Σάββατο, Νοεμβρίου 21, 2009

Έμεινα

Έμεινα... Οκτώ blogόφιλοι, φωνάζαν: Φύγε! Κι εγώ εκεί, ατάραχος, σαν το γέρο με το τσιμπούκι, την ώρα που λυσσομανά η θάλασσα.
Κι όμως, κάτι άλλαξε. Δυστυχώς, αδιαφορώ. Είναι 4.15, ξημερώματα Σαββάτου. Εγώ στο πληκτρολόγιο κι η Κατερίνα στο γραφείο. Κοιμάται εκεί, πάνω στις καρέκλες, εξουθενωμένη από το ποτό, με τους σεκιουριτάδες να γελάνε για "τη σουρούκλω που δε βρίσκει την πόρτα να φύγει, να πάει σπίτι της". Τους άκουσα να το λένε, όταν της τηλεφώνησα. "Ποιος τη ζητάει, τη σουρούκλω", ρώτησε ο ένας; "Ο μαλάκας ο άνδρας της", απάντησε ο άλλος.
Πειράχθηκα. Αλλά μετά το τηλεφώνημα κατάλαβα ότι είχαν δίκιο και, ξαφνικά, σταμάτησε να με πειράζει που κάθομαι στο λαπ τοπ, δίπλα σε ένα κερί, με το cosmote on the go να ποστάρω, γιατί όλη η περιοχή έχει βυθιστεί στο σκοτάδι, από black out. Είπα: "Θα γράψω τα σημερινά και τέλος"!
Τι έγινε; Ότι πάντα. Ένα πάρτι κάποιου γνωστού, μια "υποχρέωση" που δεν μπορείς να αφήσεις έτσι και εκεί, η μία μπίρα πίσω από την άλλη. Εγώ, πάλι, από τη Δευτέρα είμαι νεκρός-γριπιασμένος. Με αναπνευστικά προβλήματα (ανήκω στις ευπαθείς ομάδες πληθυσμού, τρομάρα μου), με τους φίλους να φοβούνται το χειρότερο, αλλά εγώ εκεί. Στις επάλξεις. Κι εκείνη να ανεβοκατεβαίνει στη δουλειά με το ποδήλατο και να παραπονιέται, ελαφρά πιωμένη το βραδάκι, ότι δεν μπορώ να τη βοηθήσω, να πάρω το ποδήλατο στην ειδική σχάρα του αυτοκινήτου και να ΄ρθει ξεκούραστα, που εργάζεται, τώρα, σε δυο δουλειές και διπλοβάρδιες.
Χθες Πέμπτη, αν και ακόμη κρυωμένος, είπα να μην την αφήσω έτσι. Είχε προηγηθεί και την Τετάρτη μια έξοδος με φίλους της από τη δουλειά, που τέλειωσε και τη βρήκε νηφάλια κι επειδή το τελευταίο χρονικό διάστημα αγόραζε τέσσερα μεγάλα κουτάκια μπίρα κι έπινε μόνο τα δύο, είπα "ρε, μπας και..." και έτσι την ξαναπάτησα. Βγήκα, ψιλοάρρωστος ακόμη, για να γυρίσουμε μαζί το βράδυ στο σπίτι.
Για να μη σας τα σπάω με λεπτομέρειες, μαζί γυρίσαμε, αλλά ήταν σαν τον Ορέστη Μακρή στο "Αμαξάκι". Κι άρχισε να με κατηγορεί ότι φροντίζω την κόρη μου )από τον πρώτο γάμο) περισσότερο από εκείνη.
Κατάλαβα ότι μιλούσε ο Άμστελ. Είπα να μη μιλήσω αλλά εκείνη συνέχιζε. Και δε σταμάτησε ούτε όταν φθάσαμε στο σπίτι. Αντίθετα, άρχισε να φωνάζει -κι έτσι φώναξα κι εγώ.
Τι άκουσα; ΌΤι θέλω να επιστρέψω στην πρώην γυναίκα μου, ότι δεν έχουμε πάει ένα Σαββατοκύριακο πουθενά για να βρίσκομαι με την κόρη μου, ότι όσα λεφτά βγάζω τα ξοδεύω για το παιδί και δε δίνω μία για την ίδια. Μου ζήτησε να υπογράψουμε σύμφωνο συμβίωσης και να κάνουμε παιδί. Της είπα ναι, με μια προϋπόθεση -ειδικά για το παιδί: Να κόψει το ποτό. Κι εκεί μας άκουσαν και στη διπλανή πόλη.
Τι άκουσε; Ότι σταμάτησα να βγαίνω για να μην βρισκόμαστε σε μέρη που υπάρχει ποτό. Ότι δεν πηγαίνω μαζί της σε πάρτι, γιατί βαρέθηκα να κάθομαι σε μια γωνιά και να τη βλέπω να χορεύει μεθυσμένη με τον κάθε άγνωστο (πραγματικά άγνωστο, δεν είναι σχήμα λόγου). Ότι όλος ο κόσμος γελάει πίσω από την πλάτη της και την κάνουν χάζι. Και άρχισα να αραδιάζω μία-μία όλες τις ιστορίες που έζησα -και που αρκετές σας έχω εξιστορήσει σε αυτό το blog.
Ζήτησα να χωρίσουμε. Συνήθως σε αυτό το σημείο βάζει τα κλάματα και κλείνεται σε ένα δωμάτιο. Μετά από 5 λεπτά, κοιμάται. Έτσι έγινε, χωρίς το σημείο με τα κλάματα.
Και φθάσαμε στην Παρασκευή... Το πρωί είχαμε μία από τα ίδια. Με το κεφάλι κάτω, λόγια λίγα, βλέμμα πικραμένο. Το μεσημέρι με παρακαλούσε να τα ξεχάσουμε. Το βράδυ, στις 9, μου είπε ότι δε θα πήγαινε στη δεύτερη δουλειά, αλλά θα επέστρεφε σπίτι γιατί ήταν κουρασμένη και με παρακάλεσε να πάρω εγώ το ποδήλατο.
Μισή ώρα αργότερα, επειδή δεν είχαμε συνεννοηθεί για το πού θα ήταν για να πάρω το ποδήλατο, της τηλεφώνησα. Και με κάλεσε σε υπαίθριο πάρτι, μέσα στη νύχτα, εμένα έναν άνθρωπο άρρωστο, που παίρνει ακόμη κορτιζονούχα φάρμακα και που -πάνω από όλα- αρνείται εδώ και τέσσερα χρόνια, να πάει μαζί της όπου υπάρχει αλκοόλ (δηλωμένο στην ίδια). Κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
"Ρε Κατερίνα, πού να ΄ρθω άρρωστος άνθρωπος. Δεν μπορείς να μου πεις από πού να πάρω το ποδήλατο να τελειώνουμε";
Αυτό ήταν. Άρχισαν, πάλι, τα παράπονα. Κι όταν της είπα ότι δεν μπορώ να τα ακούω αυτά, άρχισε να τσιρίζει:
"Έτσι με κάνεις πάντα! Είσαι ένα αρχίδι και μισό. Ένας φασίστας! Πούστη! Μου έχεις γαμίσει τη ζωή"! Κι άλλα τέτοια.
Έκλεισα το τηλέφωνο. Με ξαναπήρε. Ξανά προσπάθεια για κουβέντα, που κατέληξε στις ίδιες φωνές και βρισιές. Ξανάκλεισα. Πήρα το δρόμο για τη μεταμεσονύκτια δουλειά μου. Και τότε, ξαναπήρε.
"Τι να το κάνω το ποδήλατο";
"Ό,τι θες. Δε με νοιάζει".
"Είσαι γομάρι! Έτσι ήσουν πάντα"!
Για να μην τα ακούω όλα αυτά, πήγα και πήρα το ποδήλατο. Μπήκε κι εκείνη στο αυτοκίνητο. Ζήτησε να την πάω στην μεταμεσονύχτια δουλειά της. Είχε, ήδη, ξεχάσει πως είχε πάρει άδεια ως άρρωστη. Την πήγα. Κι έμεινε εκεί. Κοιμόταν πάνω στα γραφεία όταν την αναζήτησα, αφού είχα τελειώσει τη δουλειά μου κι είχα επιστρέψει στο σπίτι. Είχα βρει τον τόπο στο σκοτάδι, από τη διακοπή που λέγαμε και δεν ήξερα τι να έκανα το ποδήλατο. Το αυτοκίνητο, ΟΚ, θα έμενε έξω από το υπόγειο πάρκινγκ. Νο πρόμπλεμ. Με το ποδήλατο τί να ένανα;
Την ξύπνησε ο σεκιουριτάς μετά τα όσα σας είπα νωρίτερα. Μου είπε να το κατεβάσω, στα χέρια, στο υπόγειο. "Δεν μπορείς ούτε αυτό να κάνεις";
Το αστείο είναι ότι το ΄κανα, γιατί λυπήθηκα μην της το κλέψουν. Θα ήταν το τρίτο. Και μέσα στο σκοτάδι, μπήκα στο κρύο, άδειο σπίτι.
Εκεί, άλλη τραγωδία. Ο αρσενικός της γάτος, που έχει δερματοπάθεια και θέλει επαλείψεις με ειδική αλοιφή, έγλυφε τις πληγές της. Κι η γάτα της που έχει ουρολοίμωξη, όποτε πήγαινε να πιεί νερό, έκλαιγε σα μικρό παιδί. Έπρεπε να πάρει το χάπι της. Δυστυχώς, ένας άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει καλά πονεμένα γατιά. Έτσι τα άφησα και ξαναπήρα τηλέφωνο, μπας και λυπόταν τα ζωάκια.
"Μου είπες να μην ξαναπατήσω σπίτι", μου είπε. Κι εκεί, έκλεισα το τηλέφωνο κι έπιασα το λαπ τοπ.
Μπορεί και να το ΄πα. Αυτή η ιστορία γίνεται εδώ και επτά χρόνια (κι άλλα δύο που ήμουν, ακόμη, με την πρώην γυναίκα μου, αλλά τότε, όντως, δεν είχα πάρει χαμπάρι). Κάθε μέρα έχει την ίδια κατάληξη. Ακριβώς. Ε, αν το ΄πα, νομίζω ότι δικαιολογούμαι.
Αυτή η επιμονή της, όμως, να μου ρίξει το φταίξιμο (λες και δεν φταίμε και οι δύο) μου γύρισε το μυαλό ανάποδα.
Κι όπως σας είπα, έπιασα το λαπ τοπ. Ξέρω ότι, αύριο, θα μου λέει ότι "είναι μια άλλη μέρα", "ας αγκαλιαστούμε ν αρχίσουμε ξανά", "δώσ' μου ένα χαμόγελο" κι άλλα τέτοια. Χαμόγελο δεν θα πάρει. Μπορεί να μην της κλείσω την πόρτα (δε θα το ΄κανα σε κανέναν), αλλά πλέον ψάχνω χρήματα και συνθήκες, για να χωρίσω. Ακόμα και στην ίδια στέγη να μένουμε, ξαφνικά, δε με ενδιαφέρει τι κάνει. Με ενδιαφέρει μόνο να κερδίσω αυτό που δεν είχα ποτέ, εδώ και δεκαετίες (γιατί και στο γάμο μου, είχα κι εκεί ζόρια να ζήσω). Μπορεί να κοιμηθεί στο γραφείο, στο δρόμο, σε παγκάκι, με τρεις, με πέντε, με δέκα. Δε με ενδιαφέρει. Κι επειδή, με το που έγραψα αυτό, ήρθε το φως, λέω να κλείσω εδώ και να δω καμιά ταινία.

Τετάρτη, Ιουλίου 01, 2009

Δύσκολη νύχτα

Δεν έχω ζήσει πιο δύσκολη νύχτα. Απόψε, αφού έπαιξε με την καρδιά μου και το μυαλό μου, έπαιξε και με τη συνείδησή μου.
Ήταν, όπως κάθε βράδυ, τύφλα(Είχα σταματήσει να γράφω, εδώ και καιρό, γιατί δεν έβρισκα παρηγοριά ούτε στο γράψιμο, πλέον). Απόψε, αφού προηγήθηκαν όλα τα υπόλοιπα ("έμαθα για ένα κορίτσι που γνώριζα, που πέθανε από καρκίνο και στεναχωρέθηκα", "τι έχεις, τι σου χω κάνει, δεν έχω κάνει τίποτα", "άσε με να φύγω, σε βαρέθηκα", αποφάσισα να την αφήσω να φύγει. Της ζήτησα τα κλειδιά του σπιτιού και, με φωνές και ουρλιαχτά, της είπα να μ΄ αφήσει ήσυχο.
