Πέμπτη, Δεκεμβρίου 21, 2006

Αρχή του τέλους;


Πρωί. Με ξύπνησε το ξυπνητήρι. Αυτός δεν είναι ο ρόλος του άλλωστε; Αν κι έπρεπε να έχω ξυπνήσει από καιρό…

Πρωί. Ώρα 8.30. Έξω βρέχει. Μέσα, ξηρασία. Είμαι μόνος. Δεν είναι εδώ. Δεν ξέρω πού είναι. Δεν ξέρω πώς είναι. Δεν ξέρω με ποιόν είναι.

Λίγο μετά τα μεσάνυχτα την είχα αφήσει σε ένα μπαρ, όπου τραγουδούσε ένας φίλος. Μια παρέα, γνωστοί της από παλιά, γιόρταζαν κάποια γενέθλια. Την είχα ρωτήσει, αν θα πήγαινε:

-Δεν το βλέπω… Δεν έχω καμία όρεξη. Δε γουστάρω. Άσε που με τη συγκεκριμένη, τελευταία, δεν τα πάμε και τόσο καλά.

Μια ώρα αργότερα είχε φύγει από τη δουλειά της. Είχε αγοράσει δύο τούρτες και, περιχαρής, πέρασε να μου πει ένα γεια και να ζητήσει να πάω κι εγώ από εκεί, έστω για μισή ώρα.

Πήγα για ένα τέταρτο. Σε όλους τους άλλους έδειχνε καλά. Μου είπε ότι έπινε μόνον νερό. Στα δικά μου μάτια, ήταν, ήδη, πιωμένη. Ευχήθηκα να μην έρθουν τα χειρότερα, κάθισα λίγο κι έφυγα, κομμάτια στην ψυχή και στο σώμα. Εξάλλου, είχα ξυπνήσει από νωρίς και ήταν, ήδη, περασμένα μεσάνυχτα.

Στο σπίτι άφησα, όπως πάντα, ανοιχτό το φως του απορροφητήρα. Φαίνεται από πολύ μακριά, από το παράθυρο της κουζίνας. Λες και ήθελα να το βλέπει, να γυρίσει. Σα να ήταν ο φάρος, μόνον που αντί να διώχνει τα πλοία, εγώ ήθελα να μαγνητίσει τη βαρκούλα της και να την οδηγήσει, ασφαλώς, στο λιμάνι.

Η Κατερίνα, αυτό το βράδυ που πέρασε, δεν έδεσε στο λιμάνι μας. Αλλά ούτε εξέπεμψε σήμα ΣΟΣ. Καλό της ταξίδι.

Ώρα να σαλπάρω κι εγώ. Να σαλπάρω για να μη σαλτάρω.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ίσως είναι για το καλύτερο...