Δευτέρα, Οκτωβρίου 22, 2007

Σκέψεις κέραμοι, ατάκτως εριμμέναι

Τι σκατά...
Δεν ξέρω τι μου γίνεται. Δεν ξέρω τι γίνεται. Δεν καταλαβαίνω, πλέον. Είμαι σίγουρος ότι πίνει. Δε χρειάστηκε να δω τα τρία κουτάκια μπίρας στην τσάντα της, ξημερώματα Σαββάτου, για να πεισθώ. Το αντιλαμβάνομαι. Λες και, με το που την βλέπω, με το που την ακούω, να μου εκπέμπει ένα μήνυμα αλκοόλης κι εγώ, με τους υπερευαίσθητους αισθητήρες μου (τι αισθητήρες θα ήταν, αν δεν ήταν υπερευαίσθητοι) το συλλαμβάνω, το αποκωδικοποιώ και το ανταποδίδω.
Αδύνατο να κρατηθώ. Αδύνατο και να καταλάβω για ποιο λόγο καταστρέφει ό,τι με κόπο προσπάθησε να δημιουργήσει.
Λίγο η μανία της ανάλυσης που με κατατρέχει, λίγο οι αρχικές σπουδές στην ψυχολογία, μετατρέπομαι σε Αλεπού Γιατρό, κατά το γνωστό παραμύθι και προσπαθώ να διαγνώσω και να εξηγήσω. Λάθος. Δεν εξηγούνται όλα τα πράγματα πάνω σε τούτο τον ντουνιά, χρυσέ μου!
Αλλά εγώ επιμένω. Και συγκεντρώνω, αναλύω, αποκωδικοποιώ, εκπέμπω εκ νέου το μήνυμα, πίσω στον πομπό, τον μετατρέπω σε δέκτη. Όλη η θεωρία της επικοινωνίας, όλοι οι Λαουάλ σε μία σχέση. Κι όλες οι θεωρίες εκεί μπροστά μου, καταρρέουν, διαλύονται, χώμα ήταν και στο χώμα επιστρέφουν, χωρίς να αφήσουν τίποτα. Χωρίς την ελπίδα του Φοίνικα, που θα αναγεννηθεί από τη στάχτη του.
Όσο το σκέφτομαι, τόσο προχωράω προς τα εκεί: Χάος. Κανένα σχέδιο δεν υπάρχει, κανένα αίτιο δεν προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις. Ένα πόδι σκούντηξε, κάποια στιγμή, το πρώτο γρανάζι προς τη μία κατεύθυνση. Κι όπως ήταν, όλα, ενωμένα, άρχισαν να κινούνται. Κάποια άλλη δύναμη, σε μια άλλη στιγμή, χτύπησε ένα άλλο γρανάζι. Μερικά σταμάτησαν, άλλα κινήθηκαν πιο γρήγορα, άλλα πιο αργά, άλλα πήραν αντίθετη φορά.
Έτσι κι η Κατερίνα. Δεν υπάρχει αίτιο. Ψάχνει, στους λαβύρινθους του μυαλού της, μόνη της, να το βρει. Να βρει τι; Δεν υπάρχει λόγος που να την σπρώχνει στην αλκοόλη. Στην ξεφτίλα. Γεννά, η ίδια, μόνη της, τους λόγους. Τους εφευρίσκει και τους προσφέρει. Σε μένα, στους δικούς της, στο γιατρό της.
Στο γιατρό της... Τελευταία, σταμάτησε να πηγαίνει. Με τη δικαιολογία της δουλειάς. Βρήκε πρωινή δουλειά. Στο ίδιο μαγαζί που έμαθε να περνάει από το ένα ποτό στο άλλο.
Σχοινοβατεί. Και το συρματόσχοινο δεν την κρατά. Και δίχτυ δεν υπάρχει. Θα πέσει. Θα σπάσει το σβέρκο της.
Την κοιτάω ανίκανος να κάνω το παραμικρό. Της φώναξα πριν ανεβεί, πως δεν υπήρχε δίχτυ ασφαλείας. Πως η αγκαλιά μου δεν θα την αντέξει. Ανέβηκε. Πλέον, καθισμένος κάτω από το σχοινί, όχι στο πλήθος, αλλά στην πίστα, μαζί με λίγους "δικούς της" ανθρώπους, την κοιτούμε να απλώνει το πόδι, για άλλο ένα αβέβαιο βήμα. Προσεύχομαι μαζί τους, να φθάσει στο τέλος.
Χωρίς να το πιστεύω.