Δεν κατέβηκε από το αυτοκίνητο. Έμεινε εκεί, προφανώς καταλαβαίνοντας, μέσα στο μεθύσι της, ότι δε θα ΄βρισκε καλύτερα.
Όταν φθάσαμε στο σπίτι όμως, αντίθετα με ό,τι έκανε εννιά χρόνια τώρα, άφησε τα κλειδιά έξω από την πόρτα κι έφυγε.
Την πήρα στο τηλέφωνο και τη ρώτησα για τα γατιά της. "Πέτα τα", είπε, για δυο γατιά που τα ανάθρεψε από νεογέννητα και είναι, πλέον, 13 και 14 ετών. Κάτι έσπασε μέσα μου. Αν αδιαφορούσε, πλέον, για αυτές τις ψυχούλες, ήταν φανερό ότι δεν έδινε δεκάρα για ΄μένα. Κι ύστερα έφυγε.
Ανακουφίστηκα. Είπα ότι, ίσως, είχε τελειώσει ένα μαρτύριο εννέα χρόνων. Όμως ήταν τότε που είχε αποφασίσει να παίξει το τελευταίο χαρτί: Να χτυπήσει την ανθρωπιά και τη συνείδησή μου.
Με πήρε τηλέφωνο.
"Με άφησες από έξω", μου είπε.
"Ήταν επιλογή σου", της είπα.
"Μου πήρες τα κλειδιά"...
"Τα κλειδιά τα άφησες κι έφυγες".
"Τι κάνουν τα γατιά μου";
"Εδώ είναι".
"Με άφησες απέξω"...
"Γιατί δε χτύπησες να σ' ανοίξω";
"Χτύπησα το Α2".
"Δεν υπάρχει τέτοιο διαμέρισμα στην πολυκατοικία. Δε χτύπησες πουθενά".
...
"Θες κάτι";
"Να με κάψετε..."
Ανατρίχιασα. Καταλάβαινα ότι δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει κακό στον εαυτό της, αλλά η απειλή της ήταν αρκετή για να με κάνει να γεμίσω τύψεις. Κι αν, πάνω στο μεθύσι της, πάθαινε κάτι;
Εκεί πόνταρε. Της είπα ότι, σε 5 λεπτά, θα άνοιγα την πόρτα της εισόδου. "Είμαι μακριά", μου είπε. Λίγο αργότερα ήταν εκεί...
Δυστυχώς, πλέον δεν πατάει μόνον στην αγάπη μου, ή στην ανθρωπιά μου. Πατάει, βάναυσα και πάνω στη συνείδησή μου. Και το ξέρει ότι αυτό είναι κάτι που δεν πρόκειται να αλλάξει πάνω μου.
Σκατά. You can't teach new tricks to an old dog. And I'm a very old dog. I'm allways 46... We leave together for nine years. The nine all years...
Τελικά, εγώ θα πεθάνω πρώτος. Εξάλλου, είμαι μεγαλύτερος.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 23, 2009

Ποιον κοροϊδεύω;

Μάλλον τον εαυτό μου.... Και κανέναν άλλον. Εχω πολύ καιρό να γράψω στο ζόρι. Το ίδιο και στα διαστήματα. Στα άλλα blogs, εκείνα που κρατάω με όνομα και επώνυμο, γράφω καθημερινά, αλλά μηχανικά. Έτσι, για να λέω ότι κάνω κάτι.
Είμαι στη φάση που δεν θέλω ΤΙΠΟΤΑ. Που δεν ελπίζω, πλέον, σε ΤΙΠΟΤΑ. Κι αν έχω να γράψω από το Νοέμβριο, δεν είναι επειδή δεν έχω, πλέον, ζόρι. Το αντίθετο μάλιστα. Κάθε βράδυ, κάθε γαμημένο βράδυ, η ίδια ιστορία. Και κάθε πρωί. Και κάθε μεσμέρι. Οι μέρες και οι νύχτες είναι πανομοιότυπες. Δε βοηθάει σε τίποτε να τις περιγράψω. Θα σας κουράσω. Και θα κουραστώ.
