θυμάμαι τις διακοπές μας στην Πελοπόννησο, πριν τέσσερα χρόνια. Πώς καταστράφηκαν 150 φωτογραφίες από την Ύδρα, για μια μπίρα. Είχα τσαντιστεί τόσο, όταν την είδα να πηγαίνει, κρυφά, στο μπαράκι του πλοίου και να αγοράζει μια μπίρα, οργίστηκα άλλο τόσο όταν ξαναγόρασε άλλη μπίρα με το που φτάσαμε στο Τολό, που αντί για save πάτησα delete. Κι έφυγαν στο υπερπέραν οι αναμνήσεις. Έμεινε η ανάμνηση ενός αλουμινένιου κουτιού.

Γι αυτό λέω ότι οι διακοπές μας θα είναι ένα μεγάλο τεστ. Δεν έχουμε ζήσει διακοπές χωρίς αλκοόλ. Πολύ αλκοόλ. Μιλάμε για απίστευτες ποσότητες. Έβρισκα μισόλιτρα ούζου μέσα στη βαλίτσα με τα βρακιά της. Έβρισκα άδεια κουτάκια μπίρας στα πιο απίθανα σημεία. Κι ήταν η μόνιμη μεταφορέας των σκουπιδιών, όπου κι αν μέναμε, όσοι κι αν μέναμε. Για να πετάει τα κουτάκια και να αγοράζει καινούργια.

Πέρασα απέραντες ώρες μοναξιάς. Ζητούσε να περπατήσει, λίγο, μόνη της και τα βήματά της ήταν προγραμματισμένα να πάνε στο πρώτο περίπτερο, στο πρώτο σνακ μπαρ, όπου μπορούσε να αγοράσει μια μπίρα. Σεβόμουν την επιθυμία της για λίγη απομόνωση κι εισέπραττα μια αλκοολική βραδιά.

Οι Άγγλοι έχουν ακριβώς την έκφραση που θέλω να πω τώρα: Im looking forward this summer. Άντε πες το αυτό στα ελληνικά. Ανυπομονώ γι αυτό το καλοκαίρι; Αμ δεν είναι αυτό το νόημα…

I’m looking forward, λοιπόν…

Τρίτη, Ιουλίου 24, 2007

Πρώτο τεστ θετικόν

E la mama eva!
Επιτέλους!
Όχι ότι δεν έκανε δουλειές μέσα στο σπίτι. Παραέκανε. Αλλά υπάρχουν κάποιες στιγμές που θες να ζήσεις την απομόνωσή σου.
Αλλά να μην τα ξαναρχίζουμε αυτά. Έχουμε εξελίξεις:
Βγήκε έξω. Όχι οριστικά, αλλά για να πάει στον οδοντίατρο. Χθες, για πρώτη φορά μετά από εκείνη την Τρίτη, ήταν ελεύθερη. Κολύμπησε στον κόσμο και είχε την κάθε ευκαιρία να αρπάξει μια μπιρίτσα και να γευτεί μια γουλιά. Δεν το ΄κανε.
Είχαμε και μια κουβέντα:
"Αν ήταν να πιω, θα είχα υπογράψει και θα είχα βγει έξω εδώ και μέρες. Μην αγχώνεσαι".
"Μια κουβέντα είναι"...
"Δε με βοηθάς".
Και σταμάτησα να αγχώνομαι. Για να βοηθήσω.
Αλλά με ξαναάγχωσε. ¨Ηθελε να πάμε σπίτι. Πήγαμε. Να δει τα γατιά της (γιατί, δεν ξέρω αν το ξανάπα, η Κατερίνα διαθέτει δυο γατούλες). Λογικό. Τα περιποιήθηκε -όχι ότι εγώ τα είχα παρατήσει- κι έπειτα κατάλαβα γιατί είναι κόρη της μάνας της. Άρχισε τις δουλειές. Πιάτα, τίναγμα, έτοιμη να βάλει σκούπα ήταν.
Με δεδομένο ότι, εκτός του οδοντίατρου, είχε πάει και για ... σολάριουμ ("να μην είμαι σαν το γάλα στην παραλία, ρε παιδί μου"), η ώρα είχε περάσει για τα καλά. Τέσσερις ώρες μετά γυρίσαμε στην κλινική. Κι εγώ ήμουν μέσα στο άγχος.
Και ξέχασα να της πάρω πίσω το κινητό της. Και είναι, τώρα, με το κινητό στην κλινική. Που απαγορεύεται.
Ουφ!
Διαπιστώνω ότι, ώρες - ώρες, ξεχνάω. Μήπως να πήγαινα εγώ στην κλινική μετά την Κατερίνα;

Πέμπτη, Ιουλίου 19, 2007

Μάνα

Τρεις μέρες τώρα είναι εδώ η μητέρα της. Μια γυναίκα που θεωρεί υπεύθυνο τον εαυτό της για όσα έγιναν, που ψάχνει απεγνωσμένα να μοιράσει την ευθύνη, που της αρέσει να ελέγχει και να λέει την άποψή της σε όλους, όποτε κι αν θεωρήσει εκείνη ότι είναι σωστό. Μια γυναίκα που κινείται συνεχώς, στο δικό της ρυθμό κι αν προλάβεις, έχει καλώς. Διαφορετικά, το τρένο φεύγει.
Είναι αεικίνητη. Μαγειρεύει τρία φαγητά την ημέρα. Επισκεπτόμαστε την Κατερίνα κάθε πρωί. Της δίνει συνεχώς φαγητό και καθαρά ρούχα. Και, βέβαια, εγώ έχω μετατραπεί σε ταξιτζή.
Το περίμενα, βέβαια. Δεν ξέρω αν κάνει καλό στην Κατερίνα, ή όχι. Ξέρω ότι δείχνει πιο ξέγνοιαστη τώρα που υπάρχει ένας άνθρωπος στο σπίτι, μαζί μου.
Εγώ είμαι λύκος. Πάντα έτσι ήμουν. Από 18 χρονών, όταν έκλαιγα στο μπαλκόνι, με "φίλους" που με παράτησαν (ενώ στην πραγματικότητα δεν ήθελαν να είμαι εγώ το κέντρο του δικού τους σύμπαντος). Από τότε, κινούμενος καθαρά εγωιστικά, πήρα την απόφαση να είμαι μόνος. Εκτός αγέλης.
Τράβηξα το δικό μου δρόμο επαγγελματικά. Κινήθηκα εκτός "φίλων", εκτός παρέας. Πήγα μόνος μου σε ένα γραφείο και ζήτησα να δουλέψω εκεί. Συνδέθηκα ως φίλος μόνον με πέντε συναδέλφους. Μόνον ο ένας με βοήθησε, θεωρώντας το υποχρέωσή του, επειδή τον είχα στηρίξει. Σπουδαίος άνθρωπος, σ αυτό το βρόμικο κύκλωμα.
Δεν πίστεψα σε φίλους που έρχονται και παρέρχονται. Παρέμεινα ανοικτός σε όλους, χωρίς να φοβηθώ να μιλήσω για τα προβλήματά μου. ΑΥτό τους τρόμαζε. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι ένας άνθρωπος είχε το χ πρόβλημα και δεν τον ένοιαζε να το συζητήσει με τον καθένα. Θέλω να πιστεύω ότι αυτός που είναι βιβλίο ανοικτό, δεν έχει να χάσει το παραμικρό. Ακούω βερεσέ επιχειρήματα του τύπου "δίνεις όπλα στους εχθρούς σου". Οι εχθροί θα βρουν όπλα, ούτως ή άλλως.
Το περίεργο είναι ότι ελάχιστοι είναι αυτοί που πιστεύουν πως ένας άνθρωπος μπορεί, πολύ άνετα, να ζήσει εντελώς μόνος.
Αυτές τις μέρες, η Κατερίνα ζει εντελώς μόνη. Πριν αρχίσουν οι συχνές επισκέψεις, την έβλεπα πιο δυνατή.
Χθες, όταν ήμουν εκεί μαζί με τη μητέρα της, η κουβέντα πήγε στο μετά: Μετά την έξοδο. Κι η Κατερίνα, αμέσως, απάντησε:
"Αν έβγαινα τώρα, θα ξαναέπινα".
Τα κεφάλια κατέβηκαν, πάλι. Δεν ξέρω, όμως, αν αυτή η ομολογία είχε να κάνει με την Κατερίνα, ή με την κατάσταση που βιώνε.
Σήμερα, στην επίσκεψή μας, μίλησε από μόνη της γι αυτό:
"Μη στεναχωριέστε. Να καταλάβετε ότι αυτό δεν είναι ένα κουμπί, που το πατάς και αλλάζεις. Θέλει προσπάθεια. Κάποιες φορές, εδώ μέσα, έχω σκεφτεί το ποτό. Κάποιες άλλες, σκέφτομαι το τι πέρασα και τι περνώ και δεν θέλω ούτε να ξαναδώ ποτήρι. Η ιστορία είναι τι θα γίνει μετά".
Τάδε έφη Κατερίνα.

Σάββατο, Ιουλίου 14, 2007

Τραβάω άλλο ζόρι...

Δεν είχα σκοπό να μπλογκάρω, Σαββατιάτικα. Λίγο, όμως, το ότι την είδα, για δεύτερη φορά, λίγο το ότι με «τσίγκλισε» ένα ανώνυμο σχόλιο, αποφάσισα να γράψω κάτι.
Κατ αρχήν να ξεκαθαρίσω ότι φυσικά και θέλω να ξαναβρεί τον εαυτό της η Κατερίνα. Διαφορετικά, δεν είχα κανέναν λόγο να δεχτώ να κλειστεί, για τρεις βδομάδες αρχικά –ίσως και για παραπάνω- σε τρελάδικο. Γιατί, να μην παίζουμε με τις λέξεις, σε τρελάδικο κλείστηκε. Με δική της απόφαση, βέβαια, αλλά με τη συναίνεσή μου. Ήρθε, με βρήκε, μου είπε:
«Μπορείς να ζήσεις τρεις βδομάδες χωρίς εμένα»;
«Τι εννοείς»;
«Θα πάω, τελικά, σε κλινική».
«Το σκέφτηκες καλά; Είναι μεγάλο βήμα αυτό που πας να κάνεις».
«Δεν υπάρχει άλλος δρόμος… Το σκέφτηκα πάρα πολύ καλά».
«Τότε, μη σκέφτεσαι εμένα. Δεν είμαι ούτε κουτσός, ούτε κουλός, ούτε χαζός. Μια χαρά μπορώ να ζήσω μόνος μου, όσο χρειαστεί. Πολύ περισσότερο, μια χαρά μπορώ να ζήσω μόνος μου τρεις εβδομάδες, ειδικά αν είναι να σε δω μια χαρά».
Αυτός ήταν ο διάλογος. Διάλογος άμεσος, ειλικρινής. Χωρίς να τον έχω προσχεδιάσει, χωρίς να τον έχει σκεφτεί. Έτσι μας βγήκε, αυτά είπαμε. Νομίζω ότι και οι δύο δείξαμε αγάπη.
Αλλά, όπως έγραψα και στο σχόλιό μου στον ανώνυμο,
«Και, τέλος πάντων, σ αυτό το Blog βγάζω εσώψυχα. Και αν έλεγα ότι "να γίνει καλά και δε με νοιάζει, ας με παρατήσει, ας φύγει μετά", θα έλεγα φριχτά ψέμματα. Με νοιάζει και με παρανοιάζει, όπως θα ένοιαζε τον καθένα. Που έφαγε το ζόρι, πέρασε τα δύσκολα κι εκεί που ελπίζει πως θα ζήσει με τον άνθρωπό του, ευτυχισμένος, ξανάρχεται η δυστυχία. Δεν κατάλαβα... Γιατί σε σοκάρει να θέλει κάποιος να ζήσει ευτυχισμένος; Ο Χριστός σταυρώθηκε πριν 2007 χρόνια, η μητέρα Τερέζα πέθανε πρόπερσι και τον Γκάντι τον σκότωσαν όταν ήμουν παιδί. Κι ό,τι κάνουμε, ως άνθρωποι, δεν το κάνουμε από ανιδιοτέλεια. Κάπου αποσκοπούμε. Όλοι μας. Εγώ αποσκοπώ στο να ζήσω ευτυχισμένος με τον άνθρωπό μου, μετά από πέντε χρόνια Ζοριού».

