Κυριακή, Δεκεμβρίου 31, 2006

Ρεβεγιόν

Επέστρεψε το πρωί. Με δώρο. Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντες. Ως το μεσημέρι καλά φαινόταν να πηγαίνουν τα πράγματα. Από εκεί κι έπειτα άρχισαν τα προβλήματα.

Πρώτα βγήκε έξω για κρέατα. Μετά για είδη σούπερ μάρκετ. Την τρίτη φορά για γλυκά. Την τέταρτη για φρούτα. Δεν ξέρω αν θα ακολουθήσει και πέμπτη, για τσιγάρα. Κατά έναν περίεργο τρόπο, κάθε φορά που επέστρεφε το μάτι της ήταν πιο θολό και μύριζε ολοένα και περισσότερο χυμό κριθαριού.

Λέτε να κάνω λάθος; Μπορεί. Πάντως ειλικρινά, δεν ξέρω πώς θα υποδεχτώ το 2007.

Α! Το ωροσκόπιό μου προτείνει να κόψω μαχαίρι μια αισθηματική ιστορία που με πληγώνει, μέσα στο 2007 –και πριν το καλοκαίρι. Να πιστέψω το Λεφάκη;

Ως virgo, όμως, δεν πιστεύω στα ωροσκόπια.

Στις φίλες της

Διάλογος την Παρασκευή το μεσημέρι:

-Θα πάω στις φίλες μου. Έχουμε gathering στο καινούργιο σπίτι της Μίας.

-Να πας και να περάσεις καλά.

-Δε θα έρθεις;

-Θα εξαρτηθεί από ΄σένα.

-Δηλαδή;

-Αν είναι να πίνεις, να γίνεσαι κομμάτια και να κάθομαι σε μια γωνιά, ανάμεσα σε άγνωστους ανθρώπους, να κομματιάζομαι κι εγώ, δεν θέλω να έρθω.

-Οι φίλες μου με αγαπάνε και δε μ΄ αφήνουν να γίνομαι χάλια…

-Δηλαδή να έρθω;

-Αν θες να έρθεις, έλα…

Διάλογος το πρωί του Σαββάτου:

-Τι ώρα θα πας, τελικά, στης Μίας;

-Στις 10… Δεν θα έρθεις;

-Να έρθω;

-Να σου πω, αν είναι να παραπονιέσαι που θα κάθεσαι σε μια γωνιά κι εγώ θα γυρνάω από τη μία παρέα στην άλλη, γιατί θα γυρνάω, να μην έρθεις καλύτερα. Δεν θα περάσεις καλά ούτε εσύ, ούτε εγώ.

-ΟΚ

Διάλογος (τηλεφωνικός) το απόγευμα του Σαββάτου:

-Κοίτα, δεν προλαβαίνω. Δεν θα έρθω από το σπίτι. Θα πάω κατευθείαν.

-Καλά να περάσεις…

-Γειά!

-Γειά!

Διάλογος (τηλεφωνικός) το βράδυ του Σαββάτου:

-Έλα, θες να έρθεις;

-Τώρα μόλις έβαλα πυτζάμες…

-Είχα ξεχάσει ότι γνώριζες τον άνδρα της Μίας… Είναι εδώ. Αν θες, έλα…

-Πού να κάνω μπάνιο τέτοια ώρα, να ντύνομαι και να έρχομαι από εκεί… Καλά να περάσετε. Θα αργήσεις;

-Δεν ξέρω…

-Προσδιόρισέ μου το χρόνο. Μετά τις 3 το ξημέρωμα;

-Ε, όχι ρε! Θα σε πάρω εγώ…

-Καλά… Άντε, καλή διασκέδαση!

-Γειά!

Διάλογος (τηλεφωνικός) στη 1 το ξημέρωμα της Κυριακής, μετά από 11 αναπάντητες κλήσεις στο κινητό της και αναγκαστική συνομιλία με τη Μία:

-Έλα ρε συ…

-Τι κάνεις;

-Καλά, 11 κλήσεις;

-Ρε Κατερίνα, έπαιρνα στο κινητό σου και δεν το σήκωνες… Είχες πει ότι θα πάρεις κι επειδή θέλω να πέσω να κοιμηθώ κάποια στιγμή, πήρα να σε ρωτήσω πώς το βλέπεις, αν θα αργήσετε…

-Πέσε να κοιμηθείς!

