Όπως καταλαβαίνετε, δεν ήταν δυνατό να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση. Κάθισα, λοιπόν και τα ΄βαλα κάτω. Τι έχουμε από τη μία; Την Αθανασία, το παιδί, την Μπέμπα, τον άνδρα της Μπέμπας, την αδελφή της Μπέμπας, μια ζωή χωρίς τους παλιούς φίλους, χωρίς τις μικρές χαρές της. Από την άλλη ήταν ο έρωτας… Και μια ζωή ελεύθερη. Ακόμη και χωρίς έρωτα. Μπορούσα χωρίς αυτόν; Μπορούσα. Και το πήρα απόφαση.
Το είπα στην Αθανασία. Ακολούθησαν δράματα, παρακάλια, απειλές. Κάθε μέρα έβλεπα ότι δεν υπήρχε η προοπτική της κοινής ζωής. Έτσι το αποφάσισα, τα μάζεψα και βγήκα στο δρόμο.
Η τύχη με βοήθησε αρκετά. Βρήκα σπίτι σε απόσταση αναπνοής από την Κατερίνα. Δηλαδή, τι αναπνοής; Εκείνη στον πρώτο, εγώ στον τέταρτο. Κι άρχισε η κοινή μας ζωή, αλλά και το επόμενο ζόρι μου. Αυτό που με τρώει ως σήμερα.
Μετά ήρθε η ατυχία. Η επιχείρηση στην οποία εργαζόμασταν όλοι μαζί, μου είπε ότι δεν ήθελε άλλο τις υπηρεσίες μου. Ανασκουμπώθηκα και βγήκα στη… βιοπάλη.
Κατάλαβα ότι κάτι έτρεχε με την Κατερίνα, από την πρώτη στιγμή. Κάθε τόσο ερχόταν στη δουλειά ιδιαίτερα εύθυμη. Κι όταν κοιμόταν, ακόμη και κανόνια δεν την ξυπνούσαν. Αλλά η συμβίωση επιβεβαίωσε τους φόβους μου.
Ήταν βράδυ. Είχα αρχίσει να νυστάζω. Η Κατερίνα λαγοκοιμόταν στον καναπέ. Αποφάσισα να κοιμηθώ και να παρατήσω την ταινία που έβλεπα στην τηλεόραση.
Μέσα στον ύπνο μου, άκουγα θορύβους, πατήματα, κλειδιά στην πόρτα κι άλλα τέτοια. Άνοιξα τα μάτια μου. Η Κατερίνα ήταν πάνω από το κεφάλι μου, ντυμένη στην πένα! Έψαχνε τα γυαλιά της…
-Τι συμβαίνει;
-Θα πάω μια βόλτα.
Κοίταξα το ρολόι. Ήταν 3.30 τα ξημερώματα.
-Τέτοια ώρα; Πού θα πας; Στο εφημερεύον νοσοκομείο να πουλήσεις λουλούδια;
-Κάπου εδώ κοντά…
Τι να έκανα; Εποίησα την ανάγκη φιλοτιμία και ξανακοιμήθηκα.
Ξύπνησα στις 8.30. Την έψαξα και στο σπίτι της και στο δικό μου. Πουθενά. Εμφανίστηκε το μεσημέρι αγουροξυπνημένη.
-Μη μου πεις ότι ήσουν βόλτα…
-Σε παρακαλώ, μη μου μιλάς. Μου συνέβησαν απίστευτα πράγματα.
-Σώπα! Για πες μερικά, να ανατριχιάσω κι εγώ…
-Μην κοροϊδεύεις. Με συνέλαβαν!
-Άντε! Σε πήγαν στο τμήμα, δηλαδή;
-Ναι! Οδηγούσα το παπί κι ένας μπάτσος που ήθελε να κάνει καμάκι με σταμάτησε, μου ζήτησε το δίπλωμά μου κι εγώ τον έβρισα.
-Καλά του έκανες! Άκου εκεί να ζητάνε διπλώματα και οι αστυνομικοί! Κανονικά τα διπλώματα τα δείχνουμε στους παπάδες, στην εκκλησία, πριν πάρουμε αντίδωρο…
-Κάνε πλάκα εσύ… Εγώ ξέρω πώς πέρασα τόσες ώρες στο τμήμα κι έπειτα στο Αυτόφωρο!
-Α, παραπεμφήκαμε; Παραπεμφθήκαμε;
-Για αστείο το έχεις; Καλά που πήρα αναβολή.
