Τρίτη, Νοεμβρίου 21, 2006

Ξανά…

Ζούσα με το φόβο. Αλλά και με την ελπίδα. Με το φόβο ότι ο εφιάλτης θα επανέκαμπτε. Με την ελπίδα ότι είχαμε γλιτώσει. Για άλλη μία φορά, ο εφιάλτης επανήλθε.

Δυο μέρες τώρα ήταν υπερβολικά νευρική. Με την παραμικρή αντίδρασή μου στήναμε καβγά. Όλα έδειχναν ότι η ώρα της κρίσης πλησίαζε.

Χθες το πρωί ένοιωθα άρρωστος. Πρέπει να είχα κρυώσει. Όσο περνούσε η ώρα, τόσο και γινόμουν χειρότερα. Το βράδυ ήταν να βγει με φίλους. Δεν έτρεφα αυταπάτες. Ποτέ σε τέτοια περίπτωση δεν είπε «θα μείνω μαζί σου». Ποτέ σε τέτοια περίπτωση δεν πήγε στεγνή.

Το μεσημέρι που γύρισα σπίτι από τη μία δουλειά, για να πάμε μαζί στην άλλη, είχε μια περίεργη συμπεριφορά. Ενώ δούλευε από τις 9 το πρωί και το ρολόι έδειχνε 4 το απόγευμα, ήταν ιδιαίτερα κεφάτη. Δείγμα του ότι κάτι την είχε βοηθήσει να βρει το κέφι της.

Όταν τη ρώτησα τι ώρα θα ξεμπέρδευε από τη δουλειά, για να πάει στους φίλους της, μου είπε πως θα πήγαινε κατά τις 2. Κι έπειτα, ήρθε ο καβγάς. Πήρε μαζί της την τσάντα της, την τσάντα με το κομπιούτερ και την τσάντα με τα καλλυντικά της. Τρεις τσάντες. Ούτε σκέφτηκε να βάλει κάποια πράγματα σε μία, ή στις δύο. Το σκέφτηκα εγώ. Πήγα να το προτείνω. Κι έγινε ο κακός χαμός. Φώναζε, έβριζε. Μαζεύτηκε η καρδιά μου. Ήξερα ότι οι υποτιθέμενες στεγνές μέρες είχαν περάσει. Ήμουν σίγουρος ότι αν έψαχνα στο σπίτι θα έβρισκα μπουκάλια μπίρας.

Τα βρήκα το βράδυ. Τέσσερα, μέσα σε μια βαλίτσα. Η ώρα ήταν 1 παρά τέταρτο και, παρά τις υποτιθέμενες διαβεβαιώσεις για δουλειά ως τις 2 τουλάχιστον, ήδη ήταν στο ταξί για να βρει την παρέα της.

Δε χρειαζόταν να ήμουν εκεί για να δω τη συνέχεια. Την ξέρω: Πρώτα ένα Κούμπα Λίμπρε. Μετά δεύτερο. Μετά το πρώτο τσιφτετέλι. Έπειτα ένα ζεϊμπέκικο. Ύστερα άλλο ένα τσιφτετέλι με κάποιον υποτιθέμενο γνωστό. Κι άλλο ζεϊμπέκικο. Κι ύστερα, ό,τι χορός μας καθόταν, με όποιον μας καθόταν.

Κάποτε πήγαινα κι εγώ σ αυτές τις μαζώξεις. Ένα βράδυ ήταν εκεί και δυο συγγενείς της. Έμεινα με το ζευγάρι, να τη βλέπω να χορεύει πότε με τον έναν και πότε με τον άλλον. Με κοιτούσαν οι άνθρωποι μες στα μάτια, περιμένοντας κάτι να πω, σα να ήθελαν κάτι να πουν… Τελικά δεν είπαμε τίποτα. Σε κάποια στιγμή σηκώθηκα κι έφυγα. Δεν ξαναβγήκα μαζί της.

Ο χορός θα συνεχιζόταν μέχρι τελικής πτώσεως. Κι έπειτα, θα άρχιζαν τα τηλέφωνα.

-Θα ΄ρθεις να με πάρεις;

Δεν απέκλεια το ενδεχόμενο να ήταν και με κάποιον παλιό φίλο. Δεν απέκλεια, μέσα στον ύπνο μου, την ώρα που χάραζε, να άνοιγε η πόρτα και να ΄μπαιναν μέσα, λες και δεν είχε συμβεί το παραμικρό και να πέσουν να κοιμηθούν, λες και δεν έχει δουλειά να κάνει.

Αλλά πλέον δεν μπορώ να περιμένω πότε θα χτυπήσει το κινητό μου τηλέφωνο. Κουράστηκα. Βαρέθηκα να τη βλέπω να χτυπιέται στις πίστες, με τον κάθε κεφάτο, πνιγμένο στο αλκοόλ, άνετο, κουλ τύπο. Δε με ενδιαφέρει αν είναι παλιός γνωστός, πρώην φίλος, ίσως και πρώην γκόμενος. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να βρω την ηρεμία μου. Και τα τέσσερα μπουκάλια μπίρα που βρήκα μέσα στη βαλίτσα, σαν εσώρουχα παρατημένου συζύγου, δεν προμήνυαν την ησυχία μου.

Ήθελα να την πάρω τηλέφωνο και να της πω να μην ξανάρθει σπίτι. Αλλά είμαι σίγουρος ότι δεν θα υπήρχε αποτέλεσμα. Θα ξανάρθει. Είμαι το λιμάνι της. Επτά χρόνια μεγαλύτερός της, χοντρός και άσχημος, με σημαντικές δυσκολίες στο να αναπτυχθώ επαγγελματικά, αισθάνομαι, πλέον, πιο ασφαλής από την Κατερίνα. Εκείνη, ωραία γυναίκα, νέα, αδύνατη, με κορμί θανατηφόρο και καταπληκτικά επαγγελματικά προσόντα, δείχνει αδύναμη να πιστέψει στον εαυτό της. Βουλιάζει στο τέλμα της. Κοροϊδεύει τον εαυτό της.

Εδώ και τόσες μέρες, προσπαθεί να με πείσει (ή να πείσει τον εαυτό της) ότι ελέγχει το ποτό. Αλίμονο… Το αλκοόλ δεν ελέγχεται. Ή το κόβεις, ή σε ρουφάει.

Φθάνει, όμως, ως εδώ. Το πρωί έχω να πάω το αυτοκίνητο για σέρβις, να πάω στο γραφείο, να πληρώσω τα κοινόχρηστα, να πληρώσω κάτι κάρτες, να ετοιμαστώ για τη δεύτερη δουλειά, να κάνω κανένα ζεστό, γιατί αισθάνομαι τα πνευμόνια μου να κολλάνε. Κι όλα αυτά, δεν περιμένουν. Δεν περιμένω.

1 σχόλιο:

tzo είπε...

Αχ βρε τι να σε πω και εγώ, την ίδια συμβουλή που σου έδωσα πριν που δίνω και στον εαυτό μου θα σου δώσω! Άντε να φύγεις δεν πάει άλλο! Και ας μην το κάνω πράξη ούτε και εγώ!