-Δηλαδή θα πάει μετά τις 3;

-Πέσε να κοιμηθείς!

-…

-Πέσε να κοιμηθείς, ρε παιδί μου! Μπορεί να κοιμηθώ εδώ!

-Καληνύχτα!

Έκλεισα τα κινητά. Χαμήλωσα τα σταθερά. Και μη μου πείτε ότι έχω άδικο, σας δάγκωσα το λαρύγγι!

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 29, 2006

Τσιφούταρος

"Είσαι τσιφούτης -και στα συναισθήματα"!
Αυτό μου είπε. Επί λέξει. Είμαι τσιφούτης εγώ (εγωιστής είμαι, δεν υπάρχει αμφιβολία), που παράτησα γυναίκα και παιδί, για να είμαι μαζί της. Εκτός κι αν πιστεύει ότι παράτησα την Αθανασία επειδή δεν ήθελα να... ξοδεύω πολύ συναίσθημα.
Είμαι φουρκισμένος, τώρα, και μπορεί να την αδικώ. Αλλά θέλω κάπου να ξεσπάσω. Και ξεσπάω εδώ, όπου το τελευταίο χρονικό διάστημα μείνατε λίγοι οι αναγνώστες κι ακόμη πιο λίγοι οι σχολιάζοντες.
Γιατί το ζόρι μου, όπως καταλάβατε εδώ και καιρό, δεν είναι μόνον το πάθος της Κατερίνας. Είναι και το ότι αυτή η κατάσταση μ΄ έχει αναγκάσει να αλλάξω ζωή και συνήθειες, να παρατήσω φίλους και να μένω μόνος να ψυχαναζαλίζομαι. Είναι και το ότι η Αθανασία δε θέλει να με βλέπει ούτε ζωγραφιστό (κι αν αυτό δε σημαίνει και τίποτε, έτσι όπως έγιναν τα πράγματα, υπάρχει κι ένα παιδί. Που έχω ζόρι να το βλέπω, γιατί, απλά, η μητέρα του, δεν θέλει να με βλέπει). Είναι και το ότι μεγαλώνω μέσα σε τέτοια ζόρια.
Αλλά αυτό το "τσιφούτης" με χαράκωσε. Κι αν είχε πιεί, είχε πιεί μόλις ένα ποτήρι...

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 28, 2006

Τι είχες Γιάννη...


Δυόμισι μέρες κοντά στους δικούς της και άλλες δυο μέρες άδειας –άρα κοινής ζωής για 24 ώρες το 24ωρο. Όπως καταλάβατε, δε συνέβη το παραμικρό.

Το μεσημέρι των Χριστουγέννων ήπιε ένα ποτήρι ούζο στο τραπέζι. Το βράδυ της Δεύτερης μέρας, μια μπίρα. Κι αυτό ήταν όλο.

Σήμερα το πρωί, χαμογελούσα χωρίς λόγο και αιτία. Ή, μάλλον, ΚΑΙ με λόγο ΚΑΙ με αιτία. Ήμουν ο χάχας με αιτία. Τι όμορφα που διαλύθηκε, πάλι, το όνειρο, το ίδιο βράδυ…

Με το που διαπίστωσα ότι, σε συνεχόμενα τηλεφωνήματά μου, δεν ήταν στο γραφείο της κι είχε παρατήσει υπολογιστή ανοικτό και τηλέφωνο κατεβασμένο, ήμουν σίγουρος: Κάποιο περίπτερο, κάποιο μπουγατσατζίδικο, κάποιο φαστ φουντ, κάτι από όλα αυτά, τέλος πάντων, από τα μαγαζιά που πουλούν ναρκωτικά φθηνά και στον οποιονδήποτε, θα είχε φιλοξενήσει τη σύντομη επίσκεψή της. Το βράδυ, σιγουρεύτηκα: Για άλλη μία φορά, τσατιζόταν με το παραμικρό:

-Τι έχεις;

-Τίποτα…

-Πώς τίποτα! Έκανα τίποτα;

-Όχι, δεν έκανες τίποτα…

-Άντε ρε! Άσε με ήσυχη! Κοίτα, κόφ΄ το, έτσι; Εντάξει; Ακούς τι σου λέω;

-Δε σε καταλαβαίνω… Γιατί φωνάζεις;

-Όχι! Εγώ δε σε καταλαβαίνω! Μου κρέμασες τα μούτρα κάτω σαν τον Επιτάφιο! Τι έκανα, ρε; Και μια χαρά νηφάλια είμαι! Μαλάκα!

Εποικοδομητικός διάλογος. Κι έπειτα αρχίζει τα μουρμουρητά. Μιλάει μέσα από τα δόντια της και τις μόνες λέξεις που ξεχωρίζεις είναι «να γαμ…είς», «αρ…δι», «μα…κα», «πουσ…ρα»… Ύστερα θα αρχίσει ο καβγάς για το τι θα δούμε στην τηλεόραση. Αν θελήσω να δω περιπέτεια, θα θελήσει να δει σίριαλ. Αν ζητήσω να δω σίριαλ, θα θελήσει περιπέτεια. Κι αν συμφωνήσω, θα ζητήσει να δει θρίλερ, καθώς ξέρει ότι δεν βλέπω θρίλερ το βράδυ, ούτε με σφαίρες (παιδικά κατάλοιπα, ποιος ξέρει…). Κι έπειτα θα αρχίσει ο καβγάς για το ποιανού είναι η τηλεόραση. Εγώ θα πάω σε άλλο δωμάτιο (εκτός αν με προλάβει και πάει πρώτη εκείνη).

Έτσι κι έγινε. Να ΄μαι πάλι μπροστά στην οθόνη. Κι εκείνη στον καναπέ του σαλονιού, να βλέπει το θρίλερ της. Σε δέκα λεπτά, είχε πέσει σε αλκοολικό κώμα. Αύριο το πρωί δε θα θυμάται τίποτα. Μόνον οι πληγές στην ψυχούλα μου θα θυμίζουν το τι συνέβη πάλι. Και οι πόνοι στο συκώτι της, που τόσο περίτεχνα κρύβει.

Τα ξαναλέμε…

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 22, 2006

Έμεινα...

Τελικά έμεινα. Για άλλη μία φορά. Ως πότε; Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να πω. Σίγουρα δεν είμαι όπως πριν τέσσερα, πέντε χρόνια. Δεν αντέχω, πλέον, τόσο.
Όταν είναι φρέσκο, ακόμη, οργίζομαι... Ορκίζομαι ότι "αυτό ήταν", "τέλος", "δε θέλω να την ξαναδώ", "δεν αξίζει να προσπαθώ", κι άλλα τέτοια. Την άλλη μέρα το πρωί, όμως, όταν με βλέπει με τα δακρυσμένα μαύρα μάτια της, με λυώνει. Κομμάτια το βράδυ, από οργή και άγχος, κομμάτια το πρωί. Χαμένος είτε έτσι, είτε αλλιώς.
Θα κάτσω, για λίγο ακόμη, εδώ. Εξάλλου, από όλα, σ αυτήν τη ζωή, είμαστε περαστικοί. Και από τις σχέσεις.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 21, 2006

Αρχή του τέλους;


Πρωί. Με ξύπνησε το ξυπνητήρι. Αυτός δεν είναι ο ρόλος του άλλωστε; Αν κι έπρεπε να έχω ξυπνήσει από καιρό…

Πρωί. Ώρα 8.30. Έξω βρέχει. Μέσα, ξηρασία. Είμαι μόνος. Δεν είναι εδώ. Δεν ξέρω πού είναι. Δεν ξέρω πώς είναι. Δεν ξέρω με ποιόν είναι.

Λίγο μετά τα μεσάνυχτα την είχα αφήσει σε ένα μπαρ, όπου τραγουδούσε ένας φίλος. Μια παρέα, γνωστοί της από παλιά, γιόρταζαν κάποια γενέθλια. Την είχα ρωτήσει, αν θα πήγαινε:

-Δεν το βλέπω… Δεν έχω καμία όρεξη. Δε γουστάρω. Άσε που με τη συγκεκριμένη, τελευταία, δεν τα πάμε και τόσο καλά.

Μια ώρα αργότερα είχε φύγει από τη δουλειά της. Είχε αγοράσει δύο τούρτες και, περιχαρής, πέρασε να μου πει ένα γεια και να ζητήσει να πάω κι εγώ από εκεί, έστω για μισή ώρα.

