Τρίτη, Ιουλίου 24, 2007

Πρώτο τεστ θετικόν

E la mama eva!
Επιτέλους!
Όχι ότι δεν έκανε δουλειές μέσα στο σπίτι. Παραέκανε. Αλλά υπάρχουν κάποιες στιγμές που θες να ζήσεις την απομόνωσή σου.
Αλλά να μην τα ξαναρχίζουμε αυτά. Έχουμε εξελίξεις:
Βγήκε έξω. Όχι οριστικά, αλλά για να πάει στον οδοντίατρο. Χθες, για πρώτη φορά μετά από εκείνη την Τρίτη, ήταν ελεύθερη. Κολύμπησε στον κόσμο και είχε την κάθε ευκαιρία να αρπάξει μια μπιρίτσα και να γευτεί μια γουλιά. Δεν το ΄κανε.
Είχαμε και μια κουβέντα:
"Αν ήταν να πιω, θα είχα υπογράψει και θα είχα βγει έξω εδώ και μέρες. Μην αγχώνεσαι".
"Μια κουβέντα είναι"...
"Δε με βοηθάς".
Και σταμάτησα να αγχώνομαι. Για να βοηθήσω.
Αλλά με ξαναάγχωσε. ¨Ηθελε να πάμε σπίτι. Πήγαμε. Να δει τα γατιά της (γιατί, δεν ξέρω αν το ξανάπα, η Κατερίνα διαθέτει δυο γατούλες). Λογικό. Τα περιποιήθηκε -όχι ότι εγώ τα είχα παρατήσει- κι έπειτα κατάλαβα γιατί είναι κόρη της μάνας της. Άρχισε τις δουλειές. Πιάτα, τίναγμα, έτοιμη να βάλει σκούπα ήταν.
Με δεδομένο ότι, εκτός του οδοντίατρου, είχε πάει και για ... σολάριουμ ("να μην είμαι σαν το γάλα στην παραλία, ρε παιδί μου"), η ώρα είχε περάσει για τα καλά. Τέσσερις ώρες μετά γυρίσαμε στην κλινική. Κι εγώ ήμουν μέσα στο άγχος.
Και ξέχασα να της πάρω πίσω το κινητό της. Και είναι, τώρα, με το κινητό στην κλινική. Που απαγορεύεται.
Ουφ!
Διαπιστώνω ότι, ώρες - ώρες, ξεχνάω. Μήπως να πήγαινα εγώ στην κλινική μετά την Κατερίνα;

Πέμπτη, Ιουλίου 19, 2007

Μάνα

Τρεις μέρες τώρα είναι εδώ η μητέρα της. Μια γυναίκα που θεωρεί υπεύθυνο τον εαυτό της για όσα έγιναν, που ψάχνει απεγνωσμένα να μοιράσει την ευθύνη, που της αρέσει να ελέγχει και να λέει την άποψή της σε όλους, όποτε κι αν θεωρήσει εκείνη ότι είναι σωστό. Μια γυναίκα που κινείται συνεχώς, στο δικό της ρυθμό κι αν προλάβεις, έχει καλώς. Διαφορετικά, το τρένο φεύγει.
Είναι αεικίνητη. Μαγειρεύει τρία φαγητά την ημέρα. Επισκεπτόμαστε την Κατερίνα κάθε πρωί. Της δίνει συνεχώς φαγητό και καθαρά ρούχα. Και, βέβαια, εγώ έχω μετατραπεί σε ταξιτζή.
Το περίμενα, βέβαια. Δεν ξέρω αν κάνει καλό στην Κατερίνα, ή όχι. Ξέρω ότι δείχνει πιο ξέγνοιαστη τώρα που υπάρχει ένας άνθρωπος στο σπίτι, μαζί μου.
Εγώ είμαι λύκος. Πάντα έτσι ήμουν. Από 18 χρονών, όταν έκλαιγα στο μπαλκόνι, με "φίλους" που με παράτησαν (ενώ στην πραγματικότητα δεν ήθελαν να είμαι εγώ το κέντρο του δικού τους σύμπαντος). Από τότε, κινούμενος καθαρά εγωιστικά, πήρα την απόφαση να είμαι μόνος. Εκτός αγέλης.
Τράβηξα το δικό μου δρόμο επαγγελματικά. Κινήθηκα εκτός "φίλων", εκτός παρέας. Πήγα μόνος μου σε ένα γραφείο και ζήτησα να δουλέψω εκεί. Συνδέθηκα ως φίλος μόνον με πέντε συναδέλφους. Μόνον ο ένας με βοήθησε, θεωρώντας το υποχρέωσή του, επειδή τον είχα στηρίξει. Σπουδαίος άνθρωπος, σ αυτό το βρόμικο κύκλωμα.
Δεν πίστεψα σε φίλους που έρχονται και παρέρχονται. Παρέμεινα ανοικτός σε όλους, χωρίς να φοβηθώ να μιλήσω για τα προβλήματά μου. ΑΥτό τους τρόμαζε. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι ένας άνθρωπος είχε το χ πρόβλημα και δεν τον ένοιαζε να το συζητήσει με τον καθένα. Θέλω να πιστεύω ότι αυτός που είναι βιβλίο ανοικτό, δεν έχει να χάσει το παραμικρό. Ακούω βερεσέ επιχειρήματα του τύπου "δίνεις όπλα στους εχθρούς σου". Οι εχθροί θα βρουν όπλα, ούτως ή άλλως.
Το περίεργο είναι ότι ελάχιστοι είναι αυτοί που πιστεύουν πως ένας άνθρωπος μπορεί, πολύ άνετα, να ζήσει εντελώς μόνος.
Αυτές τις μέρες, η Κατερίνα ζει εντελώς μόνη. Πριν αρχίσουν οι συχνές επισκέψεις, την έβλεπα πιο δυνατή.
Χθες, όταν ήμουν εκεί μαζί με τη μητέρα της, η κουβέντα πήγε στο μετά: Μετά την έξοδο. Κι η Κατερίνα, αμέσως, απάντησε:
"Αν έβγαινα τώρα, θα ξαναέπινα".
Τα κεφάλια κατέβηκαν, πάλι. Δεν ξέρω, όμως, αν αυτή η ομολογία είχε να κάνει με την Κατερίνα, ή με την κατάσταση που βιώνε.
Σήμερα, στην επίσκεψή μας, μίλησε από μόνη της γι αυτό:
"Μη στεναχωριέστε. Να καταλάβετε ότι αυτό δεν είναι ένα κουμπί, που το πατάς και αλλάζεις. Θέλει προσπάθεια. Κάποιες φορές, εδώ μέσα, έχω σκεφτεί το ποτό. Κάποιες άλλες, σκέφτομαι το τι πέρασα και τι περνώ και δεν θέλω ούτε να ξαναδώ ποτήρι. Η ιστορία είναι τι θα γίνει μετά".
Τάδε έφη Κατερίνα.

