Σάββατο, Οκτωβρίου 14, 2006

Αρχή ημερολογίου αλκοόλης


Καθυστερώ. Έως ότου φθάσω στο ζόρι μου, μπορεί να μην υφίσταται. Γι αυτό ετούτο το μπλογκ μετατρέπεται σε ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΑΛΚΟΟΛΗΣ. Ένα ημερολόγιο στο οποίο θα γράφονται, πλέον, τα καθημερινά μου βάσανα. Η ρουτίνα από το ζόρι μου. Αρχίζουμε:

Πέμπτη, 12 Οκτωβρίου 2006
Η μέρα άρχισε καλά. Το μεσημέρι είχα την υποψία ότι η Κατερίνα είχε πιει ένα μπουκάλι μπίρα. Έκανα πέτρα την καρδιά μου, είπα "μη μιλάς" και φύγαμε για τη δουλειά. Όλα πήγαιναν καλά, έως ότου σχόλασε. Με πήρε τηλέφωνο να μου πει ότι θα πήγαινε σε προεκλογική συγκέντρωση σε μπαράκι, υποψηφίου άλλου κόμματος από αυτό που ψηφίζει. Επειδή είναι συνάδελφος...
-Έλα κι εσύ...
-Είμαι ψόφιος. Κουρασμένος. Θα πάω στο σπίτι.
-Θα μείνω λίγο. Ας φύγουμε μαζί.
-Καλά...
Περίμενα ως μαλάκας, αλλά ούτε φωνή, ούτε ακρόαση. Μισή ώρα μετά την ώρα που σχόλασα, άρχισα να την καλώ στο κινητό της. Πήρα επτά φορές. Δεν το σήκωσε. Αποφάσισα να πάω σπίτι.
Είχα φθάσει σπίτι και καθόμουν, πλέον, μπροστά στην τηλεόραση, όταν χτύπησε το τηλέφωνο.
-Έλα. Είναι όλη η εταιρία εδώ. Θα ΄ρθεις;
-Τρελή είσαι; Είμαι ήδη στο σπίτι.
Το ΄κλεισε. Το στόμα μου κολλούσε. Δείγμα ότι το σάκχαρό μου ήταν, ήδη, σε δυσθεώρητα ύψη. Λίγο πριν το κώμα. Αποφάσισα να ηρεμήσω και να κοιμηθώ.
Μόλις με είχε πάρει ο ύπνος, όταν χτύπησε το θυροτηλέφωνο. Έκανα ότι δεν άκουσα και προσπάθησα να ξανακοιμηθώ. Ξαναχτύπησε. Ξαναέκανα ότι δεν άκουσα. Πέρασε μισή ώρα και δεν ανέβηκε. Βγήκα στο μπαλκόνι. Την είδα στην είσοδο της πολυκατοικίας, να ψάχνει τα κλειδιά της. Ξαναπήγα για ύπνο. Χρειάστηκε άλλο ένα τέταρτο για να βρει την κλειδαριά.
Κι επάνω που έλεγα, επιτέλους θα κοιμηθώ, άνοιξε με θόρυβο την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Ήθρε ολόγυμνη και ξάπλωσε δίπλα μου. Σηκώθηκα τσατισμένος. Πήγα στο σαλόνι. Έκανα ένα τσιγάρο και ξαναγύρισα. Αλλά πώς να κοιμηθώ; Σε αλκοολικό κώμα βρισκόμενη, είχε ξαπλώσει διαγώνια στο κρεβάτι. Κοιμήθηκα με τις γάτες, στο μικρό δωμάτιο.

Παρασκευή , 13 Οκτωβρίου 2006
Ξύπνησα το πρωί αποφασισμένος να βάλω τέρμα. Δεν πρόλαβα να κάνω ούτε καφέ, όταν χτύπησε το θυροτηλέφωνο. Ήταν η καθαρίστρια. Έβλεπα την περίπτωση να μιλήσουμε έξω από τα δόντια να ξεμακραίνει. Όταν, μισή ώρα μετά, ήρθαν οικογενειακοί φίλοι με το παιδί, για φαγητό, σιγουρεύτηκα.
Τελικά της μίλησα, για μερικά λεπτά, μουρμουρίζοντας, σε άλλο δωμάτιο. Έσκυψε το κεφάλι. Παρακάλεσε για βοήθεια.
-Δεν μπορώ να σε βοηθήσω πια. Έχουν περάσει τέσσερα χρόνια χωρίς να βλέπω φως.
-Τουλάχιστον αγκάλιασέ με.
-Ούτε αυτό μπορώ να το κάνω, τώρα τουλάχιστον. Άσε με λίγο...
Έφυγα για τη δουλειά. Όταν επέστρεψα, τους βρήκα στο τραπέζι. Φάγαμε και φύγαμε μαζί για τη δουλειά.
Στη διαδρομή στο αυτοκίνητο, της έριξα ένα χεσίδι χωρίς προηγούμενο.
-Θα με πεθάνεις. Το αριστερό μου χέρι είναι μουδιασμένο εδώ και δυο μέρες. Όταν βρίσκεσαι με τον πατέρα σου, είσαι κυρία, επειδή δεν θες να τον στεναχωρήσεις -και καλά κάνεις. Εμένα μ΄έχεις γραμμένο στ' αρχίδια σου.
Δε μιλούσε. Άκουγε με σκυμμένο κεφάλι. Πίστεψα ότι έπιασαν τόπο τα λόγια. ΧΑ! Πόσο μαλάκας είμαι...
Το βράδυ ήρθε από τη δουλειά, λίγο πριν σχολάσω. Βηματάκια μικρά, αβέβαια, σχεδόν σα να έτρεχε. Χέρια με τρέμουλο. Αδυναμία να πει λέξεις όπως... Αρθούρος. Με το που γυρίσαμε στο σπίτι έπεσε για ύπνο. Θα έπρεπε να περιμένω άλλη μία μέρα...

Δεν υπάρχουν σχόλια: