Δευτέρα, Νοεμβρίου 24, 2008

Πάλι πάρτι

Δεν πηγαίνω πουθενά. Έχω διάφορες προσκλήσεις, είτε από φίλους, είτε από συνεργάτες, αλλά προτιμώ να μένω σπίτι.
Και δε μιλάω για καθημερινές εξόδους. Μιλάω για τριήμερα, τετραήμερα κι άλλα τέτοια. Σπάνια αποδέχομαι μια πρόταση. Κι αυτό, γίνεται για έναν λόγο που όποιος έχει διαβάσει αυτό το blog, τον καταλαβαίνει (με την έννοια του "γνωρίζει" κι όχι με την έννοια του "κατανοεί").
Το Σαββατοκύριακο που πέρασε, έκανα την υπέρβαση. Πήγα με φίλους στη Βουλγαρία. Μπορούσε να έρθει και η Κατερίνα, αλλά επειδή εργαζόταν, αποφάσισε να μείνει Ελλάδα.
Η αλήθεια είναι ότι πήγα με βαριά καρδιά. Δε θέλω να την αφήνω μόνη. Κι όχι μόνον επειδή θα βρει ευκαιρία να πιει. Ούτως ή άλλως, αυτήν την ευκαιρία θα τη βρει. Επειδή, όμως, έχω καταλάβει ότι δε θα είμαστε για πολύ καιρό μαζί, θέλω να ζω μαζί της την κάθε στιγμή. Τελικά, όμως, υπέκυψα και πήγα.
Γύρισα μεσημέρι της Κυριακής. Στο δρόμο της πήρα κάτι μικροπράγματα, που της αρέσουν, πήγα και μάζεψα το ποδήλατό της, όπως μου ζήτησε και όταν μιλήσαμε, στις 8.30 το βράδυ, ήταν ακόμη στη δουλειά. Υποτίθεται ότι, στις 10.30 θα επέστρεφε.
Η ώρα περνούσε και δεν έδινε σημεία ζωής. Πήρα δυο - τρεις φορές στο κινητό της, αλλά δεν απάντησε. Έστειλα δύο μηνύματα, αλλά μάταια... Μία ώρα μετά, ξαναπήρα στο κινητό της.
"Μιλάω. Να σε πάρω εγώ";
"Ρε συ Κατερίνα, περιμένω για να φάμε μαζί. Αν..."
"Έχει ένα πάρτι το προσωπικό, μετά..."
Έκλεισα το τηλέφωνο τσαντισμένος. Μιλήσαμε κι αργότερα, όπου μου είπε ότι δεν ήξερε για το πάρτι κι αν δεν την πίστευα "θα θύμωνε πολύ". Είπα ότι την πίστευα, για να κλείσω το τηλέφωνο μια ώρα αρχύτερα.
"Θα σε πάρω να σου πω αν έχει κόσμο και πόσο θα μείνω..."
Είναι μία τα ξημερώματα. Δυο μπριζόλες στέκουν ξεπαγωμένες στο νεροχύτη. Δεν έχω καμία όρεξη. Έχω ξεχάσει πώς πέρασα, αν πέρασα καλά στη Βουλγαρία, τι έκανα. Δε θυμάμαι, καν, με ποιους ήμουν. Ξέρω ότι δε θα πάρει να μου πει πότε θα γυρίσει. Ξέρω ότι δεν θα έρθει στο σπίτι πριν τις 5 τα ξημερώματα. Ξέρω ότι, όταν έρθει, θα είναι τύφλα. Ξέρω ότι αύριο θα με γεμίσει υποσχέσεις. Ξέρω ότι θα συνεχίσω να ελπίζω.
Θα μου πείτε: "Γιατί τα γράφεις"; Για να ξεσπάσω. Για να τα βγάλω από μέσα μου. Κάτι σαν ψυχανάλυση ένα πράμα. Κι όταν βλέπω τα σχόλιά σας, το χαίρομαι. Γιατί το συζητάω. Γιατί αν δεν το συζητήσω (άσχετα που ξέρω καλά τι να κάνω) θα σκάσω. Γιατί δεν μπορώ να παραπονιέμαι μπροστά σε έναν καθρέφτη. Γιατί δεν μπορώ να κλαίω μόνος μου. Γιατί, τόσα χρόνια σ αυτό το blog, συνεχίζω να γράφω για να αισθάνομαι ένα χτύπημα στην πλάτη.
Συγνώμη, αλλά σήμερα δεν έχω κανένα κέφι...