Δευτέρα, Φεβρουαρίου 12, 2007

Τελευταίο κείμενο

Δέχτηκα το εξής σχόλιο:


"Τελικά βλέποντας τα σχόλια τ άλλα κατάλαβα πως δεν κάνω λάθος...
Θα μιλήσω λίγο σκληρά και ίσως σου γίνω αντιπαθητική αλλά δεν με νοιάζει
δικαιολογίες θα βρίσκεις πολλές όπως πχ "Ή θα πω "τέλος, φεύγω από τη σχέση" ή "ας κάνουμε απόψε μιαν αρχή" -κι η Βίσση έχει αποτύχει και στη Γιουροβίζιον"
Δεν θα βοηθηθείς από κανενός απάντηση γιατί υποψιάζομαι πως σου αρέσει να τραβάς των άλλων την προσοχή εκθέτοντας εδώ και καιρό ένα άρωστο άτομο -όσο και να μην το δέχεσαι ο αλκοολισμός είναι αρώστεια- παρουσιάζεις τον εαυτό σου σαν οσιομάρτυρα "Δειτε με τί κάνω πόσο το παλεύω" θέλεις να προκαλείς τον οίκτο των άλλων
Είστε και οι δύο άρωστοι το σκέφτηκες αυτό;; Όχι φυσικά...
Κι όμως είστε και οι δυό κι εσύ που δεν πίνεις.
Σκέψου το καλύτερα και 8α δεις πως έχω δίκιο.
Και ποτέ πουθενά γιατροί και ειδικοί δεν αντιμετωπίζουν δυό ασθενείς με τον ίδιο τρόπο
Όσο αντιπαθητική κι αν σου γινα πιστεύω την "εκμεταλεύεσε" την ασθένεια του αλκοολισμού κι αυτό είναι ότι χειρότερο μπορείς να κάνεις.
Ξεκίνα με το βιβλίο που σου είπα και πάψε πια να "εκθέτεις" έστω και ανώνυμα άρρωστα άτομα
Και πίστεψέ με εσύ ειδικά ότι και να κάνεις ΔΕΝ θα μπορέσεις να τη βοηθήσεις.
Αν μπορούσες θα είχε φανεί..
Άρα;;;;"

Η γράφουσα δεν μου έγινε αντιπαθητική. Απλά, κατάλαβα -έστω και αργά- ότι ο σκοπός του ποστ δεν έχει γίνει κατανοητός στους περισσότερους. Ίσως κι ο σκοπός των Blogs να μην έχει γίνει κατανοητός σε άλλους.
ΔΕΝ αποζήτησα αναγνώστες. Αν ήταν έτσι, θα έγραφα βιβλίο.
Θα μου πεις, ας κρατούσες ένα ημερολόγιο στο σπίτι σου. Σωστό κι αυτό.
Κι επειδή ίσως είναι σωστό, επειδή, ίσως, τελικά, τα blogs να μην είναι διαδικτυακά ημερολόγια αλλά ένας τρόπος διαφήμισης της μιζέριας του καθενός, βάζω εδώ ένα στοπ.
Το κλείνω το μαγαζί, τελεία και παύλα.
Για το θέμα αυτό θα μιλάω, όποτε έχω όρεξη, ή πόνο, με κάποιους κοντινούς ανθρώπους. Όσο για τους φίλους που έκανα μέσα από το Blog, θα τα λέμε με email, στο γνωστό:
diastimata@yahoo.gr

Σφίγγω το χέρι σας, που δεν βρίσκω πουθενά.

Καλή συνέχεια.

Δημήτρης

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 07, 2007

Τρία κουτάκια μπίρα

Μια τσάντα. Φερμουάρ. Ανοίγω. Ένα άδειο και δυο γεμάτα κουτάκια μπίρα. Δεν είχαν περάσει ούτε 12 ώρες από την υπόσχεσή της.
Είναι αδύναμη. Αδύναμη να δώσει μια και να διαλύσει τον εφιάλτη της. Βουλιάζει, κάθε μέρα, όλο και περισσότερο, στο ζουμί της. Πάντα θα βρίσκει μια αιτία για να πιεί. Είτε για να πανηγυρίσει, είτε για να γλιτώσει από το άγχος, είτε επειδή είναι στεναχωρημένη.
Εδώ και πέντε χρόνια μου λέει μπούρδες. Τη μία μπούρδα μετά την άλλη. Έχει πιεί χιλιάδες ευρώ σε μπίρα. Της έχουν κλέψει το μηχανάκι της και δεν βρήκε το κουράγιο να το αντικαταστήσει. Φοβισμένη ακόμη και σ αυτό: Στη μετακίνησή της. Ξέρει καλά ότι θα καταλήξει φυλακή, ή στο νεκροταφείο. Για το νεκροταφείο, όμως, δε δίνει δεκάρα. Τη φυλακή την τρέμει. Κι έτσι, από το να το κόψει, προτίμησε να μην ξαναγοράσει μηχανάκι. Να τριγυρνάει με ταξί και λεωφορεία, σκλάβος των αστικών συγκοινωνιών. Σκλάβος του πάθους της. Σκλάβος ενός ζουμιού από κριθάρι.
Κάποιοι την έχουν πάρει χαμπάρι. "Συνάδελφοι" βάζουν χέρι στο πορτοφόλι της, μέσα στο χώρο εργασίας της, όταν τη βρουν πιωμένη -κάθε βράδυ, δηλαδή. Ωραίοι άνθρωποι! Μη σας χάσουμε από πελάτες, ρεμάλια!
Τρία κουτάκια μπίρα. Τα βρήκα στην τσάντα της, πριν από λίγο. Κοιμάται στον καναπέ, όοπως κάθε βράδυ. Η ζωή μας, ως ζευγάρι, αρχίζει το πρωί, μετά τις συγνώμες και τελειώνει την ώρα που φεύγω για την πρωινή δουλειά, δυο ώρες αργότερα. Το 24ωρό μας έχει δύο, όλες κι όλες, ώρες. Το 24ωρό της έχει πέντε ώρες γερού ποτού. Δέκα ώρες αλκοολικού κώματος. Κι άλλες επτά ώρες κρυφτούλι. Κρυφτούλι με τον εαυτό της. Γιατί, αν πιστεύει ότι με ξεγελάει όταν παίζει την στεγνή, πλανάται πλάνην οικτράν.
Αύριο έρχονται οι γονείς της, από την επαρχιακή πόλη στην οποία ζουν. Κάποιοι θα μου πουν "ευκαιρία είναι, μίλησέ τους και δώσε ένα τέλος".
Ο πατέρας της θα κάνει βιοψία. Τελεία.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 06, 2007