Σάββατο, Ιουλίου 14, 2007

Τραβάω άλλο ζόρι...

Δεν είχα σκοπό να μπλογκάρω, Σαββατιάτικα. Λίγο, όμως, το ότι την είδα, για δεύτερη φορά, λίγο το ότι με «τσίγκλισε» ένα ανώνυμο σχόλιο, αποφάσισα να γράψω κάτι.
Κατ αρχήν να ξεκαθαρίσω ότι φυσικά και θέλω να ξαναβρεί τον εαυτό της η Κατερίνα. Διαφορετικά, δεν είχα κανέναν λόγο να δεχτώ να κλειστεί, για τρεις βδομάδες αρχικά –ίσως και για παραπάνω- σε τρελάδικο. Γιατί, να μην παίζουμε με τις λέξεις, σε τρελάδικο κλείστηκε. Με δική της απόφαση, βέβαια, αλλά με τη συναίνεσή μου. Ήρθε, με βρήκε, μου είπε:
«Μπορείς να ζήσεις τρεις βδομάδες χωρίς εμένα»;
«Τι εννοείς»;
«Θα πάω, τελικά, σε κλινική».
«Το σκέφτηκες καλά; Είναι μεγάλο βήμα αυτό που πας να κάνεις».
«Δεν υπάρχει άλλος δρόμος… Το σκέφτηκα πάρα πολύ καλά».
«Τότε, μη σκέφτεσαι εμένα. Δεν είμαι ούτε κουτσός, ούτε κουλός, ούτε χαζός. Μια χαρά μπορώ να ζήσω μόνος μου, όσο χρειαστεί. Πολύ περισσότερο, μια χαρά μπορώ να ζήσω μόνος μου τρεις εβδομάδες, ειδικά αν είναι να σε δω μια χαρά».
Αυτός ήταν ο διάλογος. Διάλογος άμεσος, ειλικρινής. Χωρίς να τον έχω προσχεδιάσει, χωρίς να τον έχει σκεφτεί. Έτσι μας βγήκε, αυτά είπαμε. Νομίζω ότι και οι δύο δείξαμε αγάπη.
Αλλά, όπως έγραψα και στο σχόλιό μου στον ανώνυμο,
«Και, τέλος πάντων, σ αυτό το Blog βγάζω εσώψυχα. Και αν έλεγα ότι "να γίνει καλά και δε με νοιάζει, ας με παρατήσει, ας φύγει μετά", θα έλεγα φριχτά ψέμματα. Με νοιάζει και με παρανοιάζει, όπως θα ένοιαζε τον καθένα. Που έφαγε το ζόρι, πέρασε τα δύσκολα κι εκεί που ελπίζει πως θα ζήσει με τον άνθρωπό του, ευτυχισμένος, ξανάρχεται η δυστυχία. Δεν κατάλαβα... Γιατί σε σοκάρει να θέλει κάποιος να ζήσει ευτυχισμένος; Ο Χριστός σταυρώθηκε πριν 2007 χρόνια, η μητέρα Τερέζα πέθανε πρόπερσι και τον Γκάντι τον σκότωσαν όταν ήμουν παιδί. Κι ό,τι κάνουμε, ως άνθρωποι, δεν το κάνουμε από ανιδιοτέλεια. Κάπου αποσκοπούμε. Όλοι μας. Εγώ αποσκοπώ στο να ζήσω ευτυχισμένος με τον άνθρωπό μου, μετά από πέντε χρόνια Ζοριού».

Δε θα ντραπώ να παραδεχτώ ότι είμαι άνθρωπος. Κι ότι θέλω να ζήσω μαζί της, όταν δε θα έχει κανένα πρόβλημα. Όταν θα μπορώ να δω μαζί της μια ταινία ως το τέλος, χωρίς να την παίρνω από τον κινηματογράφο κοιμισμένη και να την πηγαίνω κατευθείαν στο κρεβάτι της. Όταν θα μπορώ να πάω μια εκδρομή μαζί της, ή διακοπές, χωρίς να παρακολουθώ πόσες μπίρες ήπιε και πως θα γίνει να είναι καλά στην παραλία ή στο βουνό. Όταν θα μπορώ να καθίσω για μια σόδα στο μπαράκι, χωρίς να ψάχνω χρήματα να πληρώσω τον τεράστιο λογαριασμό από μπίρες. Όταν θα μπορώ να πάω σε μια συναυλία και να χορέψω επειδή μας ξεσήκωσε η μουσική κι όχι επειδή με τράβηξε με το ζόρι, μεθυσμένη, επειδή κάποιος τυχαίος, που καθόταν δίπλα, δεν την ακολούθησε στο χορό της. Όταν θα μπορώ να ξυπνήσω την άλλη μέρα το πρωί και να μιλήσω μαζί της για όσα έγιναν. Και να μ ακούει. Και να την ακούω. Και να θυμάται. Να μην με κοιτά λες και ήρθα από τον Άρη.
Και πείτε μου, τώρα, στα ίσα και παλικαρίσα: Ποιος από σας δε θα στεναχωριόταν, δε θα πικραινόταν, αν ο άνθρωπος με τον οποίο πέρασε τόσα, τώρα που είναι «μια χαρά» επιλέγει να ζήσει όλα αυτά με κάποιον ουρανοκατέβατο;
Ε, ανώνυμε;
Δεν πιστεύω ΚΑΘΟΛΟΥ αυτούς που λένε «ας είναι καλά κι ας είναι μακριά μου». Φυσικά και το εύχεσαι αυτό. Δε θα φτάσεις και στο άλλο άκρο, να καταριέσαι αυτήν/όν που σ άφησε –κάτι τέτοιο θα ήταν αρρωστημένο κι αηδιαστικό. Αλλά αν (λέμε αν) σε παρατήσει, είσαι ψεύτης με περικεφαλαία, αν ισχυριστείς ότι θα χαμογελάσεις, θα της/του χαϊδέψεις τα μαλλιά και θα πεις «τώρα φεύγω απ τα ονειρά σου και καλή τύχη όπου κι αν πας» -και θα το εννοείς. Ναι, θα το κάνεις –κι εγώ θα το ΄κανα- αλλά από μέσα μου θα σπάραζα. Και μόλις μου γυρνούσε την πλάτη κι απομακρύνονταν, θα ξεσπούσα σε κλάματα.
Επειδή, λοιπόν, σ αυτό το Blog έγραφα ΠΑΝΤΑ αλήθειες, και τώρα έγραψα την αλήθεια. Ότι θα με πείραζε η απόρριψη.
Βάζω μια τελεία σ αυτό, για να δούμε και το ζόρι μας.
Λοιπόν, πάει καλά. Τα χέρια της δεν τρέμουν (έχει να πιει από τα ξημερώματα της Τρίτης) και είναι γεμάτη ζωή. Η επιδερμίδα της έχει ανανεωθεί, μέσα σε τόσες λίγες ημέρες. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Έχει ζωή μέσα της.
Παραβίασα, λίγο, τις συμβουλές των γιατρών. Της πήγα mp3 με τα αγαπημένα της τραγούδια. Απέφυγα το cd και τα δισκάκια και λόγω όγκου και λόγω του ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν.
Συμπλήρωσε τέσσερις μέρες έγκλειστη. Τη Δευτέρα θα μιλήσω με τους γιατρούς.
Έχω πολλά να γράψω, αλλά αισθάνομαι πως παραβιάζω έναν προσωπικό κόσμο. Ως τώρα, ο αλκοολισμός της ήταν κάτι φανερό, σε όλους. Δεν αισθανόμουν άσχημα όταν έγραφα γι αυτόν, επειδή όλοι το γνώριζαν. Τώρα, όμως; Τώρα κάνει μια προσπάθεια. Μεγάλη. Δύσκολη. Έχω το δικαίωμα να βγάζω φόρα παρτίδα τον αγώνα της;

Αντί ποστ...

Τραγούδι αφιερωμένο στην Κατερίνα:

Πέμπτη, Ιουλίου 12, 2007

2η νύχτα

Σχόλασα πριν μισή ώρα. Είμαι, ακόμη, στο γραφείο. Δεν έχω καμία όρεξη να πάω σπίτι. Να βρεθώ, με τις σκέψεις μου, μέσα σε τέσσερις τοίχους.
Αν δεν υπήρχαν τα γατιά, ίσως να μην πήγαινα ποτέ. Τι φταίνε κι αυτές οι ψυχούλες...
Το κινητό της, χθες, δε σταμάτησε να χτυπάει. Παίρνει και κάποιος, ή κάποια, από απόκρυψη. Δε μου αρέσει αυτό.
(Οι ζήλιες μας έλειπαν, τώρα)!
Πάει και σήμερα...

Τρίτη, Ιουλίου 10, 2007

Μοναξιά

Μόνος, μετά από πέντε χρόνια.
Το σπίτι, αφόρητα άδειο. Ο άνθρωπός σου δεν είναι εκεί. Και η αβεβαιότητα μ έχει πλακώσει. Μετά από τρεις βδομάδες τι θα γίνει;
Το είχα πάρει απόφαση, να μείνω μόνος. Ήθελα να μετακομίσω, να σταματήσω να είμαι μαζί της. Αυτές τις ημέρες, όμως, που δίνει τον αγώνα της, θα ΄θελα να ήμουν εκεί. Μόνον που, αν ήμουν εκεί, θα της έκανα μεγαλύτερο κακό, από καλό.
Σήμερα μπήκε. Τελικά, βρέθηκε κρεβάτι σε μονόκλινο, σε κλινική έξω από τη Θεσσαλονίκη. Ολόκληρο ταξίδι θέλω, κάθε μέρα, για να πηγαίνω. Αν και, πολύ φοβάμαι, ότι δεν θα μου επιτρέψουν καμία επαφή.
Πήγαμε μαζί. Περιμέναμε το γιατρό. Ήμουν μέσα σε όλη την εξέταση. Έζησα την αμηχανία της, την προσπάθειά της να αποφύγει την αλήθεια. Αλλά και την παραδοχή, την παράδοση. Τον εξευτελισμό, όταν δεν της άφησαν να κρατήσει ούτε μια κρέμα προσώπου. Ούτε τη μηχανή για τις τρίχες των ποδιών της. Ούτε το σαμπουάν της.
Είδα το κενό βλέμμα της, όταν της είπα πόσο όμορφη θέα είχε το δωμάτιό της. Όμως εκείνη έβλεπε μέχρι τα πράσινα κάγκελα.
Είδα το συγκαταβατικό χαμόγελό της όταν της είπα ότι ήταν τυχερή που το δωμάτιό της είχε τηλεόραση και ψυγείο. Όμως εκείνη έβλεπε τον απέναντι τοίχο. Όταν γύρισα, από το κυλικείο, η τηλεόραση έπαιζε το ίδιο ντοκιμαντέρ και το ψυγείο της έχασκε άδειο.
Μου πρότεινε να φάω, αν πεινούσα, λίγο από το φαγητό που της έφεραν. Ήταν αδύνατον. Αρνήθηκα. Έφαγα αργότερα, με την Παρασκευή, έξω. Ξεχάστηκα, μίλησα για άλλα πράγματα και πέρασα καλά. Κι έπειτα, όταν βρέθηκα μπροστά στην tft, κι είπα να ποστάρω, άρχισα, σταμάτησα, ξανάρχισα, ξανασταμάτησα.
Τελικά είπα «θα το κάνω» και το ΄κανα.
Η περιγραφή μου έχει κενά. Οι εικόνες, οι λέξεις, όλα, μου έρχονται χωρίς χρονική σειρά. Το ένα πίσω από το άλλο, χωρίς νόημα. Όπως χωρίς νόημα είναι η ζωή όλων εκείνων των ανθρώπων, πίσω από τα παράθυρα με τα πράσινα κάγκελα. Πορεύονται χωρίς αρχή και τέλος. Τουλάχιστον η Κατερίνα έχει έναν σκοπό.
Άκουσα πολλές κραυγές σήμερα. Κραυγές ανθρώπινες. Ανδρικές. Γυναικείες. Κραυγές κάποιων που ζουν μόνοι, μέσα στην καταιγίδα του μυαλού τους. Κι εκείνη, ανάμεσά τους, να έχει να πολεμήσει με τους εφιάλτες του μυαλού της και τους εφιάλτες μιας ζωής με αλκοόλ.
Ήταν κανονική ανάκριση η πρώτη συνάντηση με τους γιατρούς. Τρεις, υποτίθεται αδιάφοροι, ρωτούσαν με ρυθμό πολυβόλου.
«Μόνον η λακέρδα λείπει»…
Όταν το είπε αυτό, πέρασε από μπροστά μου, αστραπιαία, η εικόνα του Ηλιόπουλου, στο Έξω οι Κλέφτες. Κι έφυγε, πριν προλάβω να χαμογελάσω.
Παρατηρούσα επίμονα την εξέτασή της. Λες και θα καταλάβαινα, από τις ανακλαστικές κινήσεις της, πόσο μεγάλο ήταν το πρόβλημά της. Έψαχνα το βλέμμα της. Δεν είχα άλλον τρόπο να την ακουμπήσω.
Έφυγα μεσημέρι από εκεί. Τώρα είναι βράδυ. Το βράδυ, λένε, οι ψυχικά ασθενείς δεν αντέχουν. Βογκάνε. Φωνάζουν. Μωρό μου, ας ήταν να σε πάρω αγκαλιά. Ας ήταν να γιατρευόσουν έτσι, στο τσακ, σε μία στιγμή.
Κουράγιο Κατερίνα. Άντεξε! Άντεξε για ΄σένα!

