Σάββατο, Οκτωβρίου 22, 2011

Δερβίσικος χορός

Βίωσα την απόλυτη ξευτίλα. Μη νομίζετε ότι, τόσο καιρό που ΄χω να μπω εδώ να γράψω έγινε κάποια σημαντική αλλαγή στη ζωή τη δική μου, ή της Κατερίνας. Τίποτα δεν άλλαξε. Μετά τον οικειοθελή αποκλεισμό της σε κλινική και την πλήρη αποτυχία του πειράματος, επιστρέψαμε στα παλιά…

Απλά, να, σήμερα έχω ανάγκη να τα πω. Μετά από τόσα χρόνια, δεν αντέχω άλλο. Η κατάσταση είναι τραγική κι έχω ανάγκη (όπως παλιά) να τα βγάλω από μέσα μου.

Ήμουν στη δουλειά. Πλέον τελειώνω πολύ νωρίτερα –για να μην πληρώνει ο εργοδότης νυχτερινά, ξέρετε εσείς. Δέχτηκα το τηλεφώνημά της, για να κανονίσουμε να επιστρέψουμε σπίτι. Αυτοκίνητο, πλέον, δεν υπάρχει και παίρνουμε το λεωφορείο.

Όταν την είδα να πλησιάζει, κατάλαβα. Το γνωστό τρέκλισμα στο βηματισμό, χαμένο βλέμμα. Στάθηκε απέναντί μου και δεν μπορούσε, καν,, να με αναγνωρίσει. Μιλούσα στο κινητό με μια φίλη. Πλησίασα κι έσκυψα να τη φιλήσω. Μου ΄δωσε ένα φιλί υποχρέωσης, από εκείνα τα πονηρά που προσπαθεί να μην εκπνεύσει, για να μην καταλάβω ότι έχει πιεί. Δεν ήθελα άλλα δείγματα…

Στο λεωφορείο βρήκαμε δυο θέσεις και καθίσαμε. Άρχισε να βρίζει το αφεντικό μου, να τον χαρακτηρίζει με διάφορα κοσμητικά, λέγοντας πεντακάθαρα και δυνατά το όνομα και το επίθετό του. Της ζήτησα να σταματήσει. Συνέχισε. Της είπα ότι αν συνέχιζε θα σηκωνόμουν να φύγω. Συνέχισε και πάλι. Σηκώθηκα και πήγα κάθισα αλλού…

Λίγο αργότερα κατάλαβα, χωρίς να βλέπω, ότι είχε κατεβεί από το λεωφορείο. Κατέβηκα κανονικά στη στάση μου και πήγα σπίτι. Στο δρόμο είχα σκυφτό το κεφάλι. Δεν μπορώ, πια, να περπατώ γελαστός και με το κεφάλι ψηλά. Λίγο η οικονομική κρίση που μας έχει γονατίσει, λίγο το αγιάτρευτο πάθος της Κατερίνας, δεν έχω καμία όρεξη για τίποτα.

Όταν έφθασα στο σπίτι δεν ήταν εκεί. Ήρθε περίπου μισή ώρα αργότερα κι αφού έστρωσα το ξέστρωτο κρεβάτι που είχε κατουρήσει ο σκύλος (πήραμε και σκύλο στο μεταξύ, λες και δε μας έφταναν τα ζόρια μας, για να τυραννιέται κι αυτός μαζί μας). Είχε αγοράσει φαγητό. Μπήκε μέσα λες και δεν είχε συμβεί τίποτα. Με πλησίασε ενώ ήμουν στο κομπιούτερ δουλεύοντας:

-Θέλω να χωρίσουμε, μου είπε.

-Κι εγώ θέλω να χωρίσουμε…

-Θέλω να φύγεις αμέσως τώρα!

-Τι λες, ρε Κατερίνα; Από πού με διώχνεις;

-Να φύγεις! Τώρα! Τι, δηλαδή; Επειδή το συμβόλαιο είναι στο όνομά σου;

-Δεν πάω πουθενά. Αν θες να φύγεις, φύγε εσύ…

Η κουβέντα δεν έβγαζε πουθενά. Ήταν σαφές ότι δεν ήθελε να φύγει. Το ζόρι της ήταν να δικαιώσει τον βυθισμένο στο αλκοόλ εγωισμό της. Παρά το ότι κράτησα τα νεύρα μου και δε φώναξα, η κουβέντα πήγαινε από το κακό στο χειρότερο:

-Άντε γαμήσου μαλάκα! Μόνον τον εαυτό σου σκέφτεσαι! Αρχίδι! Τον εαυτούλη σου και την πρώην γυναίκα σου και την κόρη σου. Τους άλλους τους έχεις γραμμένους!

Δεν είπα κουβέντα. Τι να πεις, άλλωστε. Εκείνη συνέχιζε:

-Να φύγεις τώρα! Να γυρίσεις σε εκείνη. Εκείνη σου αξίζει. Άντε! Τον μπούλο!

Δεν άντεξα. Χωρίς να φωνάξω, χαμηλόφωνα, γιατί έχω βαρεθεί να μας ακούν οι γειτόνοι, απάντησα:

-Άσε με, να χαρείς! Έχω δουλειά. Άφησέ με να δουλέψω. Εγώ, όταν εσύ δουλεύεις, σε σέβομαι.

-Ποιον σέβεσαι ρε μαλάκα! Κανέναν δε σέβεσαι. Χειρότερα κάνεις.

-Τι να σου πω τώρα…

-Τι να πεις ρε! Άντε, πες, να δούμε! Κωλοπαίδι! Είσαι γαϊδούρι!

-Κατερίνα, να ΄ρθεις να μου τα πεις αύριο το πρωί αυτά, όταν θα ΄σαι ξεμέθυστη. Αλλά αύριο, πάλι θα ζητάς συγνώμη. Μόνον που τώρα, βαρέθηκα. Δεν αντέχω άλλο. Έκανα υπομονή 11 χρόνια και δεν αντέχω άλλο. Αν θες να χωρίσουμε, να χωρίσουμε. Έτσι όπως το πας, θα σε βρουν νεκρή κάτω από καμία γέφυρα κι εγώ δεν μπορώ να είμαι αυτός που θα τρέχει να αναγνωρίσει το πτώμα σου. Δεν αντέχω άλλο…

Τα είπα αυτά με μια φωνή ήσυχη, ήρεμη… Έβγαιναν αβίαστα, χωρίς κορώνες, χωρίς να ακολουθήσω την έντασή της. Τα ΄λεγα μάλλον κουρασμένα.

Έφυγε. Πήγε στην κουζίνα κι άρχισε να κλαίει. Πέταξε κάτω τα φαγητά που είχε πάρει. Τα πάτησε. Άκουσα ένα μπουκάλι να πέφτει. Πήγα να δω μήπως έσπασε κάτι και πατούσε σε γυαλιά και κόβονταν.

Νέα επίθεση…

-Φύγε από ΄δω. Μαλάκα! Γαμώ το Χριστό μου και γαμώ την Παναγία μου! Αρχίδι! Φύγε!

Σήκωσα το μπουκάλι –δεν είχε σπάσει. Ήταν ένα γυάλινο μπουκάλι λάδι που είχε πάνω στον νεροχύτη. Το ακούμπησα στη θέση του κι έφυγα.

Πήγε στην κρεβατοκάμαρά της. Έκλαιγε. Άναψε τσιγάρο. Λίγο αργότερα βγήκε από το δωμάτιο. Πήρε το τηλέφωνο και κάλεσε τον αδελφό της.

“Έλα, Θανάση. Καλά είμαι. Κοίτα, χωρίζω με τον Άκη και έρχομαι Καρδίτσα. Δεν μπορώ να είμαι με έναν άνθρωπο που λέει πως θα με βρουν κάτω από μία γέφυρα. Καταλαβαίνεις; Θέλω να έρθω εκεί. Αν γίνεται, να νοικιάσω το σπίτι σου, να μείνω μόνη μου. Τι θα πει '’χαλάρωσε”; Δεν μπορώ να είμαι με έναν τέτοιο άνθρωπο σου λέω. Στο σπίτι είμαι, ναι. Κι εκείνος εδώ είναι. Τι να πω, ρε Θανάση… Όλα εγώ τα πληρώνω μέσα στο σπίτι. Τα λέμε, γειά”!

Η απόλυτη ξευτίλα. Αισθάνθηκα ένα μηδενικό. Ήμουν, είμαι και θα είμαι το τίποτα για την Κατερίνα. Έχει αισθήματα για μένα μόνον δυο ώρες της μέρας, το πρωί, πριν αρχίσει να πίνει. Μετά, ποιος ξέρει ποιος γίνομαι, για το θολωμένο της μυαλό…

Δεν έχει έλεος αυτή η ιστορία. Δε θα υπάρξει ποτέ χάπι εντ. Το When a man loves a woman, ήταν κινηματογραφική ταινία. Η πραγματικότητα του να ζεις με έναν αλκοολικό, είναι εντελώς διαφορετική. Είναι μια πτώση, μια ελεύθερη πτώση που οδηγεί, πάντα, σε μια συντριβή. Κι εσύ ανεβαίνεις, ξανά και ξανά, στο ίδιο αεροπλανάκι κι επιμένεις να πέφτεις χωρίς αλεξίπτωτο, για να πεθάνεις, να ξαναπεθάνεις, να ξαναπεθάνεις. Σε έναν ατέρμονα μαζοχιστικό χορό, εσύ Δερβίσης σε έκσταση, μια έκσταση πόνου και ξευτίλας, που δεν τελειώνει με το τέλος της μουσικής…

Μόνον αν μπεις σ΄αυτόν τον Δερβίσικο χορό θα καταλάβεις ότι η κυκλική του κίνηση είναι μια παγίδα. Αυτοπαγιδεύεσαι στην επιθυμία του τέλους, ενός τέλους ευχάριστου που, κάθε μέρα απομακρυνεται όλο και περισσότερο.

Έπρεπε να σας είχα ακούσει. Να ΄χα φύγει στην αρχή. Τώρα παραμένω, Δερβίσης σε κυκλικό εκστατικό χορό, που θα πέσω κάτω από την συνεχή κίνηση, ή θα ξεράσω μη μπορώντας να αντέξω άλλο τη μονοτονία της μοναξιάς και του πόνου.

Σάββατο, Νοεμβρίου 21, 2009

Έμεινα

Έμεινα... Οκτώ blogόφιλοι, φωνάζαν: Φύγε! Κι εγώ εκεί, ατάραχος, σαν το γέρο με το τσιμπούκι, την ώρα που λυσσομανά η θάλασσα.
Κι όμως, κάτι άλλαξε. Δυστυχώς, αδιαφορώ. Είναι 4.15, ξημερώματα Σαββάτου. Εγώ στο πληκτρολόγιο κι η Κατερίνα στο γραφείο. Κοιμάται εκεί, πάνω στις καρέκλες, εξουθενωμένη από το ποτό, με τους σεκιουριτάδες να γελάνε για "τη σουρούκλω που δε βρίσκει την πόρτα να φύγει, να πάει σπίτι της". Τους άκουσα να το λένε, όταν της τηλεφώνησα. "Ποιος τη ζητάει, τη σουρούκλω", ρώτησε ο ένας; "Ο μαλάκας ο άνδρας της", απάντησε ο άλλος.
Πειράχθηκα. Αλλά μετά το τηλεφώνημα κατάλαβα ότι είχαν δίκιο και, ξαφνικά, σταμάτησε να με πειράζει που κάθομαι στο λαπ τοπ, δίπλα σε ένα κερί, με το cosmote on the go να ποστάρω, γιατί όλη η περιοχή έχει βυθιστεί στο σκοτάδι, από black out. Είπα: "Θα γράψω τα σημερινά και τέλος"!
Τι έγινε; Ότι πάντα. Ένα πάρτι κάποιου γνωστού, μια "υποχρέωση" που δεν μπορείς να αφήσεις έτσι και εκεί, η μία μπίρα πίσω από την άλλη. Εγώ, πάλι, από τη Δευτέρα είμαι νεκρός-γριπιασμένος. Με αναπνευστικά προβλήματα (ανήκω στις ευπαθείς ομάδες πληθυσμού, τρομάρα μου), με τους φίλους να φοβούνται το χειρότερο, αλλά εγώ εκεί. Στις επάλξεις. Κι εκείνη να ανεβοκατεβαίνει στη δουλειά με το ποδήλατο και να παραπονιέται, ελαφρά πιωμένη το βραδάκι, ότι δεν μπορώ να τη βοηθήσω, να πάρω το ποδήλατο στην ειδική σχάρα του αυτοκινήτου και να ΄ρθει ξεκούραστα, που εργάζεται, τώρα, σε δυο δουλειές και διπλοβάρδιες.
Χθες Πέμπτη, αν και ακόμη κρυωμένος, είπα να μην την αφήσω έτσι. Είχε προηγηθεί και την Τετάρτη μια έξοδος με φίλους της από τη δουλειά, που τέλειωσε και τη βρήκε νηφάλια κι επειδή το τελευταίο χρονικό διάστημα αγόραζε τέσσερα μεγάλα κουτάκια μπίρα κι έπινε μόνο τα δύο, είπα "ρε, μπας και..." και έτσι την ξαναπάτησα. Βγήκα, ψιλοάρρωστος ακόμη, για να γυρίσουμε μαζί το βράδυ στο σπίτι.
Για να μη σας τα σπάω με λεπτομέρειες, μαζί γυρίσαμε, αλλά ήταν σαν τον Ορέστη Μακρή στο "Αμαξάκι". Κι άρχισε να με κατηγορεί ότι φροντίζω την κόρη μου )από τον πρώτο γάμο) περισσότερο από εκείνη.
Κατάλαβα ότι μιλούσε ο Άμστελ. Είπα να μη μιλήσω αλλά εκείνη συνέχιζε. Και δε σταμάτησε ούτε όταν φθάσαμε στο σπίτι. Αντίθετα, άρχισε να φωνάζει -κι έτσι φώναξα κι εγώ.
Τι άκουσα; ΌΤι θέλω να επιστρέψω στην πρώην γυναίκα μου, ότι δεν έχουμε πάει ένα Σαββατοκύριακο πουθενά για να βρίσκομαι με την κόρη μου, ότι όσα λεφτά βγάζω τα ξοδεύω για το παιδί και δε δίνω μία για την ίδια. Μου ζήτησε να υπογράψουμε σύμφωνο συμβίωσης και να κάνουμε παιδί. Της είπα ναι, με μια προϋπόθεση -ειδικά για το παιδί: Να κόψει το ποτό. Κι εκεί μας άκουσαν και στη διπλανή πόλη.
Τι άκουσε; Ότι σταμάτησα να βγαίνω για να μην βρισκόμαστε σε μέρη που υπάρχει ποτό. Ότι δεν πηγαίνω μαζί της σε πάρτι, γιατί βαρέθηκα να κάθομαι σε μια γωνιά και να τη βλέπω να χορεύει μεθυσμένη με τον κάθε άγνωστο (πραγματικά άγνωστο, δεν είναι σχήμα λόγου). Ότι όλος ο κόσμος γελάει πίσω από την πλάτη της και την κάνουν χάζι. Και άρχισα να αραδιάζω μία-μία όλες τις ιστορίες που έζησα -και που αρκετές σας έχω εξιστορήσει σε αυτό το blog.
Ζήτησα να χωρίσουμε. Συνήθως σε αυτό το σημείο βάζει τα κλάματα και κλείνεται σε ένα δωμάτιο. Μετά από 5 λεπτά, κοιμάται. Έτσι έγινε, χωρίς το σημείο με τα κλάματα.
Και φθάσαμε στην Παρασκευή... Το πρωί είχαμε μία από τα ίδια. Με το κεφάλι κάτω, λόγια λίγα, βλέμμα πικραμένο. Το μεσημέρι με παρακαλούσε να τα ξεχάσουμε. Το βράδυ, στις 9, μου είπε ότι δε θα πήγαινε στη δεύτερη δουλειά, αλλά θα επέστρεφε σπίτι γιατί ήταν κουρασμένη και με παρακάλεσε να πάρω εγώ το ποδήλατο.
Μισή ώρα αργότερα, επειδή δεν είχαμε συνεννοηθεί για το πού θα ήταν για να πάρω το ποδήλατο, της τηλεφώνησα. Και με κάλεσε σε υπαίθριο πάρτι, μέσα στη νύχτα, εμένα έναν άνθρωπο άρρωστο, που παίρνει ακόμη κορτιζονούχα φάρμακα και που -πάνω από όλα- αρνείται εδώ και τέσσερα χρόνια, να πάει μαζί της όπου υπάρχει αλκοόλ (δηλωμένο στην ίδια). Κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
"Ρε Κατερίνα, πού να ΄ρθω άρρωστος άνθρωπος. Δεν μπορείς να μου πεις από πού να πάρω το ποδήλατο να τελειώνουμε";
Αυτό ήταν. Άρχισαν, πάλι, τα παράπονα. Κι όταν της είπα ότι δεν μπορώ να τα ακούω αυτά, άρχισε να τσιρίζει:
"Έτσι με κάνεις πάντα! Είσαι ένα αρχίδι και μισό. Ένας φασίστας! Πούστη! Μου έχεις γαμίσει τη ζωή"! Κι άλλα τέτοια.
Έκλεισα το τηλέφωνο. Με ξαναπήρε. Ξανά προσπάθεια για κουβέντα, που κατέληξε στις ίδιες φωνές και βρισιές. Ξανάκλεισα. Πήρα το δρόμο για τη μεταμεσονύκτια δουλειά μου. Και τότε, ξαναπήρε.
"Τι να το κάνω το ποδήλατο";
"Ό,τι θες. Δε με νοιάζει".
"Είσαι γομάρι! Έτσι ήσουν πάντα"!
Για να μην τα ακούω όλα αυτά, πήγα και πήρα το ποδήλατο. Μπήκε κι εκείνη στο αυτοκίνητο. Ζήτησε να την πάω στην μεταμεσονύχτια δουλειά της. Είχε, ήδη, ξεχάσει πως είχε πάρει άδεια ως άρρωστη. Την πήγα. Κι έμεινε εκεί. Κοιμόταν πάνω στα γραφεία όταν την αναζήτησα, αφού είχα τελειώσει τη δουλειά μου κι είχα επιστρέψει στο σπίτι. Είχα βρει τον τόπο στο σκοτάδι, από τη διακοπή που λέγαμε και δεν ήξερα τι να έκανα το ποδήλατο. Το αυτοκίνητο, ΟΚ, θα έμενε έξω από το υπόγειο πάρκινγκ. Νο πρόμπλεμ. Με το ποδήλατο τί να ένανα;
Την ξύπνησε ο σεκιουριτάς μετά τα όσα σας είπα νωρίτερα. Μου είπε να το κατεβάσω, στα χέρια, στο υπόγειο. "Δεν μπορείς ούτε αυτό να κάνεις";
Το αστείο είναι ότι το ΄κανα, γιατί λυπήθηκα μην της το κλέψουν. Θα ήταν το τρίτο. Και μέσα στο σκοτάδι, μπήκα στο κρύο, άδειο σπίτι.
Εκεί, άλλη τραγωδία. Ο αρσενικός της γάτος, που έχει δερματοπάθεια και θέλει επαλείψεις με ειδική αλοιφή, έγλυφε τις πληγές της. Κι η γάτα της που έχει ουρολοίμωξη, όποτε πήγαινε να πιεί νερό, έκλαιγε σα μικρό παιδί. Έπρεπε να πάρει το χάπι της. Δυστυχώς, ένας άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει καλά πονεμένα γατιά. Έτσι τα άφησα και ξαναπήρα τηλέφωνο, μπας και λυπόταν τα ζωάκια.
"Μου είπες να μην ξαναπατήσω σπίτι", μου είπε. Κι εκεί, έκλεισα το τηλέφωνο κι έπιασα το λαπ τοπ.
Μπορεί και να το ΄πα. Αυτή η ιστορία γίνεται εδώ και επτά χρόνια (κι άλλα δύο που ήμουν, ακόμη, με την πρώην γυναίκα μου, αλλά τότε, όντως, δεν είχα πάρει χαμπάρι). Κάθε μέρα έχει την ίδια κατάληξη. Ακριβώς. Ε, αν το ΄πα, νομίζω ότι δικαιολογούμαι.
Αυτή η επιμονή της, όμως, να μου ρίξει το φταίξιμο (λες και δεν φταίμε και οι δύο) μου γύρισε το μυαλό ανάποδα.
Κι όπως σας είπα, έπιασα το λαπ τοπ. Ξέρω ότι, αύριο, θα μου λέει ότι "είναι μια άλλη μέρα", "ας αγκαλιαστούμε ν αρχίσουμε ξανά", "δώσ' μου ένα χαμόγελο" κι άλλα τέτοια. Χαμόγελο δεν θα πάρει. Μπορεί να μην της κλείσω την πόρτα (δε θα το ΄κανα σε κανέναν), αλλά πλέον ψάχνω χρήματα και συνθήκες, για να χωρίσω. Ακόμα και στην ίδια στέγη να μένουμε, ξαφνικά, δε με ενδιαφέρει τι κάνει. Με ενδιαφέρει μόνο να κερδίσω αυτό που δεν είχα ποτέ, εδώ και δεκαετίες (γιατί και στο γάμο μου, είχα κι εκεί ζόρια να ζήσω). Μπορεί να κοιμηθεί στο γραφείο, στο δρόμο, σε παγκάκι, με τρεις, με πέντε, με δέκα. Δε με ενδιαφέρει. Κι επειδή, με το που έγραψα αυτό, ήρθε το φως, λέω να κλείσω εδώ και να δω καμιά ταινία.

Τετάρτη, Ιουλίου 01, 2009

Δύσκολη νύχτα

Δεν έχω ζήσει πιο δύσκολη νύχτα. Απόψε, αφού έπαιξε με την καρδιά μου και το μυαλό μου, έπαιξε και με τη συνείδησή μου.
Ήταν, όπως κάθε βράδυ, τύφλα(Είχα σταματήσει να γράφω, εδώ και καιρό, γιατί δεν έβρισκα παρηγοριά ούτε στο γράψιμο, πλέον). Απόψε, αφού προηγήθηκαν όλα τα υπόλοιπα ("έμαθα για ένα κορίτσι που γνώριζα, που πέθανε από καρκίνο και στεναχωρέθηκα", "τι έχεις, τι σου χω κάνει, δεν έχω κάνει τίποτα", "άσε με να φύγω, σε βαρέθηκα", αποφάσισα να την αφήσω να φύγει. Της ζήτησα τα κλειδιά του σπιτιού και, με φωνές και ουρλιαχτά, της είπα να μ΄ αφήσει ήσυχο.
Δεν κατέβηκε από το αυτοκίνητο. Έμεινε εκεί, προφανώς καταλαβαίνοντας, μέσα στο μεθύσι της, ότι δε θα ΄βρισκε καλύτερα.
Όταν φθάσαμε στο σπίτι όμως, αντίθετα με ό,τι έκανε εννιά χρόνια τώρα, άφησε τα κλειδιά έξω από την πόρτα κι έφυγε.
Την πήρα στο τηλέφωνο και τη ρώτησα για τα γατιά της. "Πέτα τα", είπε, για δυο γατιά που τα ανάθρεψε από νεογέννητα και είναι, πλέον, 13 και 14 ετών. Κάτι έσπασε μέσα μου. Αν αδιαφορούσε, πλέον, για αυτές τις ψυχούλες, ήταν φανερό ότι δεν έδινε δεκάρα για ΄μένα. Κι ύστερα έφυγε.
Ανακουφίστηκα. Είπα ότι, ίσως, είχε τελειώσει ένα μαρτύριο εννέα χρόνων. Όμως ήταν τότε που είχε αποφασίσει να παίξει το τελευταίο χαρτί: Να χτυπήσει την ανθρωπιά και τη συνείδησή μου.
Με πήρε τηλέφωνο.
"Με άφησες από έξω", μου είπε.
"Ήταν επιλογή σου", της είπα.
"Μου πήρες τα κλειδιά"...
"Τα κλειδιά τα άφησες κι έφυγες".
"Τι κάνουν τα γατιά μου";
"Εδώ είναι".
"Με άφησες απέξω"...
"Γιατί δε χτύπησες να σ' ανοίξω";
"Χτύπησα το Α2".
"Δεν υπάρχει τέτοιο διαμέρισμα στην πολυκατοικία. Δε χτύπησες πουθενά".
...
"Θες κάτι";
"Να με κάψετε..."
Ανατρίχιασα. Καταλάβαινα ότι δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει κακό στον εαυτό της, αλλά η απειλή της ήταν αρκετή για να με κάνει να γεμίσω τύψεις. Κι αν, πάνω στο μεθύσι της, πάθαινε κάτι;
Εκεί πόνταρε. Της είπα ότι, σε 5 λεπτά, θα άνοιγα την πόρτα της εισόδου. "Είμαι μακριά", μου είπε. Λίγο αργότερα ήταν εκεί...
Δυστυχώς, πλέον δεν πατάει μόνον στην αγάπη μου, ή στην ανθρωπιά μου. Πατάει, βάναυσα και πάνω στη συνείδησή μου. Και το ξέρει ότι αυτό είναι κάτι που δεν πρόκειται να αλλάξει πάνω μου.
Σκατά. You can't teach new tricks to an old dog. And I'm a very old dog. I'm allways 46... We leave together for nine years. The nine all years...
Τελικά, εγώ θα πεθάνω πρώτος. Εξάλλου, είμαι μεγαλύτερος.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 23, 2009

Ποιον κοροϊδεύω;

Μάλλον τον εαυτό μου.... Και κανέναν άλλον. Εχω πολύ καιρό να γράψω στο ζόρι. Το ίδιο και στα διαστήματα. Στα άλλα blogs, εκείνα που κρατάω με όνομα και επώνυμο, γράφω καθημερινά, αλλά μηχανικά. Έτσι, για να λέω ότι κάνω κάτι.
Είμαι στη φάση που δεν θέλω ΤΙΠΟΤΑ. Που δεν ελπίζω, πλέον, σε ΤΙΠΟΤΑ. Κι αν έχω να γράψω από το Νοέμβριο, δεν είναι επειδή δεν έχω, πλέον, ζόρι. Το αντίθετο μάλιστα. Κάθε βράδυ, κάθε γαμημένο βράδυ, η ίδια ιστορία. Και κάθε πρωί. Και κάθε μεσμέρι. Οι μέρες και οι νύχτες είναι πανομοιότυπες. Δε βοηθάει σε τίποτε να τις περιγράψω. Θα σας κουράσω. Και θα κουραστώ.
Παλιά το κείμενο έρεε. Περιέγραφα κι ήθελα να γράψω κι άλλα, κι άλλα, κι άλλα... Τώρα θέλω να τελειώνω. Γράφω μία πρόταση, σταματάω, κάνω μια βόλτα ως το δωμάτιο, τη βλέπω ξεραμένη στο εφηβικό της κρεβάτι, να μην ξέρει ούτε που βρίσκεται, ούτε τι της έχει συμβεί. Ζει, συνεχώς, σε ένα παραλήρημα. Λέει πράγματα που δεν έχουν συμβεί ποτέ. Κάνει πράγματα χωρίς νόημα. Ίσως και να χουν νόημα. Στο θολωμένο της μυαλό.
Όποιος κατάφερε να ζήσει δίπλα της πάνω από έναν χρόνο, στο δεύτερο έφυγε τρέχοντας. Εμείς μπήκαμε, αισίως, στους οκτώ. Οκτώ χρόνια συγκατοίκησης. Το κλουβί με τις τρελές. Το κλουβί με τις τζαζεμένες. Το κλουβί με την ταβλαρισμένη και τον δειλό.
Το κουράγιο τελείωσε. Στην αρχή έγραφα διάφορες πίπες στα διαστήματα, για το λόγο που δεν ήταν συχνά τα ποστ. Κορόιδευα τον εαυτό μου, που λέω και στον τίτλο. Τι να γράψεις, δηλαδή; Με ποιο κέφι; Με ποια έμπνευση; Ό,τι και να μου ΄ρχόταν στο μυαλό ήταν μαύρο. Κι άραχνο. Το Κοράκι του Πόου, μπροστά στα δικά μου σβησμένα και ξαναγραμμένα και ξανασβησμένα ποστ ήταν σαν το παραμύθι της Ωραίας Κοιμωμένης. Τα δικά μου παραμύθια είχαν δράκους που ρουφούσαν μυαλά, φυσούσαν φλόγες και έκλαναν τόσο προπάνιο που πέφτανε οι άνθρωποι σα μύγες στο διάβα τους. Μόνον από τη μπόχα πέθαιναν δέκα δέκα την ημέρα κι εκατό την εβδομάδα.
Κι όλα αυτά γιατί; Επειδή κόλλησα σ αυτήν τη σχέση χωρίς αύριο. Χωρίς αύριο έγραψα; Χα! Χωρίς σήμερα. Χωρίς χτες. Μια σχέση που, ποτέ, δεν κύλησε στο χρόνο. Μια σχέση σε άλλη διάσταση, βουτηγμένη στο αλκοόλ και στους καπνούς απ τα τσιγάρα.
Σας έχω πει (γραψει, όπως θέτε) ποτέ ότι με πειράζει ο καπνός; Ότι έκοψα το τσιγάρο πριν τρεισίμισι χρόνια μετά από τέτοια υπερκατανάλωση νικοτίνης που τη μυρίζω και βουλώνει η μύτη μου; Ότι δεν ζω χωρίς ειδικό σπρέι για τη μύτη; Ότι ψεκάζομαι, σαν το κουνούπι του βάλτου, πέντε κι έξι φορές τη μέρα; Ότι όταν καπνίζει κάποιος στον ίδιο χώρο με μένα κλείνει ο λαιμός μου για ώρες; Ε, λοιπόν, η Κατερίνα, αυτός ο θηλυκός Ορέστης Μακρής, καπνίζει τρία πακέτα τη μέρα, σε ένα δωμάτιο δίπλα στην κρεβατοκάμαρά μου. Κι όταν, απλά, θίξω το θέμα, μου λέει πως δεν μπορεί να κόψει, ταυτόχρονα, πιοτό και καπνό. Λες κι έκοψε, έστω για δυο ώρες, το αλκοόλ...
Παλιά, το πρωί, ούρλιαζα, φώναζα κι ερχόταν να ζητήσει συγνώμη. Μετά, δεν της μιλούσα. Και, πάλι, έκλαιγε και παρακαλούσε να μην την παρατήσω. Έπειτα ήταν η περίοδος της φυγής. Έφευγα. Με είχαν βαρεθεί τα ξενοδοχεία -τα φθηνά, γιατί για ακριβά δεν μας παίρνει. Ύστερα, το γύρισα στο παρακαλητό. Στην υπόσχεση. Στη φοβέρα. Στο φιλότιμο. Αυτο ήταν και το τελευταίο. Είπα καμιά κατοσταριά φορές ότι κινδυνεύω να πεθάνω από μαράζι -ή, στην καλύτερη, να πέσω (ξανά) σε κατάθλιψη- αλλά, εγώ τα έλεγα, εγώ τα άκουγα. Έκλαιγε, παρακαλούσε να μην της τα λέω αυτά γατί πονάει και, το βραδυ, με πονούσε εκείνη.
Μια σχέση πόνου. Αυτό είναι, πλέον, η σχέση μας. Αρρωστημένη. Ώσπου κάποιος από τους δυο μας να πεθάνει. Πλέον, έφτασα στο σημείο να ελπίζω ότι θα πεθάνω δεύτερος.
Αγάπη; Ποια αγάπη; Από πλευράς μου, τουλάχιστον, όχι μόνον πέθανε αυτό το συναίσθημα, όχι μόνον το θάψαμε, όχι μόνον φάγαμε κόλυβα ή κάναμε το μνημόσυνο, αλλά προχωρήσαμε και στην εκταφή και βάλαμε τα κόκαλα στο κασελάκι. Κόντεψαν να λυώσουν κι αυτά. Αν κάποιος έρθει και μου πει ότι πέθανε, μάλλον θα γυρίσω από το άλλο πλευρό.
Έρωτας; Σας παρακαλώ, μη λέτε ανέκδοτα. Δεν υπάρχει κανένας έρωτας. Μόνον πόνος υπάρχει και δυστυχία. Δε μου κάνει το παραμικρό, μέσα μου, η συνύπαρξή μας, όχι στο ίδιο σπίτι, αλλά στον ίδιο πλανήτη. Δυστυχώς, η ΝΑΣΑ έχει εγκαταλείψει το διαστμικό της πρόγραμμα.
Σεξ; Θα αστειεύεστε βέβαια. Εκτός κι αν δεχτώ να κάνω σεξ μαζί της την ώρα που είναι ανάμεσα στο να ξεράσει ή να πέσει σε αλκοολικό λήθαργο. Κινδυνεύω ή να μην φθάνει σε οργασμό και να ζητά σεξ ως το άγριο ξημέρωμα, ή να κοιμηθεί την ώρα της πράξης. Το να καταλάβει τι της γίνεται κι από ποιόν, δεν υπάρχει περίπτωση.
Στοργή; Μα σας παρακαλώ, τώρα! Το πιο στοργικό πράγμα που μου λέει το πρωί, όταν ξενερώνει, είναι "θα αλλάξουν όλα, θα δεις". Και το βράδυ "μαλάκα" μ ανεβάζει "αρχίδι" και "φασίστα" με κατεβάζει.
Οικογένεια; Εδώ είμαι κάθετος. Δε θα καταστρέψω άλλη μία ψυχή. Τελεία και παύλα.
Κοινές ευθύνες; Τι λέτε τώρα! Χθες έκλεψα ένα σακουλάκι καφέ φίλτρου. Δεν πληρώθηκα, ούτε εγώ, ούτε εκείνη. Οι επιχειρήσεις όπου εργαζόμαστε έχουν "προβλήματα ρευστότητας" (αν κι εγώ τις έκοψα ιδιαίτερα ρευστές. Τόσο που μπορεί να χυθούν στον υπόνομο -και μαζί τους κι εμείς). Εγώ έκλεψα τον καφέ κι εκείνη έβγαλε από κάρτες για να αγοράσει μια 12άδα μπίρες. Δε βαριέσαι... Ό,τι μπορεί ο καθένας πίνει. Αλλά αν τη δω να απλώνει το ξερό της στον καφέ μου, θα της το κόψω από τη ρίζα!

Δευτέρα, Νοεμβρίου 24, 2008

Πάλι πάρτι

Δεν πηγαίνω πουθενά. Έχω διάφορες προσκλήσεις, είτε από φίλους, είτε από συνεργάτες, αλλά προτιμώ να μένω σπίτι.
Και δε μιλάω για καθημερινές εξόδους. Μιλάω για τριήμερα, τετραήμερα κι άλλα τέτοια. Σπάνια αποδέχομαι μια πρόταση. Κι αυτό, γίνεται για έναν λόγο που όποιος έχει διαβάσει αυτό το blog, τον καταλαβαίνει (με την έννοια του "γνωρίζει" κι όχι με την έννοια του "κατανοεί").
Το Σαββατοκύριακο που πέρασε, έκανα την υπέρβαση. Πήγα με φίλους στη Βουλγαρία. Μπορούσε να έρθει και η Κατερίνα, αλλά επειδή εργαζόταν, αποφάσισε να μείνει Ελλάδα.
Η αλήθεια είναι ότι πήγα με βαριά καρδιά. Δε θέλω να την αφήνω μόνη. Κι όχι μόνον επειδή θα βρει ευκαιρία να πιει. Ούτως ή άλλως, αυτήν την ευκαιρία θα τη βρει. Επειδή, όμως, έχω καταλάβει ότι δε θα είμαστε για πολύ καιρό μαζί, θέλω να ζω μαζί της την κάθε στιγμή. Τελικά, όμως, υπέκυψα και πήγα.
Γύρισα μεσημέρι της Κυριακής. Στο δρόμο της πήρα κάτι μικροπράγματα, που της αρέσουν, πήγα και μάζεψα το ποδήλατό της, όπως μου ζήτησε και όταν μιλήσαμε, στις 8.30 το βράδυ, ήταν ακόμη στη δουλειά. Υποτίθεται ότι, στις 10.30 θα επέστρεφε.
Η ώρα περνούσε και δεν έδινε σημεία ζωής. Πήρα δυο - τρεις φορές στο κινητό της, αλλά δεν απάντησε. Έστειλα δύο μηνύματα, αλλά μάταια... Μία ώρα μετά, ξαναπήρα στο κινητό της.
"Μιλάω. Να σε πάρω εγώ";
"Ρε συ Κατερίνα, περιμένω για να φάμε μαζί. Αν..."
"Έχει ένα πάρτι το προσωπικό, μετά..."
Έκλεισα το τηλέφωνο τσαντισμένος. Μιλήσαμε κι αργότερα, όπου μου είπε ότι δεν ήξερε για το πάρτι κι αν δεν την πίστευα "θα θύμωνε πολύ". Είπα ότι την πίστευα, για να κλείσω το τηλέφωνο μια ώρα αρχύτερα.
"Θα σε πάρω να σου πω αν έχει κόσμο και πόσο θα μείνω..."
Είναι μία τα ξημερώματα. Δυο μπριζόλες στέκουν ξεπαγωμένες στο νεροχύτη. Δεν έχω καμία όρεξη. Έχω ξεχάσει πώς πέρασα, αν πέρασα καλά στη Βουλγαρία, τι έκανα. Δε θυμάμαι, καν, με ποιους ήμουν. Ξέρω ότι δε θα πάρει να μου πει πότε θα γυρίσει. Ξέρω ότι δεν θα έρθει στο σπίτι πριν τις 5 τα ξημερώματα. Ξέρω ότι, όταν έρθει, θα είναι τύφλα. Ξέρω ότι αύριο θα με γεμίσει υποσχέσεις. Ξέρω ότι θα συνεχίσω να ελπίζω.
Θα μου πείτε: "Γιατί τα γράφεις"; Για να ξεσπάσω. Για να τα βγάλω από μέσα μου. Κάτι σαν ψυχανάλυση ένα πράμα. Κι όταν βλέπω τα σχόλιά σας, το χαίρομαι. Γιατί το συζητάω. Γιατί αν δεν το συζητήσω (άσχετα που ξέρω καλά τι να κάνω) θα σκάσω. Γιατί δεν μπορώ να παραπονιέμαι μπροστά σε έναν καθρέφτη. Γιατί δεν μπορώ να κλαίω μόνος μου. Γιατί, τόσα χρόνια σ αυτό το blog, συνεχίζω να γράφω για να αισθάνομαι ένα χτύπημα στην πλάτη.
Συγνώμη, αλλά σήμερα δεν έχω κανένα κέφι...

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 04, 2008

Παρένθεση

Μόλις σήμερα συνειδητοποίησα πόσο καιρό έχω να γράψω σ αυτό το blog. Μόλις σήμερα διάβασα τα σχόλιά σας στο προηγούμενο. Με ρούφηξαν οι διακοπές -αλλά και η δουλειά, πριν και μετά τις διακοπές. Έχω ένα σημείωμα έτοιμο, που γράφτηκε κατά τη διάρκεια των διακοπών. Θα το κρεμάσω σήμερα ή αύριο, αφού πρώτα απαντήσω στα σχόλιά σας.

Συμβουλή: Αφήστε κάτω το Facebook. Δεν προσφέρει μία και διαλύει την αίσθηση της παρέας και της συντροφικότητας που δίνουν τα Blog. Και χρειάζεται περισσότερο χρόνο...

Παρασκευή, Ιουνίου 20, 2008

Τα μυστικά του βάλτου 1

Θεέ μου, δε φθάνει; Πέντε χρόνια τώρα, με τυραννάς. Κάθε βράδυ μου παίρνεις τη ζωή, λίγη - λίγη. Είτε μόνον με την αγωνία μου, για το αν ήπιε. Είτε επειδή έχει πιει λίγο και αγωνιώ αν θα πιει περισσότερο. Είτε επειδή είναι στα πρόθυρα της κατάρρευσης και φοβάμαι για το αν θα την κρατήσουν στη δουλειά της, ή θα την πετάξουν σα σκυλί, να πεθάνει στο δρόμο. Είτε επειδή είναι τόσο χάλια, που δεν ξέρω αν θα καταφέρει να έρθει σπίτι, να κοιμηθεί στην ασφάλεια, στη σιγουριά, ή θα την μαχαιρώσει κάποιο πρεζόνι για να της πάρει τα χρήματα που έχει -πάντα- πάνω της, για να αγοράσει ποτό.
ΦΤΑΝΕΙ! Δεν το αντέχω άλλο! Με τιμώρησες αρκετά, νομίζω! Η ζωή μου, η καθημερινότητά μου, γαμήθηκε. Διαλύθηκε. Τα χρήματα φεύγουν, από τα χέρια μου με φοβερή ταχύτητα. Η ζωή μου κυλάει, ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ, με τον ίδιο τρόπο. Ας γίνει κάτι επιτέλους! Έστω και κάτι τραγικό, κάτι μεγάλο, κάτι που -ως τώρα- απευχόμουν.
Πέθανε ο αδελφός ενός φίλου της, κοντινού της ανθρώπου -κι εκείνος, της είπαν, έγινε χώμα. Πάντα ευαίσθητη, αποφάσισε να ταξιδέψει από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, για την κηδεία. Φυσικά, με τρένο. Που μπορείς να περπατάς, να καπνίζεις, να πίνεις. Κανόνισε με τη δουλειά της, να δουλέψει ως αργά και, στις 2 τα ξημερώματα, να αναχωρήσει. Δουλεύει, εξάλλου, απέναντι από το σταθμό. Και; Τι έγινε; Πήγε στη δουλειά στις 8.30 το βράδυ. Ως τη 1 μετά τα μεσάνυχτα είχε κάνει, για τη δουλειά της, ένα... τηλέφωνο. Κι έπειτα τριγυρνούσε στα φαστ φουντ της περιοχής, πίνοντας.
Τη βρήκα, γύρω στα μεσάνυχτα, στους δρόμους. Μου έκλεισε το τηλέφωνο. Αποφάσισα να μην επικοινωνήσω μαζί της. Όταν είδε ότι πέρασε κοντά μια ώρα και δεν τηλεφώνησα, τηλεφώνησε εκείνη. Ατέλειωτες σιωπές σε ανοικτά τηλέφωνα. Και στο τέλος, μου είπε:
"Τι θες, από μένα, ρε γαμώ το; Γαμώ την Παναγία μου"!
Της έκλεισα το τηλέφωνο. Πήρε σε 10 λεπτά. Ζητά να πάω να της κουνήσω μαντίλι. Δε θα πάω, είμαι αποφασισμένος.
Η καρδιά μου, όμως, πονάει. Τη νοιώθω να σχίζεται. Σα να καταλαβαίνω ότι οι αρτηρίες κόβονται στα δύο. Το αριστερό μου χέρι μουδιάζει και το πόδι μου πονάει. Καταρρέω. Έφυγε το κέφι μου (πρέπει να έχω πέσει σε κατάθλιψη εδώ και καιρό), δεν έχω καμία όρεξη για τίποτα. Θέλω να είμαι ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι, σαν τον παράλυτο και να μην κουνιέμαι.
Γι αυτό λέω: Αφού εγώ αδυνατώ, πλέον, να δώσω τη λύση (δεν μπορώ να μαζέψω ούτε χρήματα για την μετακόμιση, αφού τα εισοδήματά της μειώνονται κάθε τόσο και δεν υπάρχει προοπτική να δουλέψει κάπου, αλλά ακόμη κι αν μπορούσα δεν ξέρω κατά πόσον θα την παρατούσα να λιώνει και θα έφευγα μακριά, για λόγους που, ήδη, έχουμε αναλύσει), ας δώσει τη λύση ο Θεός. Κι ας είναι δραστική. Ας με λυπηθεί. Κι ας λυπηθεί και το παιδάκι μου. Κι ας λυπηθεί και την ίδια. Όμως, άλλη μία τέτοια νύχτα, με την Κατερίνα να ταξιδεύει, με το τρένο, σε αλκοολικό κώμα κι εμένα στη Θεσσαλονίκη να ελπίζω ότι, το πρωί, θα είναι ακόμη ζωντανή, δεν την αντέχω.
Θα ΄θελα να γίνω αναίσθητος. Να με παίρνει τηλέφωνο και να αδιαφορώ, όταν την ακούω βυθισμένη στο αλκοόλ. Ζηλεύω, ώρες - ώρες, το Νοέμβριο. Που έδωσε τέλος και δεν καταλαβαίνει Χριστό. Αντίθετα, στα παρακάλια, γίνεται σκληρότερος. Γιατί έχει επιθυμία να προχωρήσει μπροστά. Αλλά και τις δυνατότητες. Τις απλές, υλικές, δυνατότητες, στις οποίες σπάνια δίνουμε σημασία, αλλά είναι πολύ βασικές. Μπράβο, Νοέμβριε. Keep on walking. Μόνον η πέτρα που κυλάει, δε χορταριάζει. Άσε μας στους βάλτους μας.