Σάββατο, Οκτωβρίου 22, 2011

Δερβίσικος χορός

Βίωσα την απόλυτη ξευτίλα. Μη νομίζετε ότι, τόσο καιρό που ΄χω να μπω εδώ να γράψω έγινε κάποια σημαντική αλλαγή στη ζωή τη δική μου, ή της Κατερίνας. Τίποτα δεν άλλαξε. Μετά τον οικειοθελή αποκλεισμό της σε κλινική και την πλήρη αποτυχία του πειράματος, επιστρέψαμε στα παλιά…

Απλά, να, σήμερα έχω ανάγκη να τα πω. Μετά από τόσα χρόνια, δεν αντέχω άλλο. Η κατάσταση είναι τραγική κι έχω ανάγκη (όπως παλιά) να τα βγάλω από μέσα μου.

Ήμουν στη δουλειά. Πλέον τελειώνω πολύ νωρίτερα –για να μην πληρώνει ο εργοδότης νυχτερινά, ξέρετε εσείς. Δέχτηκα το τηλεφώνημά της, για να κανονίσουμε να επιστρέψουμε σπίτι. Αυτοκίνητο, πλέον, δεν υπάρχει και παίρνουμε το λεωφορείο.

Όταν την είδα να πλησιάζει, κατάλαβα. Το γνωστό τρέκλισμα στο βηματισμό, χαμένο βλέμμα. Στάθηκε απέναντί μου και δεν μπορούσε, καν,, να με αναγνωρίσει. Μιλούσα στο κινητό με μια φίλη. Πλησίασα κι έσκυψα να τη φιλήσω. Μου ΄δωσε ένα φιλί υποχρέωσης, από εκείνα τα πονηρά που προσπαθεί να μην εκπνεύσει, για να μην καταλάβω ότι έχει πιεί. Δεν ήθελα άλλα δείγματα…

Στο λεωφορείο βρήκαμε δυο θέσεις και καθίσαμε. Άρχισε να βρίζει το αφεντικό μου, να τον χαρακτηρίζει με διάφορα κοσμητικά, λέγοντας πεντακάθαρα και δυνατά το όνομα και το επίθετό του. Της ζήτησα να σταματήσει. Συνέχισε. Της είπα ότι αν συνέχιζε θα σηκωνόμουν να φύγω. Συνέχισε και πάλι. Σηκώθηκα και πήγα κάθισα αλλού…

Λίγο αργότερα κατάλαβα, χωρίς να βλέπω, ότι είχε κατεβεί από το λεωφορείο. Κατέβηκα κανονικά στη στάση μου και πήγα σπίτι. Στο δρόμο είχα σκυφτό το κεφάλι. Δεν μπορώ, πια, να περπατώ γελαστός και με το κεφάλι ψηλά. Λίγο η οικονομική κρίση που μας έχει γονατίσει, λίγο το αγιάτρευτο πάθος της Κατερίνας, δεν έχω καμία όρεξη για τίποτα.

Όταν έφθασα στο σπίτι δεν ήταν εκεί. Ήρθε περίπου μισή ώρα αργότερα κι αφού έστρωσα το ξέστρωτο κρεβάτι που είχε κατουρήσει ο σκύλος (πήραμε και σκύλο στο μεταξύ, λες και δε μας έφταναν τα ζόρια μας, για να τυραννιέται κι αυτός μαζί μας). Είχε αγοράσει φαγητό. Μπήκε μέσα λες και δεν είχε συμβεί τίποτα. Με πλησίασε ενώ ήμουν στο κομπιούτερ δουλεύοντας:

-Θέλω να χωρίσουμε, μου είπε.

-Κι εγώ θέλω να χωρίσουμε…

-Θέλω να φύγεις αμέσως τώρα!

-Τι λες, ρε Κατερίνα; Από πού με διώχνεις;

-Να φύγεις! Τώρα! Τι, δηλαδή; Επειδή το συμβόλαιο είναι στο όνομά σου;

-Δεν πάω πουθενά. Αν θες να φύγεις, φύγε εσύ…

Η κουβέντα δεν έβγαζε πουθενά. Ήταν σαφές ότι δεν ήθελε να φύγει. Το ζόρι της ήταν να δικαιώσει τον βυθισμένο στο αλκοόλ εγωισμό της. Παρά το ότι κράτησα τα νεύρα μου και δε φώναξα, η κουβέντα πήγαινε από το κακό στο χειρότερο:

-Άντε γαμήσου μαλάκα! Μόνον τον εαυτό σου σκέφτεσαι! Αρχίδι! Τον εαυτούλη σου και την πρώην γυναίκα σου και την κόρη σου. Τους άλλους τους έχεις γραμμένους!

Δεν είπα κουβέντα. Τι να πεις, άλλωστε. Εκείνη συνέχιζε:

-Να φύγεις τώρα! Να γυρίσεις σε εκείνη. Εκείνη σου αξίζει. Άντε! Τον μπούλο!

Δεν άντεξα. Χωρίς να φωνάξω, χαμηλόφωνα, γιατί έχω βαρεθεί να μας ακούν οι γειτόνοι, απάντησα:

-Άσε με, να χαρείς! Έχω δουλειά. Άφησέ με να δουλέψω. Εγώ, όταν εσύ δουλεύεις, σε σέβομαι.