Δευτέρα, Ιουλίου 09, 2007

Δύσκολες ώρες

Τέρμα τα ψέμματα. Μπαίνει αύριο, στις 10 το πρωί. Πήγαμε, σήμερα το απόγευμα και είδαμε την κλινική. Δύσκολα. Τι πρώτο να πω για το περιβάλλον. Τι πρώτο να πω για τις τηλεφωνικές τις συνδιαλέξεις με τους γονείς της.
Τα λέμε σε κάποια άλλη στιγμή. Περνάει δύσκολα.

Παρασκευή, Ιουλίου 06, 2007

Επιθεώρηση

Απογοητεύτηκα. Ευτυχώς, η Κατερίνα είναι, ακόμη, αποφασισμένη. Τη Δευτέρα κάνει εισαγωγή.
Γιατί απογοητεύτηκα εγώ; Από την εικόνα που αντιμετώπισα.
Το κτίριο, καταπληκτικό. Θυμίζει περισσότερο ξενοδοχείο, παρά κλινική. Από έξω. Κι από μακριά. Με το που φθάσαμε στην πράσινη τεράστια καγκελόπορτα, άρχισαν τα δύσκολα. Δυο χαμένες ψυχές, ένας άνδρας και μια γυναίκα, κάποιας απροσδιόριστης ηλικίας, μας ζητούν, με νοήματα, τσιγάρο. Το προαύλιο γεμάτο ανθρώπους που ψάχνουν τον προσανατολισμό τους.
Γυρίζω, την κοιτάζω. Έχει χαμηλώσει το βλέμμα. Προσπαθεί να τους αποφύγει. Περπατάει πιο γρήγορα –δυσκολεύομαι να την ακολουθήσω στην ανηφόρα.
Φθάνουμε στα γραφεία. Η ρεσεψιόν θυμίζει ξενοδοχείο. Πολυτελή φωτιστικά, μοντέρνα γραμμή, ευγενικοί υπάλληλοι. Σύντομη συνάντηση με τη διευθύντρια. Λέει λίγα, είναι φανερό ότι δε θέλει να πιέσει την Κατερίνα στο ελάχιστο. Σημασία έχει να θέλει από μόνη της να κάνει αυτό το βήμα.
«Θα δείτε, θα αποφασίσετε. Αν το αποφασίσετε, πείτε το μας και θα κανονίσουμε εμείς με το ταμείο σας. Εσείς τηλεφωνήστε μας και πείτε μας πότε θέλετε να ΄ρθείτε».
«Μπορώ και τη Δευτέρα; Επειδή έχω κάποιες δουλειές να κανονίσω μέσα στο Σαββατοκύριακο»…
«Όποτε θέλετε. Σημασία έχει να κάνετε την εισαγωγή γρήγορα. Όποτε θέλετε. Σήμερα; Σήμερα! Τη Δευτέρα; Τη Δευτέρα»!
Η προϊσταμένη μας δείχνει τους χώρους. Μια τραπεζαρία, άδεια. Εκεί το κάπνισμα απαγορεύεται. Έξι στρόγγυλα τραπέζια. Από έξι καρέκλες στο καθένα. Χωρίς πίνακες, γλάστρες, ο,τιδήποτε.
«Ο χώρος είναι γυμνός»…
«Ναι, προσπαθούμε να προφυλάξουμε κάποιους ασθενείς. Βέβαια, στο χώρο αυτό δεν υπάρχουν βίαιοι ασθενείς. Όμως, επειδή θα ζήλευαν, αν υπήρχαν εδώ γλάστρες, ή κάδρα και θα ζητούσαν κάτι παρόμοιο και για το δικό τους εστιατόριο, το αποφεύγουμε. Προσπαθούμε να κρατούμε τις ισορροπίες»…
Αυτό το τελευταίο, θα το άκουγα συνέχεια. Ειδικά όταν φθάσαμε στα δωμάτια. Δίκλινα, τρίκλινα και τετράκλινα.
«Τηλεόραση»…;
«Θα πρέπει να φέρετε δική σας. Επιτρέπεται, δεν υπάρχει πρόβλημα»…
«Και dvd»;
«Για ταινίες, εννοείτε… Ε, δε νομίζω να υπάρξει πρόβλημα»…
Σκέφτηκα, αστραπιαία, αυτό που θα ζητούσα εγώ σ΄ εκείνο τον χώρο:
«Κάποιο κομπιούτερ»;
«Ένα λάπτοπ, ναι! Αλλά θα πρέπει να μας το δίνετε, το βράδυ, να το φυλάμε εμείς».
«Μα… Για ποιο λόγο»;
«Κοιτάξτε… Με το που θα έρθετε, θα πρέπει να υπογράψετε μια υπεύθυνη δήλωση, ότι η κλινική δεν φέρει καμία ευθύνη για τυχόν κλοπές. Παρόλα αυτά, εμείς θέλουμε να προστατεύουμε τα αντικείμενα των νοσηλευόμενων. Όπως καταλαβαίνετε, εδώ νοσηλεύονται άνθρωποι οι οποίοι έχουν ένα άλφα παρελθόν».
Αποφεύγει συστηματικά να τους χαρακτηρίσει. Το καταλαβαίνω. Καταλαβαίνω, επίσης, το πού θα πάει η κουβέντα. Γιατί η Κατερίνα, δεν εξαρτάται μόνον από το ποτό, ή από το τσιγάρο, αλλά και…
«Το κινητό επιτρέπεται»;
Νάτο!
«Δυστυχώς, όχι»…
«Όχι»;
«Όχι»!
«Για ποιο λόγο»;
«Στο παρελθόν είχαμε κάποια περιστατικά. Υπήρξαν ασθενείς, οι οποίοι ζητούσαν τα κινητά άλλων, για να ζητήσουν κάτι από τους δικούς τους ανθρώπους, ανά πάσα στιγμή. Τους αναστάτωναν άδικα. Υπερχρέωναν τα κινητά των άλλων. Επίσης, κάποιοι, αναζητούσαν αλκοόλ από τις γειτονικές ταβέρνες και πιτσαρίες. Έδιναν παραγγελίες. Κι αν το επιτρέψουμε σε ΄σας, θα έχουμε παράπονα από άλλους, για τους οποίους έχουμε λόγο να το απαγορέψουμε. Προσπαθούμε να κρατάμε τις ισορροπίες»…
«Μάλιστα… Τι πρέπει να φέρω μαζί μου, δηλαδή»;
«Ε, άλλες απαγορεύσεις δεν υπάρχουν… Εκτός από τα ρούχα»…
«Δηλαδή»;
«Προτιμάμε να κυκλοφοράτε με φόρμες. Όχι μπλουζάκια, όχι καυτά σορτς. Καταλαβαίνετε… Κι αν τα επιτρέψουμε σε ΄σας, θα έχουμε παράπονα από άλλους, όπου αν τους τα επιτρέπαμε, θα ήμασταν αντιμέτωποι με δύσκολες καταστάσεις. Προσπαθούμε να κρατάμε τις ισορροπίες»…
Έχω αρχίσει να καταλαβαίνω γιατί εκεί μέσα οι περισσότεροι έχουν πρόβλημα ισορροπίας. Κοιτάω την Κατερίνα. Το βλέμμα μου θυμίζει, μάλλον, ακτίνες χ. Προσπαθώ να τη σκανάρω, να μπω στο κεφάλι της, να διαβάσω και να κατανοήσω τις σκέψεις της. Να μπω στην ψυχούλα της, να την αγκαλιάσω και να της δώσω κουράγιο. Σίγουρα έχει περισσότερο από εμένα. Εγώ θα είχα εγκαταλείψει την ιδέα –και θα έψαχνα κάτι άλλο- από την είσοδο. Από την ώρα που εκείνος ο ηλικιωμένος ασπρομάλλης μαυριδερός τύπος με τις λερωμένες φόρμες με πλησίασε και μου ζήτησε τσιγάρο.
«Δώσε, ρε, ένα τσιγάρο»…
«Δεν καπνίζω»…
«Πίπες κάνεις»;
Εκεί εγώ έχασα κάθε θάρρος, κάθε κουράγιο. Ψυχολογικά κατέρρευσα. Και πρέπει να ξανασταθώ στα πόδια μου, για να δώσω κουράγιο και στην Κατερίνα, αν το χρειαστεί…

………………………………

Τα δυσάρεστα δε λένε να μας εγκαταλείψουν. Ευτυχώς, πηγαίνουν μαζί με τα ευχάριστα.
Πρώτα τα δυσάρεστα: Το ταμείο δεν καλύπτει τη συγκεκριμένη κλινική και μας στέλνει σε άλλη. Τη Δευτέρα, αναγκαστικά, θα έχουμε νέα ξενάγηση.
Και τώρα τα ευχάριστα: Η Κατερίνα είναι, τελικά, γερό κόκαλο. Μετά από κάποια ψυχολογικά τεστ, έκριναν ότι μάλλον θα χρειαστεί νοσηλεία τριών εβδομάδων –κι όχι τριών μηνών.
Σίγουρα οι τρεις εβδομάδες περνούν γρηγορότερα από τους τρεις μήνες.
Θα φθάσουν, όμως;

Η μεγάλη απόφαση

Επιτέλους φως! Θέλει μεγάλα αρχ*** για μια τέτοια απόφαση. Πήγε στον ψυχολόγο, μίλησε και πήρε την απόφαση: Πρωί Παρασκευής μπαίνει στην κλινική.
Το ευχάριστο νέο: Τελικά βρέθηκε ιδιωτική κλινική, συνεργαζόμενη με το ταμείο στη Θεσσαλονίκη. Πρωί Παρασκευής κάνουμε… επιθεώρηση.
Το ζόρι μου: Είμαι με την ψυχή στο στόμα. Κι αν δεν της αρέσει; Αν σηκωθεί να φύγει; Πώς να την πιέσω; Πώς να την πείσω;
Μην προτρέχεις –θα μου πείτε. Ένα-ένα τα βήματα. Εν αναμονή, λοιπόν.
Αύριο νεώτερα...

Τρίτη, Ιουλίου 03, 2007

Μη σου το κάνεις...

Από το πρωί, άναψαν τα τηλέφωνα. Έψαχνε κλινική να μπει. Το πήρε απόφαση.
Τζίφος! Στη Θεσσαλονίκη δεν υπάρχει το παραμικρό. Και στην Αθήνα σε στέλνουν... στο Δαφνί! Ομάδες, α/α και λοιπά, τα έχουμε απορρίψει (έχω ξαναγράψει γι αυτό εδώ).
Τελικά, βρήκε ψυχαναλυτή-ψυχίατρο (τον ίδιο που πήγαινε πριν έναν χρόνο).
"Θέλω να ξανάρθω, μου κάνατε καλό".
Συνεννοήσεις με το ταμείο. Τα χρήματα είναι πάρα πολλά: 70 € η συνεδρία και χρειάζεται δύο τη βδομάδα, δηλαδή 560 € το μήνα!
Νέα προσπάθεια για κάτι στο δημόσιο. Καταλήγουμε -και πάλι- στο Δαφνί. Κι εκεί, όχι μέσα, αλλά... από έξω! Εκτός του ότι η λύση της Αθήνας απορρίπτεται, αν πας εκεί, θα πρέπει να περιμένεις ένα με δύο χρόνια εκτός προγράμματος και να παρακολουθείς κάποιες ομάδες, δύο φορές την εβδομάδα.
Καταλήγουμε, πάλι, στον ιδιώτη.
"Είσαι αποφασισμένη";
"Δεν αντέχω, άλλο, την ξεφτίλα. Έπιασα πάτο. Δεν έχει πιο κάτω".
"Καταφέρνεις, όμως, κάθε βράδυ, να πηγαίνεις και πιο βαθειά..."
"Μη μου το κάνεις αυτό"...
Το "μη μου το κάνεις αυτό" θα το άκουγα και σήμερα το βράδυ. Ήταν να έρθει η ανηψιά της και η νύφη της. Την είχα παρακαλέσει να κρατηθεί.
"Δε θα σκοτεινιάσω τα ματάκια της".
"Επειδή έγινε κι άλλη φορά και σκοτείνιασαν, τελικά, τα ματάκια της"...
"Σε παρακαλώ... Ντρέπομαι"!
"Δε φτάνει..."
Το βράδυ μιλήσαμε από τις δουλειές μας. Μιλούσε κοφτά. Γρήγορα. Μια-δυο λέξεις τη φορά Χαρακτηριστικό των αλκοολικών, όταν θέλουν να κρύψουν τη σούρα τους. Όταν μιλάνε πολύ, χάνουν τα λόγια τους, μπερδεύουν συλλαβές και λένε μαλακίες. Με τις σύντομες, κοφτές απαντήσεις, γλιτώνουν. Ή, τουλάχιστον, έτσι νομίζουν.
"Πάλι τα ίδια";
"Δεν ακούω"!
"Πάλι τα ίδια";
"Ε";
"Τι ε, ρε Κατερίνα; Πάλι ήπιες; Πάλι"...
"Η ανηψιά μου! Σ αφήνω"!
"Τι η ανηψιά σου; Παιδάκι τεσσάρων χρόνων ήρθε εκεί; Μόνο του;"
"Σ αφήνω, σ' αφήνω"...
"Ήπιες πάλι"...
"Μη μου το κάνεις αυτό"...
Εσύ το κάνεις στον εαυτό σου. Και καλά εγώ. Έχω αναλάβει -από μαλακία, από αγάπη, από φόβο να ανοίξω τα φτερά μου, όπως θες πές το- ρόλο νοσοκόμου. Αλλά εσύ; Δεν πας στην παραλία, αν έχεις έστω και δείγμα τρίχας στο πόδι. Δεν πας στη δουλειά, αν δεν έχεις κάνει μπάνιο και αν δε φοράς κάτι διαφορετικό. Και το βράδυ, η Κατερίνα που προσέχει την εμφάνισή της, που διαλέγει δυο ώρες τα πέντε σκουλαρίκια του ενός και τα οκτώ του άλλου αυτιού, που πέρασαν 15 μέρες για να διαλέξει το σωστό τατού, γίνεται ένα με τα σκουπίδια.
Μην σου το κάνεις αυτό.