Πήγα για ένα τέταρτο. Σε όλους τους άλλους έδειχνε καλά. Μου είπε ότι έπινε μόνον νερό. Στα δικά μου μάτια, ήταν, ήδη, πιωμένη. Ευχήθηκα να μην έρθουν τα χειρότερα, κάθισα λίγο κι έφυγα, κομμάτια στην ψυχή και στο σώμα. Εξάλλου, είχα ξυπνήσει από νωρίς και ήταν, ήδη, περασμένα μεσάνυχτα.

Στο σπίτι άφησα, όπως πάντα, ανοιχτό το φως του απορροφητήρα. Φαίνεται από πολύ μακριά, από το παράθυρο της κουζίνας. Λες και ήθελα να το βλέπει, να γυρίσει. Σα να ήταν ο φάρος, μόνον που αντί να διώχνει τα πλοία, εγώ ήθελα να μαγνητίσει τη βαρκούλα της και να την οδηγήσει, ασφαλώς, στο λιμάνι.

Η Κατερίνα, αυτό το βράδυ που πέρασε, δεν έδεσε στο λιμάνι μας. Αλλά ούτε εξέπεμψε σήμα ΣΟΣ. Καλό της ταξίδι.

Ώρα να σαλπάρω κι εγώ. Να σαλπάρω για να μη σαλτάρω.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 17, 2006

Από μικρό κι από τρελό...

Είχαμε δράματα χθες. Της τηλεφώνησε η ανηψιά της. Δεν έχει πάει, καλά-καλά, στο σχολείο. Αλλά την αλήθεια την είπε η μικρή:
-Γιατί στεναχωριέται η γιαγιά όταν μιλάει μαζί σου;
Η Κατερίνα έγινε ράκος. Έκλαιγε πέντε ώρες. Ήταν απαρηγόρητη. Τα λόγια της μικρής ήταν μαχαιριά στην καρδιά της.
Δεν έχω κουράγιο να γράψω κάτι παραπάνω...

Σάββατο, Δεκεμβρίου 16, 2006

Με τα χίλια ζόρια

Τόσες μέρες κρατιόταν με τα χίλια ζόρια. Το ΄ξερα. Το καταλάβαινα. Έπινε αργά το βράδυ, άγνωστο πόσες μπίρες.

Θα μου πείτε «κάνει προσπάθεια, βοήθησέ την»! Έλα, όμως, που δε γλιτώσαμε από όλα τα υπόλοιπα…

Με το παραμικρό, μια κουβέντα, ένα βλέμμα, κάτι, ακολουθούσε η έκρηξή της. Όσο κι αν προσπαθούσα να αλλάξω την κουβέντα, πήγαινε γραμμή στον καβγά. Σκοτωνόμαστε, πλέον, κάθε βράδυ. Επί καθεβραδινής βάσεως.

Αυτήν την ώρα έχω σχολάσει και είμαι στο γραφείο. Περιμένω να με ειδοποιήσει, να την πάρω από τη δουλειά της. Μιλήσαμε πριν λίγο στο τηλέφωνο.

-Έλα…

-Έχω δουλειά! Μη μ΄ενοχλείς!

-Πήρα μόνο για να μου πεις για πόση ώρα, ακόμη, θα είσαι εκεί. Να ξεκινήσω να έρχομαι, ή να περιμένω;

-…

Κλειστό τηλέφωνο. Δεν υπάρχει λόγος να ξαναπάρω. Θα περιμένω έως ότου με ειδοποιήσει, για να πάω να την πάρω από το γραφείο της. Μπορεί και να δω το ηλιοχάραμα από τα παράθυρα του δικού μου γραφείου.

Τα λέμε...

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 11, 2006

Μεταμεσονύχτιος καβγάς


Δε θα γλιτώσω ποτέ. Ακούστε φάση και πείτε μου:

Μιλάμε στο τηλέφωνο. Μου λέει:

-Ξεκίνα να έρθεις να με πάρεις από τη δουλειά, τελείωσα…

Πηγαίνω. Περιμένω μισή ώρα από κάτω. Της τηλεφωνώ. Μου λέει κατεβαίνω. Περιμένω άλλο ένα τέταρτο, ξανατηλεφωνώ. Με τα πολλά έρχεται.