-Ποιον σέβεσαι ρε μαλάκα! Κανέναν δε σέβεσαι. Χειρότερα κάνεις.

-Τι να σου πω τώρα…

-Τι να πεις ρε! Άντε, πες, να δούμε! Κωλοπαίδι! Είσαι γαϊδούρι!

-Κατερίνα, να ΄ρθεις να μου τα πεις αύριο το πρωί αυτά, όταν θα ΄σαι ξεμέθυστη. Αλλά αύριο, πάλι θα ζητάς συγνώμη. Μόνον που τώρα, βαρέθηκα. Δεν αντέχω άλλο. Έκανα υπομονή 11 χρόνια και δεν αντέχω άλλο. Αν θες να χωρίσουμε, να χωρίσουμε. Έτσι όπως το πας, θα σε βρουν νεκρή κάτω από καμία γέφυρα κι εγώ δεν μπορώ να είμαι αυτός που θα τρέχει να αναγνωρίσει το πτώμα σου. Δεν αντέχω άλλο…

Τα είπα αυτά με μια φωνή ήσυχη, ήρεμη… Έβγαιναν αβίαστα, χωρίς κορώνες, χωρίς να ακολουθήσω την έντασή της. Τα ΄λεγα μάλλον κουρασμένα.

Έφυγε. Πήγε στην κουζίνα κι άρχισε να κλαίει. Πέταξε κάτω τα φαγητά που είχε πάρει. Τα πάτησε. Άκουσα ένα μπουκάλι να πέφτει. Πήγα να δω μήπως έσπασε κάτι και πατούσε σε γυαλιά και κόβονταν.

Νέα επίθεση…

-Φύγε από ΄δω. Μαλάκα! Γαμώ το Χριστό μου και γαμώ την Παναγία μου! Αρχίδι! Φύγε!

Σήκωσα το μπουκάλι –δεν είχε σπάσει. Ήταν ένα γυάλινο μπουκάλι λάδι που είχε πάνω στον νεροχύτη. Το ακούμπησα στη θέση του κι έφυγα.

Πήγε στην κρεβατοκάμαρά της. Έκλαιγε. Άναψε τσιγάρο. Λίγο αργότερα βγήκε από το δωμάτιο. Πήρε το τηλέφωνο και κάλεσε τον αδελφό της.

“Έλα, Θανάση. Καλά είμαι. Κοίτα, χωρίζω με τον Άκη και έρχομαι Καρδίτσα. Δεν μπορώ να είμαι με έναν άνθρωπο που λέει πως θα με βρουν κάτω από μία γέφυρα. Καταλαβαίνεις; Θέλω να έρθω εκεί. Αν γίνεται, να νοικιάσω το σπίτι σου, να μείνω μόνη μου. Τι θα πει '’χαλάρωσε”; Δεν μπορώ να είμαι με έναν τέτοιο άνθρωπο σου λέω. Στο σπίτι είμαι, ναι. Κι εκείνος εδώ είναι. Τι να πω, ρε Θανάση… Όλα εγώ τα πληρώνω μέσα στο σπίτι. Τα λέμε, γειά”!

Η απόλυτη ξευτίλα. Αισθάνθηκα ένα μηδενικό. Ήμουν, είμαι και θα είμαι το τίποτα για την Κατερίνα. Έχει αισθήματα για μένα μόνον δυο ώρες της μέρας, το πρωί, πριν αρχίσει να πίνει. Μετά, ποιος ξέρει ποιος γίνομαι, για το θολωμένο της μυαλό…

Δεν έχει έλεος αυτή η ιστορία. Δε θα υπάρξει ποτέ χάπι εντ. Το When a man loves a woman, ήταν κινηματογραφική ταινία. Η πραγματικότητα του να ζεις με έναν αλκοολικό, είναι εντελώς διαφορετική. Είναι μια πτώση, μια ελεύθερη πτώση που οδηγεί, πάντα, σε μια συντριβή. Κι εσύ ανεβαίνεις, ξανά και ξανά, στο ίδιο αεροπλανάκι κι επιμένεις να πέφτεις χωρίς αλεξίπτωτο, για να πεθάνεις, να ξαναπεθάνεις, να ξαναπεθάνεις. Σε έναν ατέρμονα μαζοχιστικό χορό, εσύ Δερβίσης σε έκσταση, μια έκσταση πόνου και ξευτίλας, που δεν τελειώνει με το τέλος της μουσικής…

Μόνον αν μπεις σ΄αυτόν τον Δερβίσικο χορό θα καταλάβεις ότι η κυκλική του κίνηση είναι μια παγίδα. Αυτοπαγιδεύεσαι στην επιθυμία του τέλους, ενός τέλους ευχάριστου που, κάθε μέρα απομακρυνεται όλο και περισσότερο.

Έπρεπε να σας είχα ακούσει. Να ΄χα φύγει στην αρχή. Τώρα παραμένω, Δερβίσης σε κυκλικό εκστατικό χορό, που θα πέσω κάτω από την συνεχή κίνηση, ή θα ξεράσω μη μπορώντας να αντέξω άλλο τη μονοτονία της μοναξιάς και του πόνου.