Γενναιοδωρία

Περασμένα μεσάνυχτα. Τον είδαμε στα φανάρια του Νοσοκομείου Β ΙΚΑ, στο Φοίνικα. Γνώριμη φιγούρα. Γερασμένος, ή από τα βάσανα ή από το ποτό, παρακαλούσε τους οδηγούς να τον πάνε στο νοσοκομείο. Το κεφάλι του ήταν τυλιγμένο με γάζες.
Είναι η μανία του. Με το που πίνει, για έναν άγνωστο λόγο, πηγαίνει στο διανυκτερεύον και ζητά να του μπαντάρουν τα τραύματα. Οι γιατροί, μη μπορώντας να κάνουν αλλοιώς, βάζουν συνήθως μια νοσοκόμα να τον τυλίξει με κάποιον επίδεσμο. Κι έπειτα καλούν ασθενοφόρο, για να μεταφερθεί στην ψυχιατρική κλινική που εφημερεύει. Καθώς το προσωπικό δεν επαρκεί, εκείνος ξεφεύγει και βγαινει στο δρόμο, για να επιστρέψει μετά από λίγο, έως ότου έρθει το ασθενοφόρο του.
Τον είδε στα φανάρια. Έλυσε τη ζώνη της, να πάει να τον βοηθήσει. Τη σταμάτησα. Πήγα να της εξηγήσω, ότι ο παπούς δεν έχει τίποτα, παρά μια θολούρα στο μυαλό κι εκείνη δε θα μπορούσε να του κάνει το παραμικρό.
Γύρισε, με κοίταξε με βλέμμα άγριο, θυμωμένο: "Θα ΄θελα να ΄ξερα... Αγάπησες ποτέ κανέναν εκτός από τον εαυτό σου; Ήσουν ποτέ γενναιόδωρος; Είτε εσύ, είτε κανείς από την οικογένειά σου";
Δε μίλησα. Τι να πω άλλωστε; Φθάσαμε σπίτι και ήθελα να ποστάρω κάτι γι αυτό. Να ψυχαναλυθώ. Κάθισα μπροστά στο κομπιούτερ. Ήρθε δίπλα μου.
"Εδώ θα καθίσεις";
Πήγα ν ανοίξω το στόμα μου. Δεν πρόλαβα.
"Κάνε ό,τι θες. Εξάλλου, εσύ μόνον το κομπιούτερ σου αγαπάς"!
Πήρε μια μπίρα και χώθηκε στην τουαλέτα, με ένα τσιγάρο. Άφησε το νερό στη μπανιέρα να τρέχει. Ανησύχησα. Με τη δικαιολογία ότι κάτι ήθελα να πάρω, την ανάγκασα και βγήκε έξω. Πήγε και κοιμήθηκε στο άλλο δωμάτιο.
Το πρωί, την ώρα που έγραφα αυτές τις γραμμές, ήρθε δίπλα μου.
"Συγνώμη. Ήπια πάλι. Το ξέρω, δεν έχω δικαιολογία. Είχαν περάσει, όμως, τόσες μέρες... Είχα ένα πρόβλημα στη δουλειά και μ΄ έριξε..."
"Ρε Κατερίνα, μήπως στο μεθύσι σου λες αλήθειες; Μήπως έχουμε άλλο πρόβλημα, μεταξύ μας, στη σχέση μας";
"Το πρόβλημα το έχω εγώ. Ήμουν σίγουρη ότι, τόσες μέρες που κατάφερα να το ελέγξω, είχα καταφέρει να απαλλαγώ. Έκανα λάθος".
Το κακό ρε γαμώ το, είναι ότι δεν είναι η πρώτη φορά...