Δευτέρα, Ιουλίου 02, 2007

Το θαύμα κρατά τρεις μέρες

"Πόσο καιρό κρατάει το θαύμα";
Ρώτησε η δεσποσύνη από το Βέλγιο.
Τρεις μέρες. Στην Ελλάδα τα θαύματα κρατάνε τρεις μέρες. Παρασκευή, ήταν η πρώτη μέρα. Υποσχέσεις και όρκοι, ότι όλα θα πάνε καλά. Σάββατο, ήταν η δεύτερη μέρα. Το πρωί πήγα να δω την κόρη μου, στη Χαλκιδική, όπου παραθερίζει στης γιαγιάς της, με τη μητέρα της. Γκάτζερ φρικ το παιδί, σαν το μπαμπά του, δέκα χρονώ και τριγυρνάει με i-pod και psp. Ανταλλάξαμε mp3, φωτογραφίες και βιντεάκια, ξεψειρίσαμε το σκυλάκι στο psp και πήρα το δρόμο για την επιστροφή. Έβρεχε, βρόνταγε, μια αηδία. Κι εγώ σκεφτόμουν σε τι κατάσταση θα την έβρισκα.
Τη βρήκα μια χαρά.
Το βράδυ πήγαμε στη συναυλία του Γκίλαν, στο θέατρο Γης. Ροκ χωρίς μπίρα γίνεται; Εμ, δε γίνεται. Υποσχέθηκα να την αφήσω να πιει λίγο.
Αυτό είναι και το πρόβλημά της. Πιστεύει -ακόμη- ότι μπορεί να το ελέγξει. Κι όταν τα καταφέρνει, παίρνει θάρρος.
Στη συναυλία ήπιε δυο κουτάκια μπίρα. Κι ένα με τη λήξη. Κι ένα κρυφά. Διαβάστε, τώρα, μαλακία που δέρνει τον εξαρτημένο και νομίζει ότι μπορεί να κρυφτεί. Εκατό φορές μου είπε πως ΜΑΛΛΟΝ θα πάει στην τουαλέτα. Από την πρώτη φορά ήξερα τι ήθελε να κάνει. Θα πήγαινε για μπίρα. Κάποια στιγμή, αποφάσισε να πάει στην υποτιθέμενη τουαλέτα. Διέσχισε όλο το θέατρο, ανέβηκε στις κερκίδες, κατέβηκε από την άλλη πλευρά κι έφθασε στις τουαλέτες.
Ούτε σκέφτηκε, για μια στιγμή, ότι καθόμασταν ΑΚΡΙΒΩΣ στη μέση των κερκίδων κι είχαμε πιάτο τα πάντα. Και τον Γκίλαν στη σκηνή, αλλά κι όλο το θέατρο.
Την είδα με το που βγήκε από τις τουαλέτες. Μικρά, νευρικά βήματα. Πρώτα κάθισε λίγο δίπλα στη σκηνή. Δήθεν να δει τον Γκίλαν από κοντά. Μετά άρχισε η κίνηση προς το κυλικείο. Σε πέντε λεπτά, έφθασε ως την άκρη των κερκίδων. Χρειάστηκε άλλα πέντε λεπτά για να ανεβεί στο πρώτο σκαλοπάτι. Κι όταν πίστεψε ότι δεν την΄έβλεπε κανείς, ανέβηκε στο τελευταίο διάζωμα, στο κυλικείο. Αγόρασε μπίρα και την ήπιε μονορούφι. Κι έπειτα, ήλθε δίπλα μου, λες και δε συνέβαινε τίποτα.
Υπό τους ήχους του Στρέιντζ Κάιντ οφ Γούμαν, έσκυψα στο αυτί της:
"Η μαλακία σου είναι ότι την πίνεις μονορούφι"...
"..."
"Τι έγινε; Δεν άκουσες τι σου είπα, ή δεν κατάλαβες";
"Καλά δεν περνάμε";
"Σήμερα ναι. Αύριο";
"Κι αύριο καλά θα περάσουμε".
Κι ήρθε η Κυριακή. Και πήγε για δουλειά. Και στη 1 το ξημέρωμα που την πήρα τηλέφωνο, ήταν ακόμη εκεί.
"Γειά σου μωράκι μου"...
Η υπερβολική γλύκα, η μια δόση παραπάνω αγάπης, είναι, να ξέρετε, στάχτη στα μάτια. Ο εξαρτημένος έχει την εντύπωση ότι θα σε κερδίσει έτσι. Και, η αλήθεια είναι, πολλές φορές τα καταφέρνει. Γιατί ο εξαρτημένος από το αλκοόλ, είναι ένας γλυκός άνθρωπος. Είναι κεφάτος, τρέντι, χαρούμενος. Δεν είναι σαν τον τοξικομανή, απορριπτέος από όλους, απόκληρος της κοινωνίας. Ο αλκοολικός είναι ένας τοξικομανής με παρέες. Τον θέλουν όλοι. Κι αυτό είναι το τυράκι στη φάκα της εξάρτησης από το αλκοόλ.
Επέστρεψε στις 2 και μισή. Ζήτησε καρπούζι. Το είχε. Κι έπειτα πήγε να κοιμηθεί. Στο δικό της δωμάτιο και στο δικό της κρεβάτι.
Τουλάχιστον θα κοιμηθώ ήσυχος...
Καληνύχτα σας.