Κυριακή, Δεκεμβρίου 31, 2006

Ρεβεγιόν

Επέστρεψε το πρωί. Με δώρο. Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντες. Ως το μεσημέρι καλά φαινόταν να πηγαίνουν τα πράγματα. Από εκεί κι έπειτα άρχισαν τα προβλήματα.

Πρώτα βγήκε έξω για κρέατα. Μετά για είδη σούπερ μάρκετ. Την τρίτη φορά για γλυκά. Την τέταρτη για φρούτα. Δεν ξέρω αν θα ακολουθήσει και πέμπτη, για τσιγάρα. Κατά έναν περίεργο τρόπο, κάθε φορά που επέστρεφε το μάτι της ήταν πιο θολό και μύριζε ολοένα και περισσότερο χυμό κριθαριού.

Λέτε να κάνω λάθος; Μπορεί. Πάντως ειλικρινά, δεν ξέρω πώς θα υποδεχτώ το 2007.

Α! Το ωροσκόπιό μου προτείνει να κόψω μαχαίρι μια αισθηματική ιστορία που με πληγώνει, μέσα στο 2007 –και πριν το καλοκαίρι. Να πιστέψω το Λεφάκη;

Ως virgo, όμως, δεν πιστεύω στα ωροσκόπια.

Στις φίλες της

Διάλογος την Παρασκευή το μεσημέρι:

-Θα πάω στις φίλες μου. Έχουμε gathering στο καινούργιο σπίτι της Μίας.

-Να πας και να περάσεις καλά.

-Δε θα έρθεις;

-Θα εξαρτηθεί από ΄σένα.

-Δηλαδή;

-Αν είναι να πίνεις, να γίνεσαι κομμάτια και να κάθομαι σε μια γωνιά, ανάμεσα σε άγνωστους ανθρώπους, να κομματιάζομαι κι εγώ, δεν θέλω να έρθω.

-Οι φίλες μου με αγαπάνε και δε μ΄ αφήνουν να γίνομαι χάλια…

-Δηλαδή να έρθω;

-Αν θες να έρθεις, έλα…

Διάλογος το πρωί του Σαββάτου:

-Τι ώρα θα πας, τελικά, στης Μίας;

-Στις 10… Δεν θα έρθεις;

-Να έρθω;

-Να σου πω, αν είναι να παραπονιέσαι που θα κάθεσαι σε μια γωνιά κι εγώ θα γυρνάω από τη μία παρέα στην άλλη, γιατί θα γυρνάω, να μην έρθεις καλύτερα. Δεν θα περάσεις καλά ούτε εσύ, ούτε εγώ.

-ΟΚ

Διάλογος (τηλεφωνικός) το απόγευμα του Σαββάτου:

-Κοίτα, δεν προλαβαίνω. Δεν θα έρθω από το σπίτι. Θα πάω κατευθείαν.

-Καλά να περάσεις…

-Γειά!

-Γειά!

Διάλογος (τηλεφωνικός) το βράδυ του Σαββάτου:

-Έλα, θες να έρθεις;

-Τώρα μόλις έβαλα πυτζάμες…

-Είχα ξεχάσει ότι γνώριζες τον άνδρα της Μίας… Είναι εδώ. Αν θες, έλα…

-Πού να κάνω μπάνιο τέτοια ώρα, να ντύνομαι και να έρχομαι από εκεί… Καλά να περάσετε. Θα αργήσεις;

-Δεν ξέρω…

-Προσδιόρισέ μου το χρόνο. Μετά τις 3 το ξημέρωμα;

-Ε, όχι ρε! Θα σε πάρω εγώ…

-Καλά… Άντε, καλή διασκέδαση!

-Γειά!

Διάλογος (τηλεφωνικός) στη 1 το ξημέρωμα της Κυριακής, μετά από 11 αναπάντητες κλήσεις στο κινητό της και αναγκαστική συνομιλία με τη Μία:

-Έλα ρε συ…

-Τι κάνεις;

-Καλά, 11 κλήσεις;

-Ρε Κατερίνα, έπαιρνα στο κινητό σου και δεν το σήκωνες… Είχες πει ότι θα πάρεις κι επειδή θέλω να πέσω να κοιμηθώ κάποια στιγμή, πήρα να σε ρωτήσω πώς το βλέπεις, αν θα αργήσετε…

-Πέσε να κοιμηθείς!

-Δηλαδή θα πάει μετά τις 3;

-Πέσε να κοιμηθείς!

-…

-Πέσε να κοιμηθείς, ρε παιδί μου! Μπορεί να κοιμηθώ εδώ!

-Καληνύχτα!

Έκλεισα τα κινητά. Χαμήλωσα τα σταθερά. Και μη μου πείτε ότι έχω άδικο, σας δάγκωσα το λαρύγγι!

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 29, 2006

Τσιφούταρος

"Είσαι τσιφούτης -και στα συναισθήματα"!
Αυτό μου είπε. Επί λέξει. Είμαι τσιφούτης εγώ (εγωιστής είμαι, δεν υπάρχει αμφιβολία), που παράτησα γυναίκα και παιδί, για να είμαι μαζί της. Εκτός κι αν πιστεύει ότι παράτησα την Αθανασία επειδή δεν ήθελα να... ξοδεύω πολύ συναίσθημα.
Είμαι φουρκισμένος, τώρα, και μπορεί να την αδικώ. Αλλά θέλω κάπου να ξεσπάσω. Και ξεσπάω εδώ, όπου το τελευταίο χρονικό διάστημα μείνατε λίγοι οι αναγνώστες κι ακόμη πιο λίγοι οι σχολιάζοντες.
Γιατί το ζόρι μου, όπως καταλάβατε εδώ και καιρό, δεν είναι μόνον το πάθος της Κατερίνας. Είναι και το ότι αυτή η κατάσταση μ΄ έχει αναγκάσει να αλλάξω ζωή και συνήθειες, να παρατήσω φίλους και να μένω μόνος να ψυχαναζαλίζομαι. Είναι και το ότι η Αθανασία δε θέλει να με βλέπει ούτε ζωγραφιστό (κι αν αυτό δε σημαίνει και τίποτε, έτσι όπως έγιναν τα πράγματα, υπάρχει κι ένα παιδί. Που έχω ζόρι να το βλέπω, γιατί, απλά, η μητέρα του, δεν θέλει να με βλέπει). Είναι και το ότι μεγαλώνω μέσα σε τέτοια ζόρια.
Αλλά αυτό το "τσιφούτης" με χαράκωσε. Κι αν είχε πιεί, είχε πιεί μόλις ένα ποτήρι...

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 28, 2006

Τι είχες Γιάννη...


Δυόμισι μέρες κοντά στους δικούς της και άλλες δυο μέρες άδειας –άρα κοινής ζωής για 24 ώρες το 24ωρο. Όπως καταλάβατε, δε συνέβη το παραμικρό.

Το μεσημέρι των Χριστουγέννων ήπιε ένα ποτήρι ούζο στο τραπέζι. Το βράδυ της Δεύτερης μέρας, μια μπίρα. Κι αυτό ήταν όλο.

Σήμερα το πρωί, χαμογελούσα χωρίς λόγο και αιτία. Ή, μάλλον, ΚΑΙ με λόγο ΚΑΙ με αιτία. Ήμουν ο χάχας με αιτία. Τι όμορφα που διαλύθηκε, πάλι, το όνειρο, το ίδιο βράδυ…

Με το που διαπίστωσα ότι, σε συνεχόμενα τηλεφωνήματά μου, δεν ήταν στο γραφείο της κι είχε παρατήσει υπολογιστή ανοικτό και τηλέφωνο κατεβασμένο, ήμουν σίγουρος: Κάποιο περίπτερο, κάποιο μπουγατσατζίδικο, κάποιο φαστ φουντ, κάτι από όλα αυτά, τέλος πάντων, από τα μαγαζιά που πουλούν ναρκωτικά φθηνά και στον οποιονδήποτε, θα είχε φιλοξενήσει τη σύντομη επίσκεψή της. Το βράδυ, σιγουρεύτηκα: Για άλλη μία φορά, τσατιζόταν με το παραμικρό:

-Τι έχεις;

-Τίποτα…

-Πώς τίποτα! Έκανα τίποτα;

-Όχι, δεν έκανες τίποτα…

-Άντε ρε! Άσε με ήσυχη! Κοίτα, κόφ΄ το, έτσι; Εντάξει; Ακούς τι σου λέω;

-Δε σε καταλαβαίνω… Γιατί φωνάζεις;

-Όχι! Εγώ δε σε καταλαβαίνω! Μου κρέμασες τα μούτρα κάτω σαν τον Επιτάφιο! Τι έκανα, ρε; Και μια χαρά νηφάλια είμαι! Μαλάκα!

Εποικοδομητικός διάλογος. Κι έπειτα αρχίζει τα μουρμουρητά. Μιλάει μέσα από τα δόντια της και τις μόνες λέξεις που ξεχωρίζεις είναι «να γαμ…είς», «αρ…δι», «μα…κα», «πουσ…ρα»… Ύστερα θα αρχίσει ο καβγάς για το τι θα δούμε στην τηλεόραση. Αν θελήσω να δω περιπέτεια, θα θελήσει να δει σίριαλ. Αν ζητήσω να δω σίριαλ, θα θελήσει περιπέτεια. Κι αν συμφωνήσω, θα ζητήσει να δει θρίλερ, καθώς ξέρει ότι δεν βλέπω θρίλερ το βράδυ, ούτε με σφαίρες (παιδικά κατάλοιπα, ποιος ξέρει…). Κι έπειτα θα αρχίσει ο καβγάς για το ποιανού είναι η τηλεόραση. Εγώ θα πάω σε άλλο δωμάτιο (εκτός αν με προλάβει και πάει πρώτη εκείνη).

Έτσι κι έγινε. Να ΄μαι πάλι μπροστά στην οθόνη. Κι εκείνη στον καναπέ του σαλονιού, να βλέπει το θρίλερ της. Σε δέκα λεπτά, είχε πέσει σε αλκοολικό κώμα. Αύριο το πρωί δε θα θυμάται τίποτα. Μόνον οι πληγές στην ψυχούλα μου θα θυμίζουν το τι συνέβη πάλι. Και οι πόνοι στο συκώτι της, που τόσο περίτεχνα κρύβει.

Τα ξαναλέμε…

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 22, 2006

Έμεινα...

Τελικά έμεινα. Για άλλη μία φορά. Ως πότε; Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να πω. Σίγουρα δεν είμαι όπως πριν τέσσερα, πέντε χρόνια. Δεν αντέχω, πλέον, τόσο.
Όταν είναι φρέσκο, ακόμη, οργίζομαι... Ορκίζομαι ότι "αυτό ήταν", "τέλος", "δε θέλω να την ξαναδώ", "δεν αξίζει να προσπαθώ", κι άλλα τέτοια. Την άλλη μέρα το πρωί, όμως, όταν με βλέπει με τα δακρυσμένα μαύρα μάτια της, με λυώνει. Κομμάτια το βράδυ, από οργή και άγχος, κομμάτια το πρωί. Χαμένος είτε έτσι, είτε αλλιώς.
Θα κάτσω, για λίγο ακόμη, εδώ. Εξάλλου, από όλα, σ αυτήν τη ζωή, είμαστε περαστικοί. Και από τις σχέσεις.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 21, 2006

Αρχή του τέλους;


Πρωί. Με ξύπνησε το ξυπνητήρι. Αυτός δεν είναι ο ρόλος του άλλωστε; Αν κι έπρεπε να έχω ξυπνήσει από καιρό…

Πρωί. Ώρα 8.30. Έξω βρέχει. Μέσα, ξηρασία. Είμαι μόνος. Δεν είναι εδώ. Δεν ξέρω πού είναι. Δεν ξέρω πώς είναι. Δεν ξέρω με ποιόν είναι.

Λίγο μετά τα μεσάνυχτα την είχα αφήσει σε ένα μπαρ, όπου τραγουδούσε ένας φίλος. Μια παρέα, γνωστοί της από παλιά, γιόρταζαν κάποια γενέθλια. Την είχα ρωτήσει, αν θα πήγαινε:

-Δεν το βλέπω… Δεν έχω καμία όρεξη. Δε γουστάρω. Άσε που με τη συγκεκριμένη, τελευταία, δεν τα πάμε και τόσο καλά.

Μια ώρα αργότερα είχε φύγει από τη δουλειά της. Είχε αγοράσει δύο τούρτες και, περιχαρής, πέρασε να μου πει ένα γεια και να ζητήσει να πάω κι εγώ από εκεί, έστω για μισή ώρα.

Πήγα για ένα τέταρτο. Σε όλους τους άλλους έδειχνε καλά. Μου είπε ότι έπινε μόνον νερό. Στα δικά μου μάτια, ήταν, ήδη, πιωμένη. Ευχήθηκα να μην έρθουν τα χειρότερα, κάθισα λίγο κι έφυγα, κομμάτια στην ψυχή και στο σώμα. Εξάλλου, είχα ξυπνήσει από νωρίς και ήταν, ήδη, περασμένα μεσάνυχτα.

Στο σπίτι άφησα, όπως πάντα, ανοιχτό το φως του απορροφητήρα. Φαίνεται από πολύ μακριά, από το παράθυρο της κουζίνας. Λες και ήθελα να το βλέπει, να γυρίσει. Σα να ήταν ο φάρος, μόνον που αντί να διώχνει τα πλοία, εγώ ήθελα να μαγνητίσει τη βαρκούλα της και να την οδηγήσει, ασφαλώς, στο λιμάνι.

Η Κατερίνα, αυτό το βράδυ που πέρασε, δεν έδεσε στο λιμάνι μας. Αλλά ούτε εξέπεμψε σήμα ΣΟΣ. Καλό της ταξίδι.

Ώρα να σαλπάρω κι εγώ. Να σαλπάρω για να μη σαλτάρω.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 17, 2006

Από μικρό κι από τρελό...

Είχαμε δράματα χθες. Της τηλεφώνησε η ανηψιά της. Δεν έχει πάει, καλά-καλά, στο σχολείο. Αλλά την αλήθεια την είπε η μικρή:
-Γιατί στεναχωριέται η γιαγιά όταν μιλάει μαζί σου;
Η Κατερίνα έγινε ράκος. Έκλαιγε πέντε ώρες. Ήταν απαρηγόρητη. Τα λόγια της μικρής ήταν μαχαιριά στην καρδιά της.
Δεν έχω κουράγιο να γράψω κάτι παραπάνω...

Σάββατο, Δεκεμβρίου 16, 2006

Με τα χίλια ζόρια

Τόσες μέρες κρατιόταν με τα χίλια ζόρια. Το ΄ξερα. Το καταλάβαινα. Έπινε αργά το βράδυ, άγνωστο πόσες μπίρες.

Θα μου πείτε «κάνει προσπάθεια, βοήθησέ την»! Έλα, όμως, που δε γλιτώσαμε από όλα τα υπόλοιπα…

Με το παραμικρό, μια κουβέντα, ένα βλέμμα, κάτι, ακολουθούσε η έκρηξή της. Όσο κι αν προσπαθούσα να αλλάξω την κουβέντα, πήγαινε γραμμή στον καβγά. Σκοτωνόμαστε, πλέον, κάθε βράδυ. Επί καθεβραδινής βάσεως.

Αυτήν την ώρα έχω σχολάσει και είμαι στο γραφείο. Περιμένω να με ειδοποιήσει, να την πάρω από τη δουλειά της. Μιλήσαμε πριν λίγο στο τηλέφωνο.

-Έλα…

-Έχω δουλειά! Μη μ΄ενοχλείς!

-Πήρα μόνο για να μου πεις για πόση ώρα, ακόμη, θα είσαι εκεί. Να ξεκινήσω να έρχομαι, ή να περιμένω;

-…

Κλειστό τηλέφωνο. Δεν υπάρχει λόγος να ξαναπάρω. Θα περιμένω έως ότου με ειδοποιήσει, για να πάω να την πάρω από το γραφείο της. Μπορεί και να δω το ηλιοχάραμα από τα παράθυρα του δικού μου γραφείου.

Τα λέμε...

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 11, 2006

Μεταμεσονύχτιος καβγάς


Δε θα γλιτώσω ποτέ. Ακούστε φάση και πείτε μου:

Μιλάμε στο τηλέφωνο. Μου λέει:

-Ξεκίνα να έρθεις να με πάρεις από τη δουλειά, τελείωσα…

Πηγαίνω. Περιμένω μισή ώρα από κάτω. Της τηλεφωνώ. Μου λέει κατεβαίνω. Περιμένω άλλο ένα τέταρτο, ξανατηλεφωνώ. Με τα πολλά έρχεται.

Κατάκοπος εγώ, κατάκοπη κι εκείνη, στο δρόμο μου λέει ότι θέλει να κάνουμε έρωτα. Τι ήταν να πω πως είμαι κουρασμένος;

-Δεν υπολογίζεις τις ανάγκες μου!

-Σε παρακαλώ, μη φωνάζεις. Η ώρα είναι 2 μετά τα μεσάνυχτα. Θα φθάσουμε στο σπίτι 3 και πρέπει να ξυπνήσω 7 το πρωί. Αφήσαμε ένα Σαββατοκύριακο να περάσει έτσι…

-Δεν καθόμουν! Έκανα δουλειές! Μήπως έχεις κανένα πρόβλημα;

Προσπαθώ να αλλάξω κουβέντα. Άδικα. Τελικά μένω αμίλητος.

Φθάνουμε στο σπίτι. Πηγαίνω στο κομπιούτερ. Έχω να στείλω 12 email. Με βλέπει, έρχεται πάνω από το κεφάλι μου.

-Τι θέλεις;

-Τι κάνες εκεί;

-Στέλνω κάποια email

-Μπα, τέτοια ώρα;

-Είναι για αύριο το πρωί…

-Και τι έκανες όλο το απόγευμα;

-Τα έγραφα. Δεν πρέπει μόνον να τα στείλω, έπρεπε και να τα γράψω…

Φεύγει από το δωμάτιο και κλείνει με πάταγο την πόρτα. Βγαίνω έξω, την πλησιάζω:

-Σε παρακαλώ, ο κόσμος δε φταίει σε τίποτα, άγρια χαράματα, να τον ξυπνάμε…

-Έχω ανάγκες, το καταλαβαίνεις;

-Το καταλαβαίνω, αλλά μη φωνάζεις.

-Τι θα κάνεις τώρα;

-Θα στείλω τα email.

-Εγώ πεινάω!

-Σε πέντε λεπτά θα είμαι δίπλα σου…

Βγαίνει. Πηγαίνει στην κουζίνα. Χτυπάει πιάτα, πόρτες, ποτήρια. Σηκώνομαι και πηγαίνω εκεί. Δε θα είναι, άλλωστε, η πρώτη φορά που καταστρέφει κάτι.

-Τι χτυπάς;

-Ό,τι θέλω! Λογαριασμό δε σου δίνω!

-Κατερίνα, κάνε ό,τι θέλεις, μόνον μη κάνεις φασαρία, σε παρακαλώ…

-Άντε ρε! Πολύ σε ανεχτήκαμε!

Γυρνάω πλάτη και φεύγω. Προσπαθώ να απαντήσω σε ένα νέο email. Είναι αδύνατο. Η ώρα, ήδη, τρεις και…

Ξαναέρχεται. Κλείνει την πόρτα του δωματίου. Σηκώνομαι, την ανοίγω. Ξανάρχεται. Την ξανακλείνει. Την ξανανοίγω. Τέλεια! Λες και βλέπω παράσταση τσίρκου. Μόνον που οι κλόουν είμαστε εμείς.

-Σε παρακαλώ άσε την πόρτα ΜΟΥ ανοιχτή!

Τώρα πλέον φωνάζω κι εγώ. Η κατάσταση ξεφεύγει.

-Την πόρτα ΣΟΥ; Αυτή είναι δική ΜΟΥ πόρτα!

-Άσε την ανοιχτή!

-Με πειράζει το φώς! Θέλω να κοιμηθώ!

-Τελειώνω σε δύο λεπτά.

-Άντε ρε…!

Η πόρτα, τελικά, έκλεισε. Κάποιος έπρεπε να υποχωρήσει. Κάθομαι και ποστάρω, για να ηρεμήσω κάπως και να κοιμηθώ. Τον τελευταίο καιρό ξυπνάω με τρομερές ημικρανίες. Κοιμάμαι τέσσερις ώρες το πολύ. Τρώω τον αγλέουρα. Με πονάει, συχνά, το στήθος κι η πλάτη μου. Ζαλίζομαι και δεν μπορώ να σκύψω το κεφάλι μου. Αυτή η ιστορία θα με σκοτώσει.

Α! Έκοψα (ξανά) το τσιγάρο. Να και κάτι θετικό.

Ειρωνεία: Μερικές ώρες πριν είχε τηλεφωνήσει η μητέρα της. Μου είπε ότι βλέπει πως η κατάσταση βελτιώθηκε. Συμφώνησα απρόθυμα. Βαρέθηκα, πλέον, να τους ζητώ βοήθεια κι εκείνοι να της δίνουν δίκιο.

Εξάλλου, παιδί τους είναι. Τι θα έκαναν;

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 06, 2006

Ζήλια μου


Σκηνή ζηλοτυπίας. Αυτό μας έλειπε. Ξαφνικά, το απόγευμα, ενώ πηγαίναμε στη δουλειά, ξέσπασε. Προσπαθούσα να καταλάβω πώς, ο άνθρωπος που δεν έδινε δεκάρα, ξαφνικά, όρμησε να με φάει.

Τι έψαχνα… Δεν ήξερα; Αφού –για άλλη μία φορά- μιλούσε το αλκοόλ.

Κι εκεί, έτσι απότομα, χάλασε το αυτοκίνητο. Άναψε όλα τα λαμπάκια του ταμπλό, από το ABS και τα υγρά των φρένων, ως τον αερόσακο. Ανέβασε θερμοκρασία στα 100 και δεν ήξερα τι να κάνω.

Με τα χίλια ζόρια έφθασα στη δουλειά μου. Κι εκεί, με πήρε τηλέφωνο. Και πάλι σκηνή ζηλοτυπίας. Τρελάθηκα. Να έχω μια δουλειά από δω ως το Λονδίνο και να πρέπει να εξηγώ τα ανεξήγητα… Και τότε μου είπε:

-Αφού δε δίνεις σημασία και έχεις γκόμενα, τότε κι εγώ θα πάω στην Αθήνα! Θα γυρίσω σε δύο μέρες!

Το μυαλό της είχε πλάσει, άγνωστο πια ιστορία. Και το βράδυ, όταν γυρίζαμε στο σπίτι, κι άναψαν πάλι όλα τα λαμπάκια στο ταμπλό, άρχισε το θέατρο του παραλόγου:

-Θέλω πατσά!

-Να μη φάμε ό,τι έχουμε στο σπίτι;

-Δεν έχουμε τίποτα στο σπίτι…

-Επειδή το αυτοκίνητο δεν είναι σε καλή κατάσταση, να το αφήσουμε για σήμερα;

-Θέλω να φάω. Με έχεις γραμμένη!

Για να γλιτώσω τον καβγά, την πήγα να πάρει τον πατσά της. Μ΄ έπιασαν τα κλάματα. Πήρα μια φίλη στο τηλέφωνο, της μιλούσα κι έκλαιγα. Τι έφταιγε κι αυτή… Να της μαυρίζω την ψυχή, βραδιάτικα… Το ΄κλεισα. Με είχε πάρει το παράπονο. Ήταν, πια, τόσο μεγάλο το κρίμα μου; Έκοψα το σταυρό που φοράω στο λαιμό. Νοιώθω σα να με πρόδωσε, σα να με τιμωρεί εκείνος, για κάτι. Και δεν το δέχομαι, πια, ότι είναι τόσο μεγάλο το κρίμα μου.

Στο δρόμο της επιστροφής, Η παράνοια. Διάλογος για θεατρικό του Ιονέσκο:

-Τι έχεις;

-Τίποτα…

-Τίποτα; Μόνον γκόμενα έχεις!

-Σε παρακαλώ, άσε αυτήν την κουβέντα, με ενοχλεί.

-Άκου να σου πω! Αντί να φωνάζω εγώ, φωνάζεις εσύ; Σε αγαπάω, το καταλαβαίνεις;

-Κατερίνα, σε παρακαλώ. Ας μιλήσουμε για κάτι άλλο…

-Γιατί δεν μου μιλάς! Τι θες, επιτέλους, από μένα; Θες να βγεις κι από πάνω;

-Δε σε καταλαβαίνω… Είπα να μιλήσουμε για κάτι άλλο.

-Άσε με ρε! Σου δίνω και αξία! Αν δε θες να μιλήσουμε για κάτι άλλο, άσε με ήσυχη!

Φυσικά κοιμηθήκαμε χωριστά…

Πέμπτη, Νοεμβρίου 30, 2006

Ξεφτίλα...

Ήρθε από τη δουλειά. Πιωμένη. Μέσα σε 5 λεπτά μάλωνε με το διευθυντή μου. Τον κατηγορούσε για λακέ του μεγαλομετόχου της εταιρίας. Υπέροχα! Μάλλον πρέπει να ψάξω για άλλη δουλειά...

Τρίτη, Νοεμβρίου 21, 2006

Ξανά…

Ζούσα με το φόβο. Αλλά και με την ελπίδα. Με το φόβο ότι ο εφιάλτης θα επανέκαμπτε. Με την ελπίδα ότι είχαμε γλιτώσει. Για άλλη μία φορά, ο εφιάλτης επανήλθε.

Δυο μέρες τώρα ήταν υπερβολικά νευρική. Με την παραμικρή αντίδρασή μου στήναμε καβγά. Όλα έδειχναν ότι η ώρα της κρίσης πλησίαζε.

Χθες το πρωί ένοιωθα άρρωστος. Πρέπει να είχα κρυώσει. Όσο περνούσε η ώρα, τόσο και γινόμουν χειρότερα. Το βράδυ ήταν να βγει με φίλους. Δεν έτρεφα αυταπάτες. Ποτέ σε τέτοια περίπτωση δεν είπε «θα μείνω μαζί σου». Ποτέ σε τέτοια περίπτωση δεν πήγε στεγνή.

Το μεσημέρι που γύρισα σπίτι από τη μία δουλειά, για να πάμε μαζί στην άλλη, είχε μια περίεργη συμπεριφορά. Ενώ δούλευε από τις 9 το πρωί και το ρολόι έδειχνε 4 το απόγευμα, ήταν ιδιαίτερα κεφάτη. Δείγμα του ότι κάτι την είχε βοηθήσει να βρει το κέφι της.

Όταν τη ρώτησα τι ώρα θα ξεμπέρδευε από τη δουλειά, για να πάει στους φίλους της, μου είπε πως θα πήγαινε κατά τις 2. Κι έπειτα, ήρθε ο καβγάς. Πήρε μαζί της την τσάντα της, την τσάντα με το κομπιούτερ και την τσάντα με τα καλλυντικά της. Τρεις τσάντες. Ούτε σκέφτηκε να βάλει κάποια πράγματα σε μία, ή στις δύο. Το σκέφτηκα εγώ. Πήγα να το προτείνω. Κι έγινε ο κακός χαμός. Φώναζε, έβριζε. Μαζεύτηκε η καρδιά μου. Ήξερα ότι οι υποτιθέμενες στεγνές μέρες είχαν περάσει. Ήμουν σίγουρος ότι αν έψαχνα στο σπίτι θα έβρισκα μπουκάλια μπίρας.

Τα βρήκα το βράδυ. Τέσσερα, μέσα σε μια βαλίτσα. Η ώρα ήταν 1 παρά τέταρτο και, παρά τις υποτιθέμενες διαβεβαιώσεις για δουλειά ως τις 2 τουλάχιστον, ήδη ήταν στο ταξί για να βρει την παρέα της.

Δε χρειαζόταν να ήμουν εκεί για να δω τη συνέχεια. Την ξέρω: Πρώτα ένα Κούμπα Λίμπρε. Μετά δεύτερο. Μετά το πρώτο τσιφτετέλι. Έπειτα ένα ζεϊμπέκικο. Ύστερα άλλο ένα τσιφτετέλι με κάποιον υποτιθέμενο γνωστό. Κι άλλο ζεϊμπέκικο. Κι ύστερα, ό,τι χορός μας καθόταν, με όποιον μας καθόταν.

Κάποτε πήγαινα κι εγώ σ αυτές τις μαζώξεις. Ένα βράδυ ήταν εκεί και δυο συγγενείς της. Έμεινα με το ζευγάρι, να τη βλέπω να χορεύει πότε με τον έναν και πότε με τον άλλον. Με κοιτούσαν οι άνθρωποι μες στα μάτια, περιμένοντας κάτι να πω, σα να ήθελαν κάτι να πουν… Τελικά δεν είπαμε τίποτα. Σε κάποια στιγμή σηκώθηκα κι έφυγα. Δεν ξαναβγήκα μαζί της.

Ο χορός θα συνεχιζόταν μέχρι τελικής πτώσεως. Κι έπειτα, θα άρχιζαν τα τηλέφωνα.

-Θα ΄ρθεις να με πάρεις;

Δεν απέκλεια το ενδεχόμενο να ήταν και με κάποιον παλιό φίλο. Δεν απέκλεια, μέσα στον ύπνο μου, την ώρα που χάραζε, να άνοιγε η πόρτα και να ΄μπαιναν μέσα, λες και δεν είχε συμβεί το παραμικρό και να πέσουν να κοιμηθούν, λες και δεν έχει δουλειά να κάνει.

Αλλά πλέον δεν μπορώ να περιμένω πότε θα χτυπήσει το κινητό μου τηλέφωνο. Κουράστηκα. Βαρέθηκα να τη βλέπω να χτυπιέται στις πίστες, με τον κάθε κεφάτο, πνιγμένο στο αλκοόλ, άνετο, κουλ τύπο. Δε με ενδιαφέρει αν είναι παλιός γνωστός, πρώην φίλος, ίσως και πρώην γκόμενος. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να βρω την ηρεμία μου. Και τα τέσσερα μπουκάλια μπίρα που βρήκα μέσα στη βαλίτσα, σαν εσώρουχα παρατημένου συζύγου, δεν προμήνυαν την ησυχία μου.

Ήθελα να την πάρω τηλέφωνο και να της πω να μην ξανάρθει σπίτι. Αλλά είμαι σίγουρος ότι δεν θα υπήρχε αποτέλεσμα. Θα ξανάρθει. Είμαι το λιμάνι της. Επτά χρόνια μεγαλύτερός της, χοντρός και άσχημος, με σημαντικές δυσκολίες στο να αναπτυχθώ επαγγελματικά, αισθάνομαι, πλέον, πιο ασφαλής από την Κατερίνα. Εκείνη, ωραία γυναίκα, νέα, αδύνατη, με κορμί θανατηφόρο και καταπληκτικά επαγγελματικά προσόντα, δείχνει αδύναμη να πιστέψει στον εαυτό της. Βουλιάζει στο τέλμα της. Κοροϊδεύει τον εαυτό της.

Εδώ και τόσες μέρες, προσπαθεί να με πείσει (ή να πείσει τον εαυτό της) ότι ελέγχει το ποτό. Αλίμονο… Το αλκοόλ δεν ελέγχεται. Ή το κόβεις, ή σε ρουφάει.

Φθάνει, όμως, ως εδώ. Το πρωί έχω να πάω το αυτοκίνητο για σέρβις, να πάω στο γραφείο, να πληρώσω τα κοινόχρηστα, να πληρώσω κάτι κάρτες, να ετοιμαστώ για τη δεύτερη δουλειά, να κάνω κανένα ζεστό, γιατί αισθάνομαι τα πνευμόνια μου να κολλάνε. Κι όλα αυτά, δεν περιμένουν. Δεν περιμένω.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 17, 2006

Run, Forest! Run!

Πόσες μέρες πέρασαν από την τελευταία φορά; Έξι; Έξι... Δεν τολμώ ούτε να σκεφτώ πως ο εφιάλτης ανήκει στο παρελθόν.
Έχει νυχτώσει. Την περιμένω να τελειώσει, από τη νυχτερινή της δουλειά. Και δεν τολμώ να την πάρω στο τηλέφωνο... Δεν θέλω να ακούσω πάλι εκείνη τη φωνή. Τρέμω να ζήσω τον ίδιο διάλογο:
-Ναι;
-Έλα... Τι κάνεις;
-Έλα μωράκι μου...
-Ναι;
-...
-Κατερίνα;
-...
-Μ ακούς;
-Δ.. δε σ ακούω. Κάνει δικαοπές...
-Να ξαναπάρω;
-Ξαπανάρε...
Και ξανάπερνα. Και ξανά η ίδια αντιμετώπιση. Κι έπειτα, έκανα την ηλίθια ερώτηση:
-Συμβαίνει τίποτα; Έχεις κάτι;
-Άσε με ρε! Ξεφορτώσουμε ρε! Μου ΄χεις πρήξει τα σηκώτια ρε!
Και το 'κλεινε. Κι έμενα στο αυτοκίνητο, στο κρύο το χειμώνα, στη ζέστη του καύσωνα το καλοκαίρι. Να κοιτώ το κινητό και να μην ξέρω τι να κάνω. Να ξαναπάρω; Να ξαναζήσω τα ίδια; Να πατήσω γκάζι και να εξαφανιστώ;
Κι εγώ διάλεγα να μείνω. Να περιμένω. Πόσες και πόσες νύχτες δεν πήρα, τελικά, το δρόμο για το σπίτι κι όταν έφθανα χτυπούσε το τηλέφωνο;
-Ναι;
-Έλα...
-Κατερίνα;
-Έλα...
-Σ ακούω...
-Θα ΄ρθεις να με πάρεις;
-Πού είσαι;
-Δεν ξέρω...
-Πώς να ΄ρθω τότε; Πού να ΄ρθω;
-Καλά. Γειά!
Και ξανάκλεινε το τηλέφωνο. Κι έπαιρνα εγώ. Άκουγα να χτυπάει και να μην το σηκώνει κανείς. Και ξανάπερνα. Και ξανά. Και ξανά. Μια βραδιά (τι βραδιά... Ξημερώματα ήτανε) της έκανα 148 αναπάντητες. Τέλειωσε η μπαταρία μου και φόρτιζα στο αυτοκίνητο μπας και με καλέσει και δεν είμαι εκεί, να απαντήσω, να τρέξω... Τελικά δεν πήρε. Ήρθε στις 5.30 τα ξημερώματα. Ήμουν, ακόμη, στην πιλωτή. Μέσα στο αυτοκίνητο. Έτοιμος να γκαζώσω προς το μέρος της. Να τη συναντήσω.
Συνήθως, όμως, ακολουθούσε κι άλλο τηλεφώνημα:
-Ναι...
-Έλα...
-Κατερίνα;
-Είμαι στο τέρμα Βούλγαρη...
-Στα λεωφορεία; Στη στάση; Στο δρόμο; Πού;
-Εκεί βρε παιδάκι μου. Θα ΄ρθεις;
Και πήγαινα. Και δεν ήταν κανείς εκεί. Μόνον κάτι ταξιτζήδες που πλένανε τα ταξί τους με ένα σφουγγάρι κι ένα ποτήρι νερό. Κι έπαιρνα εγώ τηλέφωνο:
-Ναι...
-Κατερίνα, πού είσαι;
-...
-Μ΄ ακούς;
-Σ' ακούω...
-Πού είσαι;
-Τι θες;
-Εγώ τι θέλω; Εσύ δεν με πήρες να ΄ρθω να σε πάρω; Από πού να ΄ρθω; Πήγα στο τέρμα Βούγλαρη και δεν είσαι εκεί. Πού είσαι; Πού να ΄ρθω.
-Έλα όπου θες...
-Ρε Κατερίνα, έλεος. Μην το κλείνεις. Πές μου πού να έρθω. Αν δεν θες, πες μου να γυρίσω σπίτι. Αλλά...
-Είμαι στην Καμάρα...
Στην άλλη άκρη της πόλης. Και πήγαινα. Και ούτε εκεί ήταν. Και ξανατηλεφωνούσα. Και την έβρισκα σε ένα ταξί. Και δίναμε νέο ραντεβού. Και πήγαινα κι εκεί. Και ούτε εκεί ήταν. Και ξανατηλεφωνούσα. Και την έβρισκα στα δυτικά. Και μετά στα ανατολικά. Και μετά στην Άνω Πόλη. Το παιχνίδι του θησαυρού στην καρναβαλική Πάτρα, δεν είχε τέτοιο σασπένς, όπως το κυνήγι της Κατερίνας.
Κατέληγα κατάκοπος, με το ηλιοχάραμα, σε κάποια γωνιά της Σαλονίκης, με την Κατερίνα σε αλκοολικό κώμα στο πίσω κάθισμα και τα μάτια μου γεμάτα δάκρυα, να αναρωτιέμαι ποιο είναι αυτό το κακό που έχω κάνει και τυρανιέμαι έτσι. Την Κατερίνα την έβρισκα (έστω και με τα χίλια ζόρια). Απάντηση στο παράπονό μου δεν βρήκα ποτέ.
Έτσι που λέτε. Αυτά φοβάμαι. Γι αυτό δέρνομαι με τις λέξεις, τέτοια ώρα, στα blog. Μήπως και ξορκίσω το κακό. Μήπως μετρήσουμε επτά μέρες στεγνοί.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 09, 2006

Μόνος...

Το αυτοκίνητο είχε πλημμυρίσει από τη μυρωδιά: Οινόπνευμα. Με το ζόρι κρατούσε ανοικτά τα μάτια της. Ήξερα ότι, από λεπτό σε λεπτό, θα ξεσπούσε. Όπως γίνεται κάθε φορά. Και ξέσπασε.
Έκανα υπομονή. Δεν είπα τίποτα. Φθάσαμε στο σπίτι, έπεσε να κοιμηθεί και, μέσα σε δευτερόλεπτα είχε πέσει σε αλκοολικό κώμα. Μετά από προσπάθειες μισής ώρας κατάφερα να δημιουργήσω μια γωνιά στο ίδιο κρεβάτι, για να απλώσω το κορμί μου κι εγώ.
Σκέφτηκα να φύγω. Να πάρω των ομματιών μου, που λένε. Αλλά να πάω που; Οι φίλοι μου, όλοι παντρεμένοι με παιδιά (λόγω ηλικίας) μπορεί να είναι πρόθυμοι να ανοίξουν τα σπίτια τους, αλλά εγώ -ευγενικός από τη φύση μου- αδυνατώ να χτυπήσω αυτές τις πόρτες, ξημερώματα. Να αναστατώσω οικογένειες και να τις κάνω κοινωνούς του δικού μου ζοριού.
Στους δικούς μου; Ούτε κι αυτό γίνεται. Άνθρωποι ηλικιωμένοι, θα σκοτώνονταν από κάτι τέτοιο. Θα ήταν γι αυτούς μαχαιριά στην καρδιά.
Σε ξενοδοχείο; Ναι. Για πόσο, όμως; Πόσα χρήματα θα έπρεπε να ξοδέψω, πέρα από συναίσθημα και πόνο, για να ξεπεράσω αυτήν την κατάσταση; Ως πότε θα ζούσα στους τέσσερις τοίχους ενός δωματίου ξενοδοχείου; Με την περίεργη εκείνη μυρωδιά που παίρνουν τα σεντόνια όταν βγαίνουν από τον κλίβανο;
Περιορίστηκα στη μοναξιά μου, στη γωνιά του κρεβατιού. Βυθίστηκα στις σκέψεις μου και συνάντησα τον Ύπνο. Ήρθαν και τα Όνειρα. Μαύρα, άραχλα. Χωρίς φως, χωρίς ελπίδα. Ξύπνησα κατάκοπος, λες και δεν είχα κοιμηθεί ούτε λεπτό, λες και έτρεχα ως εκείνη την ώρα σε λιβάδια, σαν το άλογο, για να ξεφύγω από τον Ίσκιο μου, σύγχρονος Βουκεφάλας.
Ήρθε μια άλλη μέρα. Ίσως να ήρθε κι η λύτρωση.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 08, 2006

Ξανά...

Ήταν εκεί! Μέσα στο φούρνο μικροκυμάτων.
Στην αρχή νόμισα ότι ήταν τσάι. Μετά σκέφτηκα: Η Κατερίνα τσάι; Ούτε άρρωστη δεν το βάζει στο στόμα της. Έβγαλα το κόκκινο φλυτζάνι και μύρισα...
Ούτε φασκόμηλο, ούτε χαμομήλι. Βύνη. Κριθάρι. Μπίρα... Ο εφιάλτης είχε ξανάρθει. Και ήταν, μόλις, 4 το απόγευμα.
Τσατίστηκε. "Γιατί έψαξες", με ρώτησε; Προσπάθησα να την πείσω ότι τυχαία άνοιξα τον φούρνο. Δεν την έπεισα. Φύγαμε μουτρωμένοι.
Το βράδυ τσακωθήκαμε. Μετά από αρκετές ημέρες... Εκεί που είχα αρχίσει να πιστεύω -και πάλι- στην ελπίδα.
Και τώρα; Τώρα, μία από τα ίδια. Θα συνεχίσω να πιστεύω.

ΥΓ. Για τη φίλη που αναρωτήθηκε μήπως πίνει για να αποδείξει ότι δεν είμαι γονιός της: Μου πέρασε κι εμένα από το μυαλό. Της το είπα, κάποια στιγμή, που ήταν νηφάλια. Δεν ήθελε ούτε να το ακούσει. Επέμενε ότι θέλει να σταματήσει, ότι στους ΑΑ και στον ψυχολόγο πήγε για να γλιτώσει. Τι να πιστέψω;

Τρίτη, Οκτωβρίου 31, 2006

Λες;

Αυτός που είπε ότι η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, ήξερε τι έλεγε. Τέσσερις μέρες τώρα, μιλάω μαζί της τα βράδια. Την παίρνω από τη δουλειά και, σαν άνθρωποι, λέμε δυο κουβέντες, χωρίς να καταλήγουμε σε καβγά, για τη χρήση πολυβόλου από τους Βρετανούς, κατά των Ινδών, τον καιρό του Γκάντι.
Χθες, μου αποκάλυψε ότι δεν είναι εντελώς στεγνή. Ότι, μετά τη δουλειά, κατεβαίνει στο διπλανό σαντουϊτσάδικο και πίνει μία μπίρα στα όρθια. Χάθηκε ο κόσμος για μια στιγμή. Φοβάμαι ότι η μία μπίρα θα φέρει τη δεύτερη, αυτή την τρίτη και θα φθάσουμε, πάλι, στο σημείο, να γίνουμε δυο ξένοι. Θα κάνω υπομονή.
Η αγρανάπαυση των τελευταίων ημερών μου δίνει την ευκαιρία να απαντήσω σε κάποιες απορίες σας. Σε μία-μία, για να αποφύγουμε και τα κείμενα-σεντόνια.
ΟΙ ΕΙΔΙΚΟΙ
Ναι, υπάρχουν. Χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: με πτυχίο και εμπειρικοί. Στην πρώτη κατηγορία έχουμε τους ψυχολόγους και τους ψυχιάτρους. Στη δεύτερη τις διάφορες ομάδες απεξάρτησης.
Δοκιμάσαμε και τα δύο. Πρώτα τον ψυχολόγο. Στην πρώτη συνεδρία πήγε μουδιασμένα. Εντυπωσιάστηκα ότι στις επόμενες πήγε πιο χαλαρή. Δύσπιστος άνθρωπος από γενησιμού μου (παντού βλέπω κάποιον που μου λέει ψέματα για δικό του συμφέρον) αποφάσισα να την παρακολουθήσω.
Πήγε στο γραφείο του ψυχολόγου. Κάθισε εκεί τρία τέταρτα. Στο 45λεπτο ακριβώς (λες και παίζανε ποδόσφαιρο και δεν προσέγγιζαν έναν άνθρωπο, μια ψυχή) ο διαιτητής σφύριξε λήξη. Την είδα να βγαίνει στο πεζοδρόμιο. Πήγε στο πιο κοντινό περίπτερο.
-Θα αγοράσει τσιγάρα, σκέφτηκα.
Χα! Αγόρασε ένα κουτάκι μπίρα. Κάθισε στο παγκάκι του πάρκου και την ήπιε. Πήρε το δρόμο για τη δουλειά της.
Έκανα το ίδιο μετά από κάθε συνεδρία. Διαπίστωσα ότι, ανάλογα με την ημέρα, πάρκαρε πότε σε μία ΕΒΓΑ, πότε σε δύο περίπτερα, σε δυο σαντουϊτσάδικα, σε γνωστό φαστ φουντ, σε τυροπιτάδικο και στο κυλικείο της εταιρίας της. Το ένα κουτάκι της Δευτέρας, έγινε δύο την Τετάρτη, τέσσερα την Πέμπτη, μπουκάλια ολόκληρα την Παρασκευή.
Μετά ήρθε η ώρα του ψυχιάτρου. ΑΚολούθησαν οι ίδιες σκηνές. Στεγνή πήγαινε στη συνεδρία, βρεγμένη έφθανε, το βράδυ, στο σπίτι. Κρατήθηκε μόνον τις ημέρες που έπαιρνε φάρμακα. Το Σαββατοκύριακο που τα σταματούσε έβρισκα μπουκάλια στις γνωστές κρυψώνες του σπιτιού.
Μετά ήρθαν οι ομάδες. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση αυτή των ΑΑ. Πήγε στη συνεδρία της Πέμπτης. Κλειστό κινητό, επί δύο ώρες, όπως ήταν φυσικό. Με πήρε τηλέφωνο μετά, να μου πει ότι θα βγει με τα παιδιά. Πήγα από εκεί που βρίσκονταν. Με έκπληξη, αλλά και θλίψη, την είδα, μαζί με τρεις της ομάδας των ΑΑ, να γιορτάζουν την επιτυχία τους. Ο ένας έπινε σόδα. Εκείνη, μπίρα. Οι άλλοι δύο τζιν.
Η περίοδος της αντιμετώπισης του ζοριού, μέσω ειδικών, είχε περάσει ανεπιστρεπτί.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 27, 2006

Αγρανάπαυση


Τρεις μέρες τώρα τίποτα. ΌΛα πάνε ειρηνικά. Εκτός από χθες, μέρα της γιορτής μου. Είναι στο σπίτι ο πατέρας και η μητέρα της και δεν τολμά να κάνει το παραμικρό.
Μόνον όταν ήρθαν επισκέπτες, κρύφθηκε, για λίγο, στην τουαλέττα. Για ένα κουτάκι μπίρα στα γρήγορα.
Τρέμω τη μέρα που θα φύγουν όλοι και θα μείνουμε οι δυο μας. Την Κυριακή. Γιορτή και σχόλη, για άλλους.
Κράτααααα!!!!!!!!!

Δευτέρα, Οκτωβρίου 23, 2006

Να ΄μαστε πάλι εδώ Ανδρέα


Είχα αρχίσει να πιστεύω ότι θα τα κατάφερνε. Τόσες μέρες πήγαινε στεγνή στη δουλειά της. Με το που τελείωνε έπινε κανένα κουτάκι μπίρα -κι αυτό ήταν όλο. Γελάστηκα.
Το κακό άρχισε την Παρασκευή. Βρεθήκαμε, για κακή μας τύχη, στο ρεμπετάδικο όπου τραγουδάει ένας γνωστός. Ήρθε το γκαρσόνι.
-Τι θα πάρετε;
-Ένα κούμπα λίμπρε!
Κόκκαλο εγώ.
-Μα...
Αυτό μόνον τόλμησα να πω.
-Είναι Παρασκευή. Έχω φάει τόσο ζόρι όλη τη βδομάδα. Πηγαίνω καλά, δεν πηγαίνω καλά; Μην με πιέζεις, λοιπόν...
Εκεί κάνεις το λάθος. Λες «δε θα την πιέσω» κι ελπίζεις όλα να τελειώσουν καλά.
Τελείωσαν καλά, αλλά με πολλή γκρίνια. Με το που ζήτησε να παραγγείλλει δεύτερο ποτό, κατέβασα κάτι μούτρα ως το πάτωμα. Το σκούπισα το ξύλινο παρκέ. Ούτε σκόνη δεν άφησα, ούτε τίποτα. Αλλά εκείνει εκεί!
-Δε θα το πιω όλο. Αφού ξέρεις τι επίμονος άνθρωπος είμαι...
Ξέρω. Και δεν επέμεινα. Και δεν το ήπιε όλο. Κι είπα «δόξα τω Θεώ»!
Στην επιστροφή, στο αυτοκίνητο, ήταν έτοιμη να τσακωθεί για κάθε αιτία: επειδή έβρεχε, επειδή δεν έβρεχε, επειδή φυσούσε, επειδή δεν φυσούσε, επειδή δεν φυσούσε όσο θα ήθελε, επειδή το κάθισμά της ήταν μπροστά, επειδή το κάθισμά της ήταν πίσω, επειδή το κάθισμά της ήταν στη μέση, επειδή ο δρόμος δεν είχε φώτα, επειδή ο δρόμος είχε δυνατά φώτα... Τελικά φθάσαμε σπίτι, ξεραθήκαμε και, χάρη στην υπομονή μου, ΔΕΝ καβγαδίσαμε.
Το Σάββατο πέρασε χωρίς προβλήματα. Λίγο το βράδυ μου φάνηκε ότι ήταν -πάλι- έτοιμη για καβγά, αλλά επειδή είχε ξεπατωθεί στις δουλειές του σπιτιού, μπορεί να ήταν και η ιδέα μου.
Την Κυριακή όμως; Ο εφιάλτης ξαναγεννήθηκε.
Ως το απόγευμα, που πήγαμε στη δουλειά, όλα πήγαιναν καλά. Από το απόγευμα και μετά ζήσαμε την ίδια περιπέτεια. Γύρω στις 10 το βράδυ, την πείραζαν όλα και όλοι. Στις 11 ήταν έτομη να σπάσει κανένα κεφάλι. Στις 12, απελπισμένη με την τύχη της. Στη 1, με το που γυρίσαμε στο σπίτι, είπε να μου σπάσει τα νεύρα.
-Τι ώρα τελειώσατε απόψε;
-Στις 11.30 είμασταν τελειωμένοι...
-Μπα; Εμένα περίμενες ως τώρα;
Τι να έκανα, δηλαδή; Να μην την περίμενα; Αφού δεν είχε τελειώσει. Αδιαφόρησα στο να δώσω απάντηση -σίγουρος πως ό,τι και να έλεγα θα κατέληγε σε καβγά. Αλλά τον καβγά δεν τον γλίτωσα...
-Πάμε να κοιμηθούμε;
-Έχω δουλειά με το Ίντερνετ.
-Πάλι:
-Τι πάλι... Αφού τώρα επιστρέψαμε, τώρα θα δουλέψω στο δίκτυο.
-Τώρα το θυμήθηκες;
Οποιαδήποτε απάντηση σ΄ αυτήν την ερώτηση, θα κατέληγε σε καβγά. Έκανα ότι δεν την άκουσα. Πώς, όμως, να μην ακούσω όταν με καλούσε από την κρεβατοκάμαρα;
Με σήκωσε για να της πάω νερό. Για να της πάω ένα μήλο. Για να πάρω το κουκούτσι. Για να της πάω χαρτοπετσέτα να σκουπιστεί. Για να ανοίξω την τηλεόραση της κρεβατοκάμαρας. Για να της δώσω το τηλεκοντρόλ. Για να διορθώσω τα χρώματα της τηλεόρασης. Για να της στρώσω την κουβέρτα. Γύρω στις 3 κοιμήθηκε και κατάφερα κι εγώ να κάνω τη δουλειά μου και να ανεβάσω κι αυτό το ποστ.