Κατάκοπος εγώ, κατάκοπη κι εκείνη, στο δρόμο μου λέει ότι θέλει να κάνουμε έρωτα. Τι ήταν να πω πως είμαι κουρασμένος;

-Δεν υπολογίζεις τις ανάγκες μου!

-Σε παρακαλώ, μη φωνάζεις. Η ώρα είναι 2 μετά τα μεσάνυχτα. Θα φθάσουμε στο σπίτι 3 και πρέπει να ξυπνήσω 7 το πρωί. Αφήσαμε ένα Σαββατοκύριακο να περάσει έτσι…

-Δεν καθόμουν! Έκανα δουλειές! Μήπως έχεις κανένα πρόβλημα;

Προσπαθώ να αλλάξω κουβέντα. Άδικα. Τελικά μένω αμίλητος.

Φθάνουμε στο σπίτι. Πηγαίνω στο κομπιούτερ. Έχω να στείλω 12 email. Με βλέπει, έρχεται πάνω από το κεφάλι μου.

-Τι θέλεις;

-Τι κάνες εκεί;

-Στέλνω κάποια email

-Μπα, τέτοια ώρα;

-Είναι για αύριο το πρωί…

-Και τι έκανες όλο το απόγευμα;

-Τα έγραφα. Δεν πρέπει μόνον να τα στείλω, έπρεπε και να τα γράψω…

Φεύγει από το δωμάτιο και κλείνει με πάταγο την πόρτα. Βγαίνω έξω, την πλησιάζω:

-Σε παρακαλώ, ο κόσμος δε φταίει σε τίποτα, άγρια χαράματα, να τον ξυπνάμε…

-Έχω ανάγκες, το καταλαβαίνεις;

-Το καταλαβαίνω, αλλά μη φωνάζεις.

-Τι θα κάνεις τώρα;

-Θα στείλω τα email.

-Εγώ πεινάω!

-Σε πέντε λεπτά θα είμαι δίπλα σου…

Βγαίνει. Πηγαίνει στην κουζίνα. Χτυπάει πιάτα, πόρτες, ποτήρια. Σηκώνομαι και πηγαίνω εκεί. Δε θα είναι, άλλωστε, η πρώτη φορά που καταστρέφει κάτι.

-Τι χτυπάς;

-Ό,τι θέλω! Λογαριασμό δε σου δίνω!

-Κατερίνα, κάνε ό,τι θέλεις, μόνον μη κάνεις φασαρία, σε παρακαλώ…

-Άντε ρε! Πολύ σε ανεχτήκαμε!

Γυρνάω πλάτη και φεύγω. Προσπαθώ να απαντήσω σε ένα νέο email. Είναι αδύνατο. Η ώρα, ήδη, τρεις και…

Ξαναέρχεται. Κλείνει την πόρτα του δωματίου. Σηκώνομαι, την ανοίγω. Ξανάρχεται. Την ξανακλείνει. Την ξανανοίγω. Τέλεια! Λες και βλέπω παράσταση τσίρκου. Μόνον που οι κλόουν είμαστε εμείς.

-Σε παρακαλώ άσε την πόρτα ΜΟΥ ανοιχτή!

Τώρα πλέον φωνάζω κι εγώ. Η κατάσταση ξεφεύγει.

-Την πόρτα ΣΟΥ; Αυτή είναι δική ΜΟΥ πόρτα!

-Άσε την ανοιχτή!

-Με πειράζει το φώς! Θέλω να κοιμηθώ!

-Τελειώνω σε δύο λεπτά.

-Άντε ρε…!

Η πόρτα, τελικά, έκλεισε. Κάποιος έπρεπε να υποχωρήσει. Κάθομαι και ποστάρω, για να ηρεμήσω κάπως και να κοιμηθώ. Τον τελευταίο καιρό ξυπνάω με τρομερές ημικρανίες. Κοιμάμαι τέσσερις ώρες το πολύ. Τρώω τον αγλέουρα. Με πονάει, συχνά, το στήθος κι η πλάτη μου. Ζαλίζομαι και δεν μπορώ να σκύψω το κεφάλι μου. Αυτή η ιστορία θα με σκοτώσει.

Α! Έκοψα (ξανά) το τσιγάρο. Να και κάτι θετικό.

Ειρωνεία: Μερικές ώρες πριν είχε τηλεφωνήσει η μητέρα της. Μου είπε ότι βλέπει πως η κατάσταση βελτιώθηκε. Συμφώνησα απρόθυμα. Βαρέθηκα, πλέον, να τους ζητώ βοήθεια κι εκείνοι να της δίνουν δίκιο.

Εξάλλου, παιδί τους είναι. Τι θα έκαναν;

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 06, 2006

Ζήλια μου


Σκηνή ζηλοτυπίας. Αυτό μας έλειπε. Ξαφνικά, το απόγευμα, ενώ πηγαίναμε στη δουλειά, ξέσπασε. Προσπαθούσα να καταλάβω πώς, ο άνθρωπος που δεν έδινε δεκάρα, ξαφνικά, όρμησε να με φάει.

Τι έψαχνα… Δεν ήξερα; Αφού –για άλλη μία φορά- μιλούσε το αλκοόλ.

Κι εκεί, έτσι απότομα, χάλασε το αυτοκίνητο. Άναψε όλα τα λαμπάκια του ταμπλό, από το ABS και τα υγρά των φρένων, ως τον αερόσακο. Ανέβασε θερμοκρασία στα 100 και δεν ήξερα τι να κάνω.

Με τα χίλια ζόρια έφθασα στη δουλειά μου. Κι εκεί, με πήρε τηλέφωνο. Και πάλι σκηνή ζηλοτυπίας. Τρελάθηκα. Να έχω μια δουλειά από δω ως το Λονδίνο και να πρέπει να εξηγώ τα ανεξήγητα… Και τότε μου είπε:

-Αφού δε δίνεις σημασία και έχεις γκόμενα, τότε κι εγώ θα πάω στην Αθήνα! Θα γυρίσω σε δύο μέρες!

Το μυαλό της είχε πλάσει, άγνωστο πια ιστορία. Και το βράδυ, όταν γυρίζαμε στο σπίτι, κι άναψαν πάλι όλα τα λαμπάκια στο ταμπλό, άρχισε το θέατρο του παραλόγου:

-Θέλω πατσά!

-Να μη φάμε ό,τι έχουμε στο σπίτι;

-Δεν έχουμε τίποτα στο σπίτι…

-Επειδή το αυτοκίνητο δεν είναι σε καλή κατάσταση, να το αφήσουμε για σήμερα;

-Θέλω να φάω. Με έχεις γραμμένη!

Για να γλιτώσω τον καβγά, την πήγα να πάρει τον πατσά της. Μ΄ έπιασαν τα κλάματα. Πήρα μια φίλη στο τηλέφωνο, της μιλούσα κι έκλαιγα. Τι έφταιγε κι αυτή… Να της μαυρίζω την ψυχή, βραδιάτικα… Το ΄κλεισα. Με είχε πάρει το παράπονο. Ήταν, πια, τόσο μεγάλο το κρίμα μου; Έκοψα το σταυρό που φοράω στο λαιμό. Νοιώθω σα να με πρόδωσε, σα να με τιμωρεί εκείνος, για κάτι. Και δεν το δέχομαι, πια, ότι είναι τόσο μεγάλο το κρίμα μου.

Στο δρόμο της επιστροφής, Η παράνοια. Διάλογος για θεατρικό του Ιονέσκο:

-Τι έχεις;

-Τίποτα…

-Τίποτα; Μόνον γκόμενα έχεις!

-Σε παρακαλώ, άσε αυτήν την κουβέντα, με ενοχλεί.

-Άκου να σου πω! Αντί να φωνάζω εγώ, φωνάζεις εσύ; Σε αγαπάω, το καταλαβαίνεις;

-Κατερίνα, σε παρακαλώ. Ας μιλήσουμε για κάτι άλλο…

-Γιατί δεν μου μιλάς! Τι θες, επιτέλους, από μένα; Θες να βγεις κι από πάνω;

-Δε σε καταλαβαίνω… Είπα να μιλήσουμε για κάτι άλλο.

-Άσε με ρε! Σου δίνω και αξία! Αν δε θες να μιλήσουμε για κάτι άλλο, άσε με ήσυχη!

Φυσικά κοιμηθήκαμε χωριστά…