Κυριακή, Σεπτεμβρίου 30, 2007

Ρεπό

Δεν ξέρω τι να κάνω. Η Κατερίνα ξαναπίνει. Όχι με τον τρόπο που έπινε παλιά. Καμία σχέση με τα απίστευτα μεθύσια, με τα οποία χανόταν. Απλά, έχω την υποψία ότι, το βραδάκι, μετά τη δουλειά, πίνει κανένα ποτηράκι.
Δεν έχω καμία απόδειξη.
Ή, μάλλον, ως την Πέμπτη, που είχε ρεπό, δεν είχα. Εκείνο το βράδυ, γυρνώντας από τη δουλειά, απέκτησα.
Ξεκλείδωσα την πόρτα και μπήκα στο σαλόνι. Η τηλεόραση έπαιζε στη διαπασών. Η Κατερίνα κοιμόταν, με το στόμα ανοικτό, στον καναπέ. Οι δυο γάτες την κοίταζαν, επίμονα, από το μπράτσο του καναπέ. Ακίνητες, λες κι ήταν πορσελάνινα μπιμπελό.
Το δωμάτιο μύριζε πιοτί. Τη σιχαίνομαι αυτή τη μυρουδιά. Όπως σιχαίνομαι, πια, κάθε ποτό. Από τη μπίρα, ως τα περίεργα κοκτέιλ. Έχω κόψει το ποτό μαχαίρι, δεν το βάζω στο στόμα μου, εδώ και δύο χρόνια. Από τότε που συνειδητοποίησα ότι είναι ο δαίμονας της Κατερίνας.
Πήγα κι έψαξα τα σκουπίδια. Όπως παλιά. Δυο άδεια μπουκάλια μπίρας κι ένα μεγάλο κουτάκι είχαν τοποθετηθεί με ειδικό τρόπο, στη σακούλα: Να μην ακούγονται αν κάποιος ανοίξει, σύρει, χτυπήσει, ή σηκώσει τη σακούλα για να την πάει στον κάδο των σκουπιδιών.
Ξύπνησε από το θόρυβο.
«Πάλι ψάχνεις να φας; Έχεις γίνει εκατό κιλά»!
«Τι λες, ρε Κατερίνα; Είσαι σοβαρή; Καταλαβαίνεις πού βρίσκομαι, πόση ώρα είμαι εδώ, τι κάνω»;
Τζάμπα φώναζα. Το είπε και είχε, ήδη, κοιμηθεί. Ή, μήπως, είχε πέσει, πάλι, σε αλκοολικό κώμα; Μήπως η εικόνα μου, να τρώω, ήταν, μόνο, ένα όνειρο στον μεθυσμένο ύπνο της;
Περίμενα το πρωί. Κοιμήθηκα ελάχιστα. Ήθελα να της μιλήσω, αλλά ήταν αδύνατο:
«Δε θέλω να μιλάω για την προηγούμενη μέρα. Κάθε μέρα είναι μια άλλη μέρα. Κάθε μέρα, η προσπάθειά μου ξεκινάει το πρωί. Νομίζεις δεν το ξέρω; Έχω ανάγκη τη στήριξή σου. Αναγνώρισε ότι έχω κάνει βήματα μπροστά και δώσ’ μου κουράγιο»…
«Δε νομίζω ότι θα αντέξω να περάσω, πάλι, τις ίδιες καταστάσεις».
«Ούτε κι εγώ»!
«Όμως…»
«…όμως δεν είναι εύκολο. Θα ξαναπέσω πολλές φορές ακόμη και θα πρέπει να βρω το κουράγιο να σηκωθώ».
«Πρέπει να βρεις το κουράγιο να μην πέφτεις»…
Αυτήν την περίοδο δεν υπάρχει περίπτωση να διακοπεί αυτή η σχέση. Υπάρχουν πολλοί λόγοι, που δεν μπορώ να φύγω, με τίποτα, από το σπίτι. Οικονομικοί, οικογενειακοί, επαγγελματικοί. Η δουλειά τρέχει με τρελούς ρυθμούς. Ούτε να την παρακολουθώ δεν μπορώ. Φοβάμαι μήπως το καταλάβει και το εκμεταλλευτεί.
Χθες, Σάββατο, είχα την υποψία ότι είχε πιει το χρονικό διάστημα που είχα πάει να δω την κόρη μου. Η αλήθεια είναι ότι δε μύριζε, αλλά η συμπεριφορά της είχε κάτι περίεργο. Οι κινήσεις της δεν ήταν σταθερές, τα επιχειρήματά της στην κουβέντα αστεία. Όλο έλεγε ότι έκανε χιούμορ. Όλα αυτά, από τις 6 το απόγευμα, ως τις 11 το βράδυ. Ξαφνικά, η συμπεριφορά της έγινε συμπεριφορά κανονικού ανθρώπου.
Ώρες – ώρες φοβάμαι ότι υπερβάλω. Ότι μόνον εγώ τα βλέπω όλα αυτά. Ότι μυγιάζομαι, επειδή έχω τη μύγα.
Τα ξαναλέμε.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 20, 2007

Τα χρωστούμενα

Χρωστάω δύο περιστατικά τα οποία έζησα κατά τη διάρκεια των διακοπών. Είναι ώρα να τα ποστάρω, για να συνεχίσουμε, πλέον, κανονικά το ημερολόγιο.

Αιφνίδιος

Παρασκευή 10 Αυγούστου 2007

Δύσκολη μέρα προβλέπεται και η σημερινή. Μια φίλη της πέθανε, ξαφνικά. Ήταν, μόνον, 43 χρόνων. Είχε δυο παιδιά. Ένα παλικάρι και μια πριγκίπισσα.

«Σκέφτομαι αυτούς που μένουν πίσω», είπε η Κατερίνα. Αλήθεια, η απώλεια αυτούς τους ανθρώπους βαραίνει. Κι αν το παλικάρι είναι σε ηλικία ώριμη, η πριγκίπισσα είναι μόλις 11 χρονών. Ένα χρόνο μεγαλύτερη από την κόρη μου.

Αλλά εγώ σκέφτομαι περισσότερο το δικό μου το ζόρι. Θα κρατηθεί και σήμερα η Κατερίνα, μετά από μια τέτοια είδηση; Σε άλλες εποχές, ούτε θα το σκεφτόμουν. Θα είχε, ήδη, πέσει με τα μούτρα στο ποτό.

Τώρα;

Το όνειρο

Τρίτη 14 Αυγούστου 2007

Το ζόρι μου έχει γίνει εφιάλτης μιας ζωής. Την είδα, ολοζώντανη, να πίνει ένα μπουκάλι μπίρα. Της ζήτησα το λόγο κι όπως παλιά, μου ζήτησε να χωρίσουμε, γιατί της έγινα τσιμπούρι. Μάζεψε τα πράγματά της και με παράτησε, σίξυλο, την ίδια ώρα που άνοιγε η πόρτα και πραγματοποιούσε την εισβολή της η πρώην μου, ζητώντας να επιστρέψω σε γάμο και παιδί, λες και δε συνέβη τίποτα.

Ευτυχώς, ήταν εφιάλτης.

Είδε τον εαυτό της να ψάχνει τις γάτες της. Να τις αναζητά ανάμεσα σε εκατοντάδες, χιλιάδες άλλες, σε μέγεθος τίγρεων. Τις φώναζε, με τα γιαπωνέζικα ονόματά τους κι εκείνες δεν ακούγονταν. Ξύπνησε μέσα στην αγωνία.

Ευτυχώς, ήταν εφιάλτης.

Το τηλέφωνό μου χτύπησε την ώρα που χαιρόμουν τον ήλιο στον Μακρύ Γιαλό. Ήταν ο αδελφός μου. Είχε πάει να ταίσει τα γατιά και να ποτίσει τα λουλούδια. Βρήκε κατσαβιδιές στην εξώπορτα. Κάποιοι είχαν προσπαθήσει να τη διαρρήξουν. Η κλειδαριά ασφαλείας αντιστάθηκε στις προθέσεις τους.

Δυστυχώς, ήταν πραγματικότητα.

Αυτήν την ώρα η Κατερίνα αλλάζει τα εισιτήρια. Φεύγουμε αύριο, πρωί, ανήμερα της Παναγιάς. Διακοπές τέλος, επιστροφή στην πραγματικότητα.

Έχω την έντονη εντύπωση ότι, σήμερα, ήπιε. Ελπίζω να κάνω λάθος.

ΥΓ. Μάλλον δεν έκανα λάθος. Όλα πάνω της θυμίζουν την Κατερίνα πριν τον εγκλεισμό. Οι κινήσεις, οι φράσεις, η συμπεριφορά, η οργή… Όταν επέστρεψε από έξω με τρύπησε η μυρωδιά του οινοπνεύματος. Ήρθε και με φίλησε. Όπως έκανε παλιά, για να δείξει ότι δεν είχε πιει.

Ο εφιάλτης ξαναγύρισε.


----------------------


Και τώρα στο σήμερα: Επισκέφθηκε το γιατρό της. "Τα έκανα σκατά", του είπε. "Ναι", της απάντησε! Άρχισε επισκέψεις.