Σάββατο, Οκτωβρίου 14, 2006

Αρχή ημερολογίου αλκοόλης


Καθυστερώ. Έως ότου φθάσω στο ζόρι μου, μπορεί να μην υφίσταται. Γι αυτό ετούτο το μπλογκ μετατρέπεται σε ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΑΛΚΟΟΛΗΣ. Ένα ημερολόγιο στο οποίο θα γράφονται, πλέον, τα καθημερινά μου βάσανα. Η ρουτίνα από το ζόρι μου. Αρχίζουμε:

Πέμπτη, 12 Οκτωβρίου 2006
Η μέρα άρχισε καλά. Το μεσημέρι είχα την υποψία ότι η Κατερίνα είχε πιει ένα μπουκάλι μπίρα. Έκανα πέτρα την καρδιά μου, είπα "μη μιλάς" και φύγαμε για τη δουλειά. Όλα πήγαιναν καλά, έως ότου σχόλασε. Με πήρε τηλέφωνο να μου πει ότι θα πήγαινε σε προεκλογική συγκέντρωση σε μπαράκι, υποψηφίου άλλου κόμματος από αυτό που ψηφίζει. Επειδή είναι συνάδελφος...
-Έλα κι εσύ...
-Είμαι ψόφιος. Κουρασμένος. Θα πάω στο σπίτι.
-Θα μείνω λίγο. Ας φύγουμε μαζί.
-Καλά...
Περίμενα ως μαλάκας, αλλά ούτε φωνή, ούτε ακρόαση. Μισή ώρα μετά την ώρα που σχόλασα, άρχισα να την καλώ στο κινητό της. Πήρα επτά φορές. Δεν το σήκωσε. Αποφάσισα να πάω σπίτι.
Είχα φθάσει σπίτι και καθόμουν, πλέον, μπροστά στην τηλεόραση, όταν χτύπησε το τηλέφωνο.
-Έλα. Είναι όλη η εταιρία εδώ. Θα ΄ρθεις;
-Τρελή είσαι; Είμαι ήδη στο σπίτι.
Το ΄κλεισε. Το στόμα μου κολλούσε. Δείγμα ότι το σάκχαρό μου ήταν, ήδη, σε δυσθεώρητα ύψη. Λίγο πριν το κώμα. Αποφάσισα να ηρεμήσω και να κοιμηθώ.
Μόλις με είχε πάρει ο ύπνος, όταν χτύπησε το θυροτηλέφωνο. Έκανα ότι δεν άκουσα και προσπάθησα να ξανακοιμηθώ. Ξαναχτύπησε. Ξαναέκανα ότι δεν άκουσα. Πέρασε μισή ώρα και δεν ανέβηκε. Βγήκα στο μπαλκόνι. Την είδα στην είσοδο της πολυκατοικίας, να ψάχνει τα κλειδιά της. Ξαναπήγα για ύπνο. Χρειάστηκε άλλο ένα τέταρτο για να βρει την κλειδαριά.
Κι επάνω που έλεγα, επιτέλους θα κοιμηθώ, άνοιξε με θόρυβο την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Ήθρε ολόγυμνη και ξάπλωσε δίπλα μου. Σηκώθηκα τσατισμένος. Πήγα στο σαλόνι. Έκανα ένα τσιγάρο και ξαναγύρισα. Αλλά πώς να κοιμηθώ; Σε αλκοολικό κώμα βρισκόμενη, είχε ξαπλώσει διαγώνια στο κρεβάτι. Κοιμήθηκα με τις γάτες, στο μικρό δωμάτιο.

Παρασκευή , 13 Οκτωβρίου 2006
Ξύπνησα το πρωί αποφασισμένος να βάλω τέρμα. Δεν πρόλαβα να κάνω ούτε καφέ, όταν χτύπησε το θυροτηλέφωνο. Ήταν η καθαρίστρια. Έβλεπα την περίπτωση να μιλήσουμε έξω από τα δόντια να ξεμακραίνει. Όταν, μισή ώρα μετά, ήρθαν οικογενειακοί φίλοι με το παιδί, για φαγητό, σιγουρεύτηκα.
Τελικά της μίλησα, για μερικά λεπτά, μουρμουρίζοντας, σε άλλο δωμάτιο. Έσκυψε το κεφάλι. Παρακάλεσε για βοήθεια.
-Δεν μπορώ να σε βοηθήσω πια. Έχουν περάσει τέσσερα χρόνια χωρίς να βλέπω φως.
-Τουλάχιστον αγκάλιασέ με.
-Ούτε αυτό μπορώ να το κάνω, τώρα τουλάχιστον. Άσε με λίγο...
Έφυγα για τη δουλειά. Όταν επέστρεψα, τους βρήκα στο τραπέζι. Φάγαμε και φύγαμε μαζί για τη δουλειά.
Στη διαδρομή στο αυτοκίνητο, της έριξα ένα χεσίδι χωρίς προηγούμενο.
-Θα με πεθάνεις. Το αριστερό μου χέρι είναι μουδιασμένο εδώ και δυο μέρες. Όταν βρίσκεσαι με τον πατέρα σου, είσαι κυρία, επειδή δεν θες να τον στεναχωρήσεις -και καλά κάνεις. Εμένα μ΄έχεις γραμμένο στ' αρχίδια σου.
Δε μιλούσε. Άκουγε με σκυμμένο κεφάλι. Πίστεψα ότι έπιασαν τόπο τα λόγια. ΧΑ! Πόσο μαλάκας είμαι...
Το βράδυ ήρθε από τη δουλειά, λίγο πριν σχολάσω. Βηματάκια μικρά, αβέβαια, σχεδόν σα να έτρεχε. Χέρια με τρέμουλο. Αδυναμία να πει λέξεις όπως... Αρθούρος. Με το που γυρίσαμε στο σπίτι έπεσε για ύπνο. Θα έπρεπε να περιμένω άλλη μία μέρα...

Πέμπτη, Οκτωβρίου 05, 2006

Από τη ρήξη στη συμβίωση


Όπως καταλαβαίνετε, δεν ήταν δυνατό να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση. Κάθισα, λοιπόν και τα ΄βαλα κάτω. Τι έχουμε από τη μία; Την Αθανασία, το παιδί, την Μπέμπα, τον άνδρα της Μπέμπας, την αδελφή της Μπέμπας, μια ζωή χωρίς τους παλιούς φίλους, χωρίς τις μικρές χαρές της. Από την άλλη ήταν ο έρωτας… Και μια ζωή ελεύθερη. Ακόμη και χωρίς έρωτα. Μπορούσα χωρίς αυτόν; Μπορούσα. Και το πήρα απόφαση.

Το είπα στην Αθανασία. Ακολούθησαν δράματα, παρακάλια, απειλές. Κάθε μέρα έβλεπα ότι δεν υπήρχε η προοπτική της κοινής ζωής. Έτσι το αποφάσισα, τα μάζεψα και βγήκα στο δρόμο.

Η τύχη με βοήθησε αρκετά. Βρήκα σπίτι σε απόσταση αναπνοής από την Κατερίνα. Δηλαδή, τι αναπνοής; Εκείνη στον πρώτο, εγώ στον τέταρτο. Κι άρχισε η κοινή μας ζωή, αλλά και το επόμενο ζόρι μου. Αυτό που με τρώει ως σήμερα.

Μετά ήρθε η ατυχία. Η επιχείρηση στην οποία εργαζόμασταν όλοι μαζί, μου είπε ότι δεν ήθελε άλλο τις υπηρεσίες μου. Ανασκουμπώθηκα και βγήκα στη… βιοπάλη.

Κατάλαβα ότι κάτι έτρεχε με την Κατερίνα, από την πρώτη στιγμή. Κάθε τόσο ερχόταν στη δουλειά ιδιαίτερα εύθυμη. Κι όταν κοιμόταν, ακόμη και κανόνια δεν την ξυπνούσαν. Αλλά η συμβίωση επιβεβαίωσε τους φόβους μου.

Ήταν βράδυ. Είχα αρχίσει να νυστάζω. Η Κατερίνα λαγοκοιμόταν στον καναπέ. Αποφάσισα να κοιμηθώ και να παρατήσω την ταινία που έβλεπα στην τηλεόραση.

Μέσα στον ύπνο μου, άκουγα θορύβους, πατήματα, κλειδιά στην πόρτα κι άλλα τέτοια. Άνοιξα τα μάτια μου. Η Κατερίνα ήταν πάνω από το κεφάλι μου, ντυμένη στην πένα! Έψαχνε τα γυαλιά της…

-Τι συμβαίνει;

-Θα πάω μια βόλτα.

Κοίταξα το ρολόι. Ήταν 3.30 τα ξημερώματα.

-Τέτοια ώρα; Πού θα πας; Στο εφημερεύον νοσοκομείο να πουλήσεις λουλούδια;

-Κάπου εδώ κοντά…

Τι να έκανα; Εποίησα την ανάγκη φιλοτιμία και ξανακοιμήθηκα.

Ξύπνησα στις 8.30. Την έψαξα και στο σπίτι της και στο δικό μου. Πουθενά. Εμφανίστηκε το μεσημέρι αγουροξυπνημένη.

-Μη μου πεις ότι ήσουν βόλτα…

-Σε παρακαλώ, μη μου μιλάς. Μου συνέβησαν απίστευτα πράγματα.

-Σώπα! Για πες μερικά, να ανατριχιάσω κι εγώ…

-Μην κοροϊδεύεις. Με συνέλαβαν!

-Άντε! Σε πήγαν στο τμήμα, δηλαδή;

-Ναι! Οδηγούσα το παπί κι ένας μπάτσος που ήθελε να κάνει καμάκι με σταμάτησε, μου ζήτησε το δίπλωμά μου κι εγώ τον έβρισα.

-Καλά του έκανες! Άκου εκεί να ζητάνε διπλώματα και οι αστυνομικοί! Κανονικά τα διπλώματα τα δείχνουμε στους παπάδες, στην εκκλησία, πριν πάρουμε αντίδωρο…

-Κάνε πλάκα εσύ… Εγώ ξέρω πώς πέρασα τόσες ώρες στο τμήμα κι έπειτα στο Αυτόφωρο!

-Α, παραπεμφήκαμε; Παραπεμφθήκαμε;

-Για αστείο το έχεις; Καλά που πήρα αναβολή.

-Μην ανησυχείς. Θα βρούμε έναν καλό δικηγόρο, θα επικαλεστούμε τον πρότερο έντιμο βίο σου –καλά άστο αυτό, θα επικαλεστούμε ότι έχεις το ακαταλόγιστο- και θα αθωωθείς.

-Τι θες να πεις; Σου λέω ταλαιπωρήθηκα αφάνταστα.

Έκανα ότι δεν κατάλαβα και σταμάτησα την κουβέντα. Τι να έλεγα, άλλωστε; Έφυγα για τη δουλειά κι επέστρεψα το μεσημέρι. Η Κατερίνα μαγείρευε και πάνω στον πάγκο της κουζίνας υπήρχαν δυο άδεια μπουκάλια μπίρας.

-Τι έχουμε;

-Τίποτα.

-Μάλιστα… Τι μαγειρεύεις;

-Κινέζικα. Ή, μάλλον, ινδικά, γιατί τα έκανα πιο καυτερά.

Έχω αιμορροΐδες. Αυτό σημαίνει ότι η καυτερή σος μου προκαλεί πρόβλημα. Πιάνω φωτιά, ρε παιδάκι μου. Κι έχω και πρόβλημα με το στομάχι. Με τα εξωτικά φαγητά γίνομαι τούρμπο. Ιδροκοπάω συνέχεια σα να βρίσκομαι σε σάουνα. Αισθάνομαι στηθάγχη. Φουντώνω. Με τσούζει και ο κώλος μου μετά… Μια αηδία. Αλλά τα κινέζικα τα έφαγα.

-Γιατί ιδρώνεις;

-Ζεστάθηκα…

-Γιατί;

Αγρίεψε. Λες και είχα βρίσει τη μάνα της. Δεν είπα τίποτα. Έστρεψα το βλέμμα στην τηλεόραση. Έδειχνε τον Γκάντι.

-Πούστηδες Άγγλοι!

-Ορίστε;

Είχε σηκωθεί όρθια. Τα μάτια της είχαν πεταχτεί από τις κόγχες. Χειρονομούσε κι έβριζε, σα Μαλτέζος βαρκάρης.

-Μα τι έπαθες…

Δεν πρόλαβα να τελειώσω τη φράση μου.

-Είσαι καλά; Είσαι άνθρωπος εσύ; Ξέρεις τι έκαναν οι Άγγλοι στην Ινδία;

-Ξέρω ρε παιδάκι μου, δε λέω. Ιμπεριαλιστές, σκότωσαν ένα σωρό κόσμο, βασάνισαν, άρμεγαν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας, αλλά λίγο αργά δεν τα θυμήθηκες όλα αυτά;

-Φασίστα!

-Ε, δεν είμαστε καλά… Δεν είπα ρε παιδί μου ότι έχουν δίκιο. Άδικο είπα ότι έχουν…

-Θέλω να χωρίσουμε!

-Ορίστε; Γιατί; Επειδή οι Άγγλοι ρήμαξαν την Ινδία θα χωρίσουμε εμείς;

-Δεν μπορώ να ζω με έναν άνθρωπο που έχει φασιστική νοοτροπία.

Κατάλαβα ότι η κουβέντα δε θα κατέληγε πουθενά. Κατάλαβα ότι η έκρηξη ήταν αποτέλεσμα των δυο μπουκαλιών της μπίρας. Αποφάσισα να το αφήσω να περάσει, να φέρει ο Θεός τη νύχτα του, να κοιμηθούμε, να ξυπνήσουμε το πρωί και να κάνουμε μια καλή κουβέντα με τον καφέ και το πρωινό.

Έλα, όμως, που τα πράγματα δεν εκτυλίχθηκαν ήρεμα… Μια ώρα μετά, ήταν στο μίνι μάρκετ της γειτονιάς. Αγόρασε έξι μπίρες, δυο πακέτα τσιγάρα, τσιπς και σοκολάτες κι επέστρεψε. Μέσα σε μια ώρα είχε πιεί τις μπίρες, είχε φάει τα τσιπς και τις σοκολάτες και είχε καπνίσει το μισό πακέτο τσιγάρα. Τα άλλα δεν πρόλαβε, αλλά με το ρυθμό που είχε πάρει, θα τα τελείωνε σύντομα.

Θα τα τελείωνε, αν δεν κοιμόταν, ξαφνικά, στον καναπέ, σε στάση όρθια, όπως οι επιβάτες των τρένων. Έκλεισα την τηλεόραση και πήγα να κοιμηθώ, αποφασισμένος το πρωί να ξεκαθαρίσω τα πράγματα.

Χα!

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 23, 2006

Ένας χρόνος τρέλας


Επειδή τελευταία σας έπρηξα και τραβούσα να κάνω την τρίχα τριχιά, είπα ν’ αλλάξω τακτική. Να περιγράψω μερικά πράγματα και καταστάσεις με λίγα λόγια.

Για όσους με ξέρουν, καταλαβαίνουν ότι αυτό είναι, ουσιαστικά, αδύνατο. Είμαι από τους ανθρώπους που αν έχουν να πουν σε κάποιον «καλημέρα», θα χρησιμοποιήσω πάνω από 15 λέξεις (παράδειγμα: «Βρε, καλώς το φιλαράκι. Τι κάνουμε; Πώς είμαστε; Καλά; Καλά σε βλέπω. Λοιπόν, σήμερα έχει και γαμώ τις μέρες, ε; Δε συμφωνείς;»… Λέξεις 22.

Τέλος πάντων, θα προσπαθήσω να είμαι σύντομος.

Η διπλή ζωή της Βερονίκ (η δική μου, δηλαδή) διήρκεσε λίγο πάνω από έναν χρόνο. Τόσο περίπου άντεξα να έχω και τη μία και την άλλη. Τόσο πάλεψα να αποφασίσω τι θα κάνω στη ζωή μου. Βέβαια, το ότι άφησα την Αθανασία για την Κατερίνα, δε σημαίνει ότι έβαλα στη ζυγαριά δύο ανθρώπους. Απλά, ενώ είχα αποφασίσει να ξεχάσω την περιπέτεια και να φωλιάσω στην οικογενειακή θαλπωρή, η Αθανασία φρόντιζε να μου θυμίζει το χαρακτήρα της καθημερινά. Μάλιστα, είχε και την «μπέμπα» από κοντά, να σιγοντάρει. Ό,τι χειρότερο. Το δίδυμο που σκοτώνει –τον έρωτα.

Σε αυτόν τον ένα χρόνο, έτρεχα σαν τον Βέγγο. Σκεφτείτε έναν άνθρωπο με οικογένεια, με ένα παιδί, με δουλειά που απαιτεί ώρες παρουσίας και αφοσίωσης, με συμμετοχή στα κοινά και με πολλούς φίλους. Όλους αυτούς έπρεπε να τους ικανοποιήσω. Κι όταν δυσκολεύεσαι να κρατήσεις δυο καρπούζια κάτω από μία μασχάλη, για δοκίμασε με δυο καρπούζια, δυο πεπόνια και δύο κιλά σταφύλια…

Ξυπνητήρι. Πρωί.

-Καλημέρα σας.

Καφές –γαλλικός ως επί το πλείστον- για δύο.

-Τι έχεις να κάνεις;

-Αυτά.

-Α, καλά. Αυτό θα το κάνουμε μαζί, το άλλο μόνη σου, φύγαμε.

Αυτοκίνητο. Πάμε για δουλειά. Μαζί. Ο ένας στον έναν όροφο, η άλλη στον άλλον. Μια ώρα αργότερα, έπρεπε να δώσω αλλού το παρόν.

-Πάω για τυρόπιτες.

-Στο καλό, φέρε μια μπουγάτσα.

Ξανά αυτοκίνητο. Ξανά στο δρόμο. Στο σπίτι της Κατερίνας.

-Καλημέρα.

-Καλημέρα. Τι κάνεις;

-Καλά.

-Τι έχεις να κάνεις σήμερα;

-Αυτό κι αυτό.

-Ωραία, το αυτό μαζί, το αυτό μόνη σου.

-Καφέ;

-…

Πρώτη δυσκολία. Καφέ είχες ήδη πιεί. Όμως να μην πιεις κι έναν με τον άνθρωπο που έχεις ερωτευτεί; Να πιεις. Έτσι απέκτησα πίεση…

Μετά τον δεύτερο καφέ, πάλι αυτοκίνητο. Κατεβαίνουμε στη δουλειά. Μαζί. Εκείνη στη δική της, εγώ στη δική μου. Στην ίδια δουλειά, σε άλλους ορόφους. Τηλέφωνο στην Κατερίνα.

-Έφερα τη μπουγάτσα.

-Έρχομαι.

Ερχόταν. Έπαιρνε τη μπουγάτσα.

-Μα από πού πήγες να την φέρεις; Από την Κωνσταντινούπολη; Δυο ώρες έκανες.

-Είχε κίνηση.

Κάθε μέρα είχε κίνηση. Κάθε μέρα έπεφτα σε πορείες, διαδηλώσεις, διαμαρτυρίες (καθιστικές και όρθιες), απεργίες (πείνας και δίψας). Όλης της γης οι κολασμένοι πάνω μου πέφτανε και μου κόβαν τη φόρα. Υποτίθεται. Αφού μετά από κάποια στιγμή δεν είχε μείνει σωματείο εργαζομένων που να μην το είχα βγάλει στο δρόμο να διαδηλώσει κατά της κυβερνητικής πολιτικής. Και η μέρα ήταν ακόμη στην αρχή.

Λίγο αργότερα, εσωτερικό τηλέφωνο.

-Τι κάνεις;

-Δουλεύω…

-Έλα να μιλήσουμε…

Και μιλούσαμε. Με τη μία για το παιδί. Με την άλλη για το σκυλί(η μία έβλεπε πετ σοπ κι άλλαζε πεζοδρόμιο, η άλλη περιμάζευε όποιο αδέσποτο έβλεπε). Με τη μία για τη δουλειά. Με την άλλη για το πώς παίρνουν μια αξιοπρεπή πίπα. Με τη μία για το σεξ του Σαββατόβραδου. Με την άλλη για τις επαγγελματικές της ανησυχίες. Ώσπου έβρισκα μια δικαιολογία, για να κάνω και μισό δράμι δουλειά, να μη βρεθώ απολυμένος.

-Έλα, ήρθε ο προϊστάμενος πωλήσεων. Να σε πάρω μετά;

-Τι θέλει μωρέ κι αυτός… Καλά. Πάρε όταν φύγει.

Με τα μούτρα στη δουλειά. Ως το επόμενο τηλέφωνο. Αν έπαιρνε πρώτα η Κατερίνα, έπαιρνε έπειτα η Αθανασία. Αν έπαιρνε πρώτη η Αθανασία, ακολουθούσε η Κατερίνα. Η δεύτερη τηλεφωνική συνδιάλεξη άρχιζε διαφορετικά:

-Το τηλέφωνό σου μιλούσε…

-Το ξέρω.

-Λοιπόν;

-Τι λοιπόν;

-Δε θα μου πεις με ποιον μιλούσες;

-Με τον Χ (όπου Χ κάποιος φίλος)

-Πάλι; Χθες πάλι με τον Χ μιλούσες. Τι λέτε πια; Για γκόμενες;

Απάντηση α(για την Αθανασία): «Τι μαλακίες είναι αυτές! Παντρεμένοι άνθρωποι θα μιλάμε για γκόμενες; Έχουμε σοβαρά πράγματα να ασχοληθούμε. Μιλούσαμε για το ποδόσφαιρο»!

-Μμμμφφφφ! Μας έπεισες!

Απάντηση β(για την Κατερίνα): «Μωράκι μου, είναι δυνατόν να μιλάω εγώ για γκόμενες; Εγώ έχω κλείσει ως άνδρας. Μετά από σένα, το χάος».

-Μμμμφφφφ! Μας έπεισες!

Και στις δυο περιπτώσεις, η τηλεφωνική συνδιάλεξη διακόπτονταν δήθεν νευριασμένα.

Κι έτσι φθάναμε στο μεσημέρι… Τηλέφωνο. Η Κατερίνα.

-Τι θα φάμε;

-Ό,τι θες…

-Πάμε στο Τίφανις;

-Πάλι Τίφανις;

Βασικά, το συγκεκριμένο μαγαζί ήταν μακριά. Ήθελα κάτι πιο κοντά.

-Ε τότε πάμε στου Θανάση, έναν δρόμο πιο πέρα. Έχει καταπληκτικό κοτόπουλο.

-Έγινε. Πήγαινε εσύ και, σε κανένα δεκάλεπτο έρχομαι.

Πήγαινε. Στο δεκάλεπτο επάνω έπαιρνε τηλέφωνο η Αθανασία.

-Θα ρθεις σπίτι για φαγητό;

-Μπα… Πού να προλάβω. Θες να σε πάω;

-Θα πάρω λεωφορείο. Και τι θα φας μωρέ;

-Κανένα βρομοσάντουιτς.

-Όλο τέτοιες μαλακίες τρως κι έχεις γίνει χοντρός. Καλά. Το βράδυ θα έχω μακαρόνια, που σ΄αρέσουν.

Αμ δεν είχα γίνει χοντρός από τα βρόμικα. Από τα διπλά φαγητά βουβάλιασα. Γιατί έτρωγα με την Κατερίνα, έτρωγα και το βράδυ. Διπλή μερίδα, που είχα μείνει μία μέρα ολάκερη νηστικός.

Η ώρα του φαγητού ήταν άλλο μαρτύριο. Σε κανα μισάωρο χτυπούσε το κινητό. Εγώ με την Κατερίνα στο εστιατόριο και στο τηλέφωνο η Αθανασία. Άρπαζα το κινητό υπό μάλης κι έτρεχα να βρω ήσυχη γωνιά. Συνήθως κατέληγα στην τουαλέτα να με κοιτούν περίεργα οι συγκατουρούντες.

-Γιατί δεν απαντάς στο γραφείο σου;

-Δεν είμαι στο γραφείο μου.

-Και πού είσαι;

-Στο γραφείο του μεγαλομετόχου.

-Συγνώμη. Πάρε όταν τελειώσετε.

Κάθε μεσημέρι συναντιόμουν με το μεγαλομέτοχο. Απορώ πώς δεν έγινα συνιδιοκτήτης της εταιρίας. Με τόσες συναντήσεις, κανονικά θα έπρεπε να τον είχα πείσει.

Αφού ρημαδοτρώγαμε, επιστρέφαμε στις δουλειές μας. Κι εγώ έπρεπε να πάρω τηλέφωνο την Αθανασία.

-Λέγε…

-Τι να πω;

-Ήσουν, πράγματι, με τον μεγαλομέτοχο;

-Αφού κάθε μέρα βρισκόμαστε ρε Αθανασία. Καινούργιο είναι αυτό;

-Πώς γίνεται και συναντιέστε πάντα την ώρα του φαγητού;

-Έχει ησυχία εκείνη την ώρα…

-Και τι είπατε;

-Για τις πωλήσεις που πάνε καλά/ χάλια/ μέτρια/ ικανοποιητικά/ έτσι κι έτσι/ σκατά στην επαρχία/ πολύ καλά στην Καβάλα/ μέτρια στην Αλεξανδρούπολη (διαλέξτε την απάντηση που σας ταιριάζει).

Επίσης, συζητούσαμε για το πλεονάζον προσωπικό, για τις ελλείψεις σε προσωπικό, για τις υπέρογκες αμοιβές των προμηθευτών, για το ρίξιμο των προμηθευτών, για την αύξηση της τιμής των πρώτων υλών, για τη μείωση της τιμής των πρώτων υλών, για τη σταθερότητα στις τιμές των πρώτων υλών, για ένα πρόβλημα με τον αντιπρόσωπο στο Κιλκίς/ στη Δράμα/ στην Καβάλα/ στην Έδεσσα/ στη Λάρισα/ στο Βόλο/ στα Τρίκαλα/ στην Καστοριά/ στα Γρεβενά/ στην Κοζάνη/ στην Κατερίνη/ στη Βέροια/ στον Πολύγυρο/ στην Κομοτηνή/ στην Ξάνθη/ στην Αλεξανδρούπολη/ στο Σουφλί/ στο Ντεντέ Αγάτς κι όπου αναπτύσσονταν η δράση της εταιρίας.

-Καλά, καλά. Από δω το είχες, από εκεί το είχες, πάλι για δουλειά μου μιλάς. Θα πάμε σινεμά;

-Το Σάββατο…

-Καλά. Θα σε πάρω μετά…

Και ξαναέπαιρνε. Και στο μεταξύ έπαιρνε και η Κατερίνα, που συνέχιζε να δουλεύει και πλέον του ωραρίου. Και το βραδάκι, εμφανιζόταν στη δουλειά και πάλι η Αθανασία, για να δει κάτι μικρολεπτομέρειες. Κι ερχόταν η ώρα να πάμε σπιτάκι…

-Θα φύγουμε;

-Έχω δουλειά ακόμη.

-Τι ήρθα, τότε, εγώ;

-Ξέρω ’γω; Μήπως σε κάλεσα; Μόνη σου ήρθες…

-Δηλαδή να φύγω; Να πάω σπίτι;

-Αν θες περίμενε, να φύγουμε σε κανα δίωρο μαζί…

Αυτό πάντα έπιανε. Ποια γυναίκα να περιμένει ένα δίωρο κοιτώντας τον τοίχο; Έφευγε. Κι ακολουθούσε τηλέφωνο από την Κατερίνα.

-Βαρέθηκα, φεύγω.

-Ξεκίνα και περίμενε στο παρκάκι, δίπλα. Έρχομαι σε πέντε λεπτά.

Πήγαινα. Έμπαινε στο αυτοκίνητο. Πηγαίναμε στο σπίτι της(φθάνει, πια, το οτομπιάνκι. Προτιμάμε το κρεβάτι). Μπαίναμε στο διαμέρισμα. Γδυνόμουν. Γδυνόταν. Έκανα μπάνιο. Έκανε μπάνιο. Σεξ. Μισή ώρα χαλάρωση και κουβεντούλα. Με το μάτι στο ρολόι. Σήκω. Ντύσου. Παρηγόρησέ την, που έμενε σε τέσσερις τοίχους. Μπες στο αυτοκίνητο. Πάνε σπίτι. Κι εκεί… Αχ εκεί… Βρες την Αθανασία σε εξάψεις… Και, αν μπορείς, σεξ ξανά… Κάθε μέρα. Επτά μέρες τη βδομάδα. Τέσσερις βδομάδες το μήνα. Δώδεκα μήνες το χρόνο…

Μη βιαστείτε να πείτε «μεγάλε, εσύ τα ’θελες. Τράβα τα, που δεν σ αρέσει κι όλας». Κακά τα ψέματα. Η ιστορία με την Αθανασία είχε ημερομηνία λήξης. Και η Κατερίνα να μην υπήρχε, θα έφευγα από τη σχέση και μόνος μου.

Το κακό ήταν ότι και η ιστορία με την Κατερίνα, είχε παγίδα. Κι ήταν σε μέρος που δεν φαινόταν… Κι από το ένα ζόρι, μέσω άλλου ζοριού, βρέθηκα στο μεγάλο λούκι…