Δε θα ντραπώ να παραδεχτώ ότι είμαι άνθρωπος. Κι ότι θέλω να ζήσω μαζί της, όταν δε θα έχει κανένα πρόβλημα. Όταν θα μπορώ να δω μαζί της μια ταινία ως το τέλος, χωρίς να την παίρνω από τον κινηματογράφο κοιμισμένη και να την πηγαίνω κατευθείαν στο κρεβάτι της. Όταν θα μπορώ να πάω μια εκδρομή μαζί της, ή διακοπές, χωρίς να παρακολουθώ πόσες μπίρες ήπιε και πως θα γίνει να είναι καλά στην παραλία ή στο βουνό. Όταν θα μπορώ να καθίσω για μια σόδα στο μπαράκι, χωρίς να ψάχνω χρήματα να πληρώσω τον τεράστιο λογαριασμό από μπίρες. Όταν θα μπορώ να πάω σε μια συναυλία και να χορέψω επειδή μας ξεσήκωσε η μουσική κι όχι επειδή με τράβηξε με το ζόρι, μεθυσμένη, επειδή κάποιος τυχαίος, που καθόταν δίπλα, δεν την ακολούθησε στο χορό της. Όταν θα μπορώ να ξυπνήσω την άλλη μέρα το πρωί και να μιλήσω μαζί της για όσα έγιναν. Και να μ ακούει. Και να την ακούω. Και να θυμάται. Να μην με κοιτά λες και ήρθα από τον Άρη.
Και πείτε μου, τώρα, στα ίσα και παλικαρίσα: Ποιος από σας δε θα στεναχωριόταν, δε θα πικραινόταν, αν ο άνθρωπος με τον οποίο πέρασε τόσα, τώρα που είναι «μια χαρά» επιλέγει να ζήσει όλα αυτά με κάποιον ουρανοκατέβατο;
Ε, ανώνυμε;
Δεν πιστεύω ΚΑΘΟΛΟΥ αυτούς που λένε «ας είναι καλά κι ας είναι μακριά μου». Φυσικά και το εύχεσαι αυτό. Δε θα φτάσεις και στο άλλο άκρο, να καταριέσαι αυτήν/όν που σ άφησε –κάτι τέτοιο θα ήταν αρρωστημένο κι αηδιαστικό. Αλλά αν (λέμε αν) σε παρατήσει, είσαι ψεύτης με περικεφαλαία, αν ισχυριστείς ότι θα χαμογελάσεις, θα της/του χαϊδέψεις τα μαλλιά και θα πεις «τώρα φεύγω απ τα ονειρά σου και καλή τύχη όπου κι αν πας» -και θα το εννοείς. Ναι, θα το κάνεις –κι εγώ θα το ΄κανα- αλλά από μέσα μου θα σπάραζα. Και μόλις μου γυρνούσε την πλάτη κι απομακρύνονταν, θα ξεσπούσα σε κλάματα.
Επειδή, λοιπόν, σ αυτό το Blog έγραφα ΠΑΝΤΑ αλήθειες, και τώρα έγραψα την αλήθεια. Ότι θα με πείραζε η απόρριψη.
Βάζω μια τελεία σ αυτό, για να δούμε και το ζόρι μας.
Λοιπόν, πάει καλά. Τα χέρια της δεν τρέμουν (έχει να πιει από τα ξημερώματα της Τρίτης) και είναι γεμάτη ζωή. Η επιδερμίδα της έχει ανανεωθεί, μέσα σε τόσες λίγες ημέρες. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Έχει ζωή μέσα της.
Παραβίασα, λίγο, τις συμβουλές των γιατρών. Της πήγα mp3 με τα αγαπημένα της τραγούδια. Απέφυγα το cd και τα δισκάκια και λόγω όγκου και λόγω του ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν.
Συμπλήρωσε τέσσερις μέρες έγκλειστη. Τη Δευτέρα θα μιλήσω με τους γιατρούς.
Έχω πολλά να γράψω, αλλά αισθάνομαι πως παραβιάζω έναν προσωπικό κόσμο. Ως τώρα, ο αλκοολισμός της ήταν κάτι φανερό, σε όλους. Δεν αισθανόμουν άσχημα όταν έγραφα γι αυτόν, επειδή όλοι το γνώριζαν. Τώρα, όμως; Τώρα κάνει μια προσπάθεια. Μεγάλη. Δύσκολη. Έχω το δικαίωμα να βγάζω φόρα παρτίδα τον αγώνα της;

Αντί ποστ...

Τραγούδι αφιερωμένο στην Κατερίνα:

Πέμπτη, Ιουλίου 12, 2007

2η νύχτα

Σχόλασα πριν μισή ώρα. Είμαι, ακόμη, στο γραφείο. Δεν έχω καμία όρεξη να πάω σπίτι. Να βρεθώ, με τις σκέψεις μου, μέσα σε τέσσερις τοίχους.
Αν δεν υπήρχαν τα γατιά, ίσως να μην πήγαινα ποτέ. Τι φταίνε κι αυτές οι ψυχούλες...
Το κινητό της, χθες, δε σταμάτησε να χτυπάει. Παίρνει και κάποιος, ή κάποια, από απόκρυψη. Δε μου αρέσει αυτό.
(Οι ζήλιες μας έλειπαν, τώρα)!
Πάει και σήμερα...

Τρίτη, Ιουλίου 10, 2007

Μοναξιά

Μόνος, μετά από πέντε χρόνια.
Το σπίτι, αφόρητα άδειο. Ο άνθρωπός σου δεν είναι εκεί. Και η αβεβαιότητα μ έχει πλακώσει. Μετά από τρεις βδομάδες τι θα γίνει;
Το είχα πάρει απόφαση, να μείνω μόνος. Ήθελα να μετακομίσω, να σταματήσω να είμαι μαζί της. Αυτές τις ημέρες, όμως, που δίνει τον αγώνα της, θα ΄θελα να ήμουν εκεί. Μόνον που, αν ήμουν εκεί, θα της έκανα μεγαλύτερο κακό, από καλό.
Σήμερα μπήκε. Τελικά, βρέθηκε κρεβάτι σε μονόκλινο, σε κλινική έξω από τη Θεσσαλονίκη. Ολόκληρο ταξίδι θέλω, κάθε μέρα, για να πηγαίνω. Αν και, πολύ φοβάμαι, ότι δεν θα μου επιτρέψουν καμία επαφή.
Πήγαμε μαζί. Περιμέναμε το γιατρό. Ήμουν μέσα σε όλη την εξέταση. Έζησα την αμηχανία της, την προσπάθειά της να αποφύγει την αλήθεια. Αλλά και την παραδοχή, την παράδοση. Τον εξευτελισμό, όταν δεν της άφησαν να κρατήσει ούτε μια κρέμα προσώπου. Ούτε τη μηχανή για τις τρίχες των ποδιών της. Ούτε το σαμπουάν της.
Είδα το κενό βλέμμα της, όταν της είπα πόσο όμορφη θέα είχε το δωμάτιό της. Όμως εκείνη έβλεπε μέχρι τα πράσινα κάγκελα.
Είδα το συγκαταβατικό χαμόγελό της όταν της είπα ότι ήταν τυχερή που το δωμάτιό της είχε τηλεόραση και ψυγείο. Όμως εκείνη έβλεπε τον απέναντι τοίχο. Όταν γύρισα, από το κυλικείο, η τηλεόραση έπαιζε το ίδιο ντοκιμαντέρ και το ψυγείο της έχασκε άδειο.
Μου πρότεινε να φάω, αν πεινούσα, λίγο από το φαγητό που της έφεραν. Ήταν αδύνατον. Αρνήθηκα. Έφαγα αργότερα, με την Παρασκευή, έξω. Ξεχάστηκα, μίλησα για άλλα πράγματα και πέρασα καλά. Κι έπειτα, όταν βρέθηκα μπροστά στην tft, κι είπα να ποστάρω, άρχισα, σταμάτησα, ξανάρχισα, ξανασταμάτησα.
Τελικά είπα «θα το κάνω» και το ΄κανα.
Η περιγραφή μου έχει κενά. Οι εικόνες, οι λέξεις, όλα, μου έρχονται χωρίς χρονική σειρά. Το ένα πίσω από το άλλο, χωρίς νόημα. Όπως χωρίς νόημα είναι η ζωή όλων εκείνων των ανθρώπων, πίσω από τα παράθυρα με τα πράσινα κάγκελα. Πορεύονται χωρίς αρχή και τέλος. Τουλάχιστον η Κατερίνα έχει έναν σκοπό.
Άκουσα πολλές κραυγές σήμερα. Κραυγές ανθρώπινες. Ανδρικές. Γυναικείες. Κραυγές κάποιων που ζουν μόνοι, μέσα στην καταιγίδα του μυαλού τους. Κι εκείνη, ανάμεσά τους, να έχει να πολεμήσει με τους εφιάλτες του μυαλού της και τους εφιάλτες μιας ζωής με αλκοόλ.
Ήταν κανονική ανάκριση η πρώτη συνάντηση με τους γιατρούς. Τρεις, υποτίθεται αδιάφοροι, ρωτούσαν με ρυθμό πολυβόλου.
«Μόνον η λακέρδα λείπει»…
Όταν το είπε αυτό, πέρασε από μπροστά μου, αστραπιαία, η εικόνα του Ηλιόπουλου, στο Έξω οι Κλέφτες. Κι έφυγε, πριν προλάβω να χαμογελάσω.
Παρατηρούσα επίμονα την εξέτασή της. Λες και θα καταλάβαινα, από τις ανακλαστικές κινήσεις της, πόσο μεγάλο ήταν το πρόβλημά της. Έψαχνα το βλέμμα της. Δεν είχα άλλον τρόπο να την ακουμπήσω.
Έφυγα μεσημέρι από εκεί. Τώρα είναι βράδυ. Το βράδυ, λένε, οι ψυχικά ασθενείς δεν αντέχουν. Βογκάνε. Φωνάζουν. Μωρό μου, ας ήταν να σε πάρω αγκαλιά. Ας ήταν να γιατρευόσουν έτσι, στο τσακ, σε μία στιγμή.
Κουράγιο Κατερίνα. Άντεξε! Άντεξε για ΄σένα!

Δευτέρα, Ιουλίου 09, 2007

Δύσκολες ώρες

Τέρμα τα ψέμματα. Μπαίνει αύριο, στις 10 το πρωί. Πήγαμε, σήμερα το απόγευμα και είδαμε την κλινική. Δύσκολα. Τι πρώτο να πω για το περιβάλλον. Τι πρώτο να πω για τις τηλεφωνικές τις συνδιαλέξεις με τους γονείς της.
Τα λέμε σε κάποια άλλη στιγμή. Περνάει δύσκολα.

Παρασκευή, Ιουλίου 06, 2007

Επιθεώρηση

Απογοητεύτηκα. Ευτυχώς, η Κατερίνα είναι, ακόμη, αποφασισμένη. Τη Δευτέρα κάνει εισαγωγή.
Γιατί απογοητεύτηκα εγώ; Από την εικόνα που αντιμετώπισα.
Το κτίριο, καταπληκτικό. Θυμίζει περισσότερο ξενοδοχείο, παρά κλινική. Από έξω. Κι από μακριά. Με το που φθάσαμε στην πράσινη τεράστια καγκελόπορτα, άρχισαν τα δύσκολα. Δυο χαμένες ψυχές, ένας άνδρας και μια γυναίκα, κάποιας απροσδιόριστης ηλικίας, μας ζητούν, με νοήματα, τσιγάρο. Το προαύλιο γεμάτο ανθρώπους που ψάχνουν τον προσανατολισμό τους.
Γυρίζω, την κοιτάζω. Έχει χαμηλώσει το βλέμμα. Προσπαθεί να τους αποφύγει. Περπατάει πιο γρήγορα –δυσκολεύομαι να την ακολουθήσω στην ανηφόρα.
Φθάνουμε στα γραφεία. Η ρεσεψιόν θυμίζει ξενοδοχείο. Πολυτελή φωτιστικά, μοντέρνα γραμμή, ευγενικοί υπάλληλοι. Σύντομη συνάντηση με τη διευθύντρια. Λέει λίγα, είναι φανερό ότι δε θέλει να πιέσει την Κατερίνα στο ελάχιστο. Σημασία έχει να θέλει από μόνη της να κάνει αυτό το βήμα.
«Θα δείτε, θα αποφασίσετε. Αν το αποφασίσετε, πείτε το μας και θα κανονίσουμε εμείς με το ταμείο σας. Εσείς τηλεφωνήστε μας και πείτε μας πότε θέλετε να ΄ρθείτε».
«Μπορώ και τη Δευτέρα; Επειδή έχω κάποιες δουλειές να κανονίσω μέσα στο Σαββατοκύριακο»…
«Όποτε θέλετε. Σημασία έχει να κάνετε την εισαγωγή γρήγορα. Όποτε θέλετε. Σήμερα; Σήμερα! Τη Δευτέρα; Τη Δευτέρα»!
Η προϊσταμένη μας δείχνει τους χώρους. Μια τραπεζαρία, άδεια. Εκεί το κάπνισμα απαγορεύεται. Έξι στρόγγυλα τραπέζια. Από έξι καρέκλες στο καθένα. Χωρίς πίνακες, γλάστρες, ο,τιδήποτε.
«Ο χώρος είναι γυμνός»…
«Ναι, προσπαθούμε να προφυλάξουμε κάποιους ασθενείς. Βέβαια, στο χώρο αυτό δεν υπάρχουν βίαιοι ασθενείς. Όμως, επειδή θα ζήλευαν, αν υπήρχαν εδώ γλάστρες, ή κάδρα και θα ζητούσαν κάτι παρόμοιο και για το δικό τους εστιατόριο, το αποφεύγουμε. Προσπαθούμε να κρατούμε τις ισορροπίες»…
Αυτό το τελευταίο, θα το άκουγα συνέχεια. Ειδικά όταν φθάσαμε στα δωμάτια. Δίκλινα, τρίκλινα και τετράκλινα.
«Τηλεόραση»…;
«Θα πρέπει να φέρετε δική σας. Επιτρέπεται, δεν υπάρχει πρόβλημα»…
«Και dvd»;
«Για ταινίες, εννοείτε… Ε, δε νομίζω να υπάρξει πρόβλημα»…
Σκέφτηκα, αστραπιαία, αυτό που θα ζητούσα εγώ σ΄ εκείνο τον χώρο:
«Κάποιο κομπιούτερ»;
«Ένα λάπτοπ, ναι! Αλλά θα πρέπει να μας το δίνετε, το βράδυ, να το φυλάμε εμείς».
«Μα… Για ποιο λόγο»;
«Κοιτάξτε… Με το που θα έρθετε, θα πρέπει να υπογράψετε μια υπεύθυνη δήλωση, ότι η κλινική δεν φέρει καμία ευθύνη για τυχόν κλοπές. Παρόλα αυτά, εμείς θέλουμε να προστατεύουμε τα αντικείμενα των νοσηλευόμενων. Όπως καταλαβαίνετε, εδώ νοσηλεύονται άνθρωποι οι οποίοι έχουν ένα άλφα παρελθόν».
Αποφεύγει συστηματικά να τους χαρακτηρίσει. Το καταλαβαίνω. Καταλαβαίνω, επίσης, το πού θα πάει η κουβέντα. Γιατί η Κατερίνα, δεν εξαρτάται μόνον από το ποτό, ή από το τσιγάρο, αλλά και…
«Το κινητό επιτρέπεται»;
Νάτο!
«Δυστυχώς, όχι»…
«Όχι»;
«Όχι»!
«Για ποιο λόγο»;
«Στο παρελθόν είχαμε κάποια περιστατικά. Υπήρξαν ασθενείς, οι οποίοι ζητούσαν τα κινητά άλλων, για να ζητήσουν κάτι από τους δικούς τους ανθρώπους, ανά πάσα στιγμή. Τους αναστάτωναν άδικα. Υπερχρέωναν τα κινητά των άλλων. Επίσης, κάποιοι, αναζητούσαν αλκοόλ από τις γειτονικές ταβέρνες και πιτσαρίες. Έδιναν παραγγελίες. Κι αν το επιτρέψουμε σε ΄σας, θα έχουμε παράπονα από άλλους, για τους οποίους έχουμε λόγο να το απαγορέψουμε. Προσπαθούμε να κρατάμε τις ισορροπίες»…
«Μάλιστα… Τι πρέπει να φέρω μαζί μου, δηλαδή»;
«Ε, άλλες απαγορεύσεις δεν υπάρχουν… Εκτός από τα ρούχα»…
«Δηλαδή»;
«Προτιμάμε να κυκλοφοράτε με φόρμες. Όχι μπλουζάκια, όχι καυτά σορτς. Καταλαβαίνετε… Κι αν τα επιτρέψουμε σε ΄σας, θα έχουμε παράπονα από άλλους, όπου αν τους τα επιτρέπαμε, θα ήμασταν αντιμέτωποι με δύσκολες καταστάσεις. Προσπαθούμε να κρατάμε τις ισορροπίες»…
Έχω αρχίσει να καταλαβαίνω γιατί εκεί μέσα οι περισσότεροι έχουν πρόβλημα ισορροπίας. Κοιτάω την Κατερίνα. Το βλέμμα μου θυμίζει, μάλλον, ακτίνες χ. Προσπαθώ να τη σκανάρω, να μπω στο κεφάλι της, να διαβάσω και να κατανοήσω τις σκέψεις της. Να μπω στην ψυχούλα της, να την αγκαλιάσω και να της δώσω κουράγιο. Σίγουρα έχει περισσότερο από εμένα. Εγώ θα είχα εγκαταλείψει την ιδέα –και θα έψαχνα κάτι άλλο- από την είσοδο. Από την ώρα που εκείνος ο ηλικιωμένος ασπρομάλλης μαυριδερός τύπος με τις λερωμένες φόρμες με πλησίασε και μου ζήτησε τσιγάρο.
«Δώσε, ρε, ένα τσιγάρο»…
«Δεν καπνίζω»…
«Πίπες κάνεις»;
Εκεί εγώ έχασα κάθε θάρρος, κάθε κουράγιο. Ψυχολογικά κατέρρευσα. Και πρέπει να ξανασταθώ στα πόδια μου, για να δώσω κουράγιο και στην Κατερίνα, αν το χρειαστεί…

………………………………

Τα δυσάρεστα δε λένε να μας εγκαταλείψουν. Ευτυχώς, πηγαίνουν μαζί με τα ευχάριστα.
Πρώτα τα δυσάρεστα: Το ταμείο δεν καλύπτει τη συγκεκριμένη κλινική και μας στέλνει σε άλλη. Τη Δευτέρα, αναγκαστικά, θα έχουμε νέα ξενάγηση.
Και τώρα τα ευχάριστα: Η Κατερίνα είναι, τελικά, γερό κόκαλο. Μετά από κάποια ψυχολογικά τεστ, έκριναν ότι μάλλον θα χρειαστεί νοσηλεία τριών εβδομάδων –κι όχι τριών μηνών.
Σίγουρα οι τρεις εβδομάδες περνούν γρηγορότερα από τους τρεις μήνες.
Θα φθάσουν, όμως;