Παλιά το κείμενο έρεε. Περιέγραφα κι ήθελα να γράψω κι άλλα, κι άλλα, κι άλλα... Τώρα θέλω να τελειώνω. Γράφω μία πρόταση, σταματάω, κάνω μια βόλτα ως το δωμάτιο, τη βλέπω ξεραμένη στο εφηβικό της κρεβάτι, να μην ξέρει ούτε που βρίσκεται, ούτε τι της έχει συμβεί. Ζει, συνεχώς, σε ένα παραλήρημα. Λέει πράγματα που δεν έχουν συμβεί ποτέ. Κάνει πράγματα χωρίς νόημα. Ίσως και να χουν νόημα. Στο θολωμένο της μυαλό.
Όποιος κατάφερε να ζήσει δίπλα της πάνω από έναν χρόνο, στο δεύτερο έφυγε τρέχοντας. Εμείς μπήκαμε, αισίως, στους οκτώ. Οκτώ χρόνια συγκατοίκησης. Το κλουβί με τις τρελές. Το κλουβί με τις τζαζεμένες. Το κλουβί με την ταβλαρισμένη και τον δειλό.
Το κουράγιο τελείωσε. Στην αρχή έγραφα διάφορες πίπες στα διαστήματα, για το λόγο που δεν ήταν συχνά τα ποστ. Κορόιδευα τον εαυτό μου, που λέω και στον τίτλο. Τι να γράψεις, δηλαδή; Με ποιο κέφι; Με ποια έμπνευση; Ό,τι και να μου ΄ρχόταν στο μυαλό ήταν μαύρο. Κι άραχνο. Το Κοράκι του Πόου, μπροστά στα δικά μου σβησμένα και ξαναγραμμένα και ξανασβησμένα ποστ ήταν σαν το παραμύθι της Ωραίας Κοιμωμένης. Τα δικά μου παραμύθια είχαν δράκους που ρουφούσαν μυαλά, φυσούσαν φλόγες και έκλαναν τόσο προπάνιο που πέφτανε οι άνθρωποι σα μύγες στο διάβα τους. Μόνον από τη μπόχα πέθαιναν δέκα δέκα την ημέρα κι εκατό την εβδομάδα.
Κι όλα αυτά γιατί; Επειδή κόλλησα σ αυτήν τη σχέση χωρίς αύριο. Χωρίς αύριο έγραψα; Χα! Χωρίς σήμερα. Χωρίς χτες. Μια σχέση που, ποτέ, δεν κύλησε στο χρόνο. Μια σχέση σε άλλη διάσταση, βουτηγμένη στο αλκοόλ και στους καπνούς απ τα τσιγάρα.
Σας έχω πει (γραψει, όπως θέτε) ποτέ ότι με πειράζει ο καπνός; Ότι έκοψα το τσιγάρο πριν τρεισίμισι χρόνια μετά από τέτοια υπερκατανάλωση νικοτίνης που τη μυρίζω και βουλώνει η μύτη μου; Ότι δεν ζω χωρίς ειδικό σπρέι για τη μύτη; Ότι ψεκάζομαι, σαν το κουνούπι του βάλτου, πέντε κι έξι φορές τη μέρα; Ότι όταν καπνίζει κάποιος στον ίδιο χώρο με μένα κλείνει ο λαιμός μου για ώρες; Ε, λοιπόν, η Κατερίνα, αυτός ο θηλυκός Ορέστης Μακρής, καπνίζει τρία πακέτα τη μέρα, σε ένα δωμάτιο δίπλα στην κρεβατοκάμαρά μου. Κι όταν, απλά, θίξω το θέμα, μου λέει πως δεν μπορεί να κόψει, ταυτόχρονα, πιοτό και καπνό. Λες κι έκοψε, έστω για δυο ώρες, το αλκοόλ...
Παλιά, το πρωί, ούρλιαζα, φώναζα κι ερχόταν να ζητήσει συγνώμη. Μετά, δεν της μιλούσα. Και, πάλι, έκλαιγε και παρακαλούσε να μην την παρατήσω. Έπειτα ήταν η περίοδος της φυγής. Έφευγα. Με είχαν βαρεθεί τα ξενοδοχεία -τα φθηνά, γιατί για ακριβά δεν μας παίρνει. Ύστερα, το γύρισα στο παρακαλητό. Στην υπόσχεση. Στη φοβέρα. Στο φιλότιμο. Αυτο ήταν και το τελευταίο. Είπα καμιά κατοσταριά φορές ότι κινδυνεύω να πεθάνω από μαράζι -ή, στην καλύτερη, να πέσω (ξανά) σε κατάθλιψη- αλλά, εγώ τα έλεγα, εγώ τα άκουγα. Έκλαιγε, παρακαλούσε να μην της τα λέω αυτά γατί πονάει και, το βραδυ, με πονούσε εκείνη.
Μια σχέση πόνου. Αυτό είναι, πλέον, η σχέση μας. Αρρωστημένη. Ώσπου κάποιος από τους δυο μας να πεθάνει. Πλέον, έφτασα στο σημείο να ελπίζω ότι θα πεθάνω δεύτερος.
Αγάπη; Ποια αγάπη; Από πλευράς μου, τουλάχιστον, όχι μόνον πέθανε αυτό το συναίσθημα, όχι μόνον το θάψαμε, όχι μόνον φάγαμε κόλυβα ή κάναμε το μνημόσυνο, αλλά προχωρήσαμε και στην εκταφή και βάλαμε τα κόκαλα στο κασελάκι. Κόντεψαν να λυώσουν κι αυτά. Αν κάποιος έρθει και μου πει ότι πέθανε, μάλλον θα γυρίσω από το άλλο πλευρό.
Έρωτας; Σας παρακαλώ, μη λέτε ανέκδοτα. Δεν υπάρχει κανένας έρωτας. Μόνον πόνος υπάρχει και δυστυχία. Δε μου κάνει το παραμικρό, μέσα μου, η συνύπαρξή μας, όχι στο ίδιο σπίτι, αλλά στον ίδιο πλανήτη. Δυστυχώς, η ΝΑΣΑ έχει εγκαταλείψει το διαστμικό της πρόγραμμα.
Σεξ; Θα αστειεύεστε βέβαια. Εκτός κι αν δεχτώ να κάνω σεξ μαζί της την ώρα που είναι ανάμεσα στο να ξεράσει ή να πέσει σε αλκοολικό λήθαργο. Κινδυνεύω ή να μην φθάνει σε οργασμό και να ζητά σεξ ως το άγριο ξημέρωμα, ή να κοιμηθεί την ώρα της πράξης. Το να καταλάβει τι της γίνεται κι από ποιόν, δεν υπάρχει περίπτωση.
Στοργή; Μα σας παρακαλώ, τώρα! Το πιο στοργικό πράγμα που μου λέει το πρωί, όταν ξενερώνει, είναι "θα αλλάξουν όλα, θα δεις". Και το βράδυ "μαλάκα" μ ανεβάζει "αρχίδι" και "φασίστα" με κατεβάζει.
Οικογένεια; Εδώ είμαι κάθετος. Δε θα καταστρέψω άλλη μία ψυχή. Τελεία και παύλα.
Κοινές ευθύνες; Τι λέτε τώρα! Χθες έκλεψα ένα σακουλάκι καφέ φίλτρου. Δεν πληρώθηκα, ούτε εγώ, ούτε εκείνη. Οι επιχειρήσεις όπου εργαζόμαστε έχουν "προβλήματα ρευστότητας" (αν κι εγώ τις έκοψα ιδιαίτερα ρευστές. Τόσο που μπορεί να χυθούν στον υπόνομο -και μαζί τους κι εμείς). Εγώ έκλεψα τον καφέ κι εκείνη έβγαλε από κάρτες για να αγοράσει μια 12άδα μπίρες. Δε βαριέσαι... Ό,τι μπορεί ο καθένας πίνει. Αλλά αν τη δω να απλώνει το ξερό της στον καφέ μου, θα της το κόψω από τη ρίζα!