-Μην ανησυχείς. Θα βρούμε έναν καλό δικηγόρο, θα επικαλεστούμε τον πρότερο έντιμο βίο σου –καλά άστο αυτό, θα επικαλεστούμε ότι έχεις το ακαταλόγιστο- και θα αθωωθείς.
-Τι θες να πεις; Σου λέω ταλαιπωρήθηκα αφάνταστα.
Έκανα ότι δεν κατάλαβα και σταμάτησα την κουβέντα. Τι να έλεγα, άλλωστε; Έφυγα για τη δουλειά κι επέστρεψα το μεσημέρι. Η Κατερίνα μαγείρευε και πάνω στον πάγκο της κουζίνας υπήρχαν δυο άδεια μπουκάλια μπίρας.
-Τι έχουμε;
-Τίποτα.
-Μάλιστα… Τι μαγειρεύεις;
-Κινέζικα. Ή, μάλλον, ινδικά, γιατί τα έκανα πιο καυτερά.
Έχω αιμορροΐδες. Αυτό σημαίνει ότι η καυτερή σος μου προκαλεί πρόβλημα. Πιάνω φωτιά, ρε παιδάκι μου. Κι έχω και πρόβλημα με το στομάχι. Με τα εξωτικά φαγητά γίνομαι τούρμπο. Ιδροκοπάω συνέχεια σα να βρίσκομαι σε σάουνα. Αισθάνομαι στηθάγχη. Φουντώνω. Με τσούζει και ο κώλος μου μετά… Μια αηδία. Αλλά τα κινέζικα τα έφαγα.
-Γιατί ιδρώνεις;
-Ζεστάθηκα…
-Γιατί;
Αγρίεψε. Λες και είχα βρίσει τη μάνα της. Δεν είπα τίποτα. Έστρεψα το βλέμμα στην τηλεόραση. Έδειχνε τον Γκάντι.
-Πούστηδες Άγγλοι!
-Ορίστε;
Είχε σηκωθεί όρθια. Τα μάτια της είχαν πεταχτεί από τις κόγχες. Χειρονομούσε κι έβριζε, σα Μαλτέζος βαρκάρης.
-Μα τι έπαθες…
Δεν πρόλαβα να τελειώσω τη φράση μου.
-Είσαι καλά; Είσαι άνθρωπος εσύ; Ξέρεις τι έκαναν οι Άγγλοι στην Ινδία;
-Ξέρω ρε παιδάκι μου, δε λέω. Ιμπεριαλιστές, σκότωσαν ένα σωρό κόσμο, βασάνισαν, άρμεγαν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας, αλλά λίγο αργά δεν τα θυμήθηκες όλα αυτά;
-Φασίστα!
-Ε, δεν είμαστε καλά… Δεν είπα ρε παιδί μου ότι έχουν δίκιο. Άδικο είπα ότι έχουν…
-Θέλω να χωρίσουμε!
-Ορίστε; Γιατί; Επειδή οι Άγγλοι ρήμαξαν την Ινδία θα χωρίσουμε εμείς;
-Δεν μπορώ να ζω με έναν άνθρωπο που έχει φασιστική νοοτροπία.
Κατάλαβα ότι η κουβέντα δε θα κατέληγε πουθενά. Κατάλαβα ότι η έκρηξη ήταν αποτέλεσμα των δυο μπουκαλιών της μπίρας. Αποφάσισα να το αφήσω να περάσει, να φέρει ο Θεός τη νύχτα του, να κοιμηθούμε, να ξυπνήσουμε το πρωί και να κάνουμε μια καλή κουβέντα με τον καφέ και το πρωινό.
Έλα, όμως, που τα πράγματα δεν εκτυλίχθηκαν ήρεμα… Μια ώρα μετά, ήταν στο μίνι μάρκετ της γειτονιάς. Αγόρασε έξι μπίρες, δυο πακέτα τσιγάρα, τσιπς και σοκολάτες κι επέστρεψε. Μέσα σε μια ώρα είχε πιεί τις μπίρες, είχε φάει τα τσιπς και τις σοκολάτες και είχε καπνίσει το μισό πακέτο τσιγάρα. Τα άλλα δεν πρόλαβε, αλλά με το ρυθμό που είχε πάρει, θα τα τελείωνε σύντομα.
Θα τα τελείωνε, αν δεν κοιμόταν, ξαφνικά, στον καναπέ, σε στάση όρθια, όπως οι επιβάτες των τρένων. Έκλεισα την τηλεόραση και πήγα να κοιμηθώ, αποφασισμένος το πρωί να ξεκαθαρίσω τα πράγματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου