Δευτέρα, Οκτωβρίου 23, 2006

Να ΄μαστε πάλι εδώ Ανδρέα


Είχα αρχίσει να πιστεύω ότι θα τα κατάφερνε. Τόσες μέρες πήγαινε στεγνή στη δουλειά της. Με το που τελείωνε έπινε κανένα κουτάκι μπίρα -κι αυτό ήταν όλο. Γελάστηκα.
Το κακό άρχισε την Παρασκευή. Βρεθήκαμε, για κακή μας τύχη, στο ρεμπετάδικο όπου τραγουδάει ένας γνωστός. Ήρθε το γκαρσόνι.
-Τι θα πάρετε;
-Ένα κούμπα λίμπρε!
Κόκκαλο εγώ.
-Μα...
Αυτό μόνον τόλμησα να πω.
-Είναι Παρασκευή. Έχω φάει τόσο ζόρι όλη τη βδομάδα. Πηγαίνω καλά, δεν πηγαίνω καλά; Μην με πιέζεις, λοιπόν...
Εκεί κάνεις το λάθος. Λες «δε θα την πιέσω» κι ελπίζεις όλα να τελειώσουν καλά.
Τελείωσαν καλά, αλλά με πολλή γκρίνια. Με το που ζήτησε να παραγγείλλει δεύτερο ποτό, κατέβασα κάτι μούτρα ως το πάτωμα. Το σκούπισα το ξύλινο παρκέ. Ούτε σκόνη δεν άφησα, ούτε τίποτα. Αλλά εκείνει εκεί!
-Δε θα το πιω όλο. Αφού ξέρεις τι επίμονος άνθρωπος είμαι...
Ξέρω. Και δεν επέμεινα. Και δεν το ήπιε όλο. Κι είπα «δόξα τω Θεώ»!
Στην επιστροφή, στο αυτοκίνητο, ήταν έτοιμη να τσακωθεί για κάθε αιτία: επειδή έβρεχε, επειδή δεν έβρεχε, επειδή φυσούσε, επειδή δεν φυσούσε, επειδή δεν φυσούσε όσο θα ήθελε, επειδή το κάθισμά της ήταν μπροστά, επειδή το κάθισμά της ήταν πίσω, επειδή το κάθισμά της ήταν στη μέση, επειδή ο δρόμος δεν είχε φώτα, επειδή ο δρόμος είχε δυνατά φώτα... Τελικά φθάσαμε σπίτι, ξεραθήκαμε και, χάρη στην υπομονή μου, ΔΕΝ καβγαδίσαμε.
Το Σάββατο πέρασε χωρίς προβλήματα. Λίγο το βράδυ μου φάνηκε ότι ήταν -πάλι- έτοιμη για καβγά, αλλά επειδή είχε ξεπατωθεί στις δουλειές του σπιτιού, μπορεί να ήταν και η ιδέα μου.
Την Κυριακή όμως; Ο εφιάλτης ξαναγεννήθηκε.
Ως το απόγευμα, που πήγαμε στη δουλειά, όλα πήγαιναν καλά. Από το απόγευμα και μετά ζήσαμε την ίδια περιπέτεια. Γύρω στις 10 το βράδυ, την πείραζαν όλα και όλοι. Στις 11 ήταν έτομη να σπάσει κανένα κεφάλι. Στις 12, απελπισμένη με την τύχη της. Στη 1, με το που γυρίσαμε στο σπίτι, είπε να μου σπάσει τα νεύρα.
-Τι ώρα τελειώσατε απόψε;
-Στις 11.30 είμασταν τελειωμένοι...
-Μπα; Εμένα περίμενες ως τώρα;
Τι να έκανα, δηλαδή; Να μην την περίμενα; Αφού δεν είχε τελειώσει. Αδιαφόρησα στο να δώσω απάντηση -σίγουρος πως ό,τι και να έλεγα θα κατέληγε σε καβγά. Αλλά τον καβγά δεν τον γλίτωσα...
-Πάμε να κοιμηθούμε;
-Έχω δουλειά με το Ίντερνετ.
-Πάλι:
-Τι πάλι... Αφού τώρα επιστρέψαμε, τώρα θα δουλέψω στο δίκτυο.
-Τώρα το θυμήθηκες;
Οποιαδήποτε απάντηση σ΄ αυτήν την ερώτηση, θα κατέληγε σε καβγά. Έκανα ότι δεν την άκουσα. Πώς, όμως, να μην ακούσω όταν με καλούσε από την κρεβατοκάμαρα;
Με σήκωσε για να της πάω νερό. Για να της πάω ένα μήλο. Για να πάρω το κουκούτσι. Για να της πάω χαρτοπετσέτα να σκουπιστεί. Για να ανοίξω την τηλεόραση της κρεβατοκάμαρας. Για να της δώσω το τηλεκοντρόλ. Για να διορθώσω τα χρώματα της τηλεόρασης. Για να της στρώσω την κουβέρτα. Γύρω στις 3 κοιμήθηκε και κατάφερα κι εγώ να κάνω τη δουλειά μου και να ανεβάσω κι αυτό το ποστ.

5 σχόλια:

AVRA είπε...

Φανταζομαι οτι δεν σκεφτεται να δει καποιον ειδικο ετσι?

diastimata είπε...

@ avra

Περάσαμε κι από τους ειδικούς. Μελλοντικό ποστ θα δώσει λεπτομέρειες

Marina είπε...

Η ζωή σου πρέπει να είναι σκέτη κόλαση.
Και η δική της φαντάζομαι. Φαίνεται να χρειάζεται το πιοτό και όταν δεν πίνει να κάνει κακίες..

diastimata είπε...

@ marina

Ειλικρινά δεν ξέρω. Έχω, ουσιαστικά, να κάνω με δυο ανθρώπους, στη συσκευασία του ενός. Ποιος είναι ο αληθινός;

Ανώνυμος είπε...

mi meneis apo tipseis, alla epeidi tin agapas...diaforetika mpaineis kai esi stin katigoria oswn "8isiazontai" dixws logo...