Κυριακή, Οκτωβρίου 14, 2007

Ο ουρανός συννέφιασε

Απογευματάκι. Στη δουλειά. Φίλη και Blogόφιλη προσπαθεί να με πείσει, να ανεβάσω ποστ για τις μέρες της λιακάδας.
«Ανέβασε ένα. Της αξίζει».
Φοβάμαι. Χαμογελώ ευγενικά. Μέσα μου, όμως, σκέφτομαι ότι, αν το κάνω, υπάρχει περίπτωση να γκαντεμιάσω τις «μέρες της λιακάδας». Και να επιστρέψουμε στη βροχή. Εξάλλου, έχουμε, πια, φθινόπωρο.
«Ναι, ίσως το κάνω»…
Βραδάκι. Στη δουλειά. Το κινητό μου χτυπά. Η Κατερίνα. Όταν είναι στα καλά της, ποτέ δεν παίρνει στο κινητό, αλλά στο σταθερό. Με ζώνουν τα φίδια.
«Όταν ήμουν στην κλινική, σου είχα δώσει κάτι χαρτιά να στείλεις στους γονείς μου»…
«Ναι, αλλά πού να θυμάμαι τώρα»…
«Τα έχασες»!
«Ρε συ, Κατερίνα, δε θυμάμαι. Πέρασε τόσος καιρός. Δεν πρέπει να τα έστειλα»…
«Τα ψάχνω δυο ώρες και δεν τα βρίσκω»!
«Κατερίνα, έχω την εντύπωση ότι δεν τα έστειλα. Ότι μου είπες να μην τα στείλω και να τα δώσω στους δικούς σου, όταν θα έρχονταν να σε δουν».
«Τους δώσαμε αντίγραφα. Πού είναι τα πρωτότυπα»;
«Δε θυμάμαι. Κάπου θα τα έχω βάλει. Θα έρθω νωρίς, για να ψάξω».
«Να ΄ρθεις»!
Το τηλέφωνο κλείνει. Είναι απότομη. Ψυλλιάζομαι κάτι. Δε θέλω να το πιστέψω.
Βράδυ. Στο σπίτι. Μπαίνω μέσα, είναι όρθια, ουρλιάζει στο τηλέφωνο με τη νύφη της, κατηγορώντας τον αδελφό της. Δεν το συνηθίζει. Πάω να ψάξω στη βιβλιοθήκη, για τα έγγραφα που –υποτίθεται- έχω χάσει. Τραβώ τον καναπέ. Με κοιτά παγωμένη, κλείνει το τηλέφωνο. Κοιτάω στο πάτωμα. Ένα κουτί (μεγάλο) μπίρα, είναι κρυμμένο ανάμεσα σε καναπέ και τραπεζάκι του σαλονιού.
Δε λέω τίποτα. Η πίεσή μου, όμως, χτυπά κόκκινο. Συγχίζομαι. Παρατάω τα πάντα στη μέση. Μια φλασιά με χτυπά ότι τα έγγραφα τα έχω βάλει σε έναν φάκελο. Πηγαίνω στο γραφείο. Ψάχνω, έναν-έναν, τους φακέλους. Βρίσκω τα έγγραφα. Της τα δίνω:
«Ορίστε»…
«Ήρθες εδώ να κάνεις φασαρία»;
Ουρλιάζει. Δε λέω τίποτα. Συνεχίζει.
«Το ξέρεις ότι, κάπου-κάπου, πίνω από καμία μπίρα. Κι επειδή έχασες τα χαρτιά, ήρθες για να κάνεις φασαρία! Ντροπή σου»!
Με φτύνει. Φεύγει. Πηγαίνω πίσω της.
«Σε μένα φωνάζεις»;
«Ναι ρε! Θα ψάξεις κι αλλού»;
«Δεν έχω όρεξη να ψάξω πουθενά».
Η φωνή μου ίσα που βγαίνει. Πραγματικά, δεν έχω όρεξη για τίποτα. Ξανάρχεται:
«Ήρθες κι άρχισες να ψάχνεις, για να αποδείξεις ότι πίνω; Ντροπή σου»!
«…»
«Μ έκανες, πάλι, τρελή! Δε ντρέπεσαι»!
Μαζεύομαι στο γραφείο. Ανοίγω το κομπιούτερ. Αρχίζω να ποστάρω. Λίγο αργότερα, πιο ήρεμη, φωνάζει:
«Θα φας»;
Δεν έχω καμία όρεξη, αλλά είναι μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Αν πω όχι, θα δεχτώ νέα επίθεση. Πρέπει να κάτσω να φάω, οπωσδήποτε, ότι μου βάλει. Συνήθως, σε τέτοιες περιπτώσεις, αναγκάζομαι να φάω τηγανητά, χοιρινά, σουβλάκια, μακαρόνια κι ό,τι άλλο δεν επιτάσσει η δίαιτά μου. Για προσεκτική διατροφή, ούτε λόγος. Αλλά δεν υπάρχει άλλος δρόμος:
«Ναι».
«Τι κάνεις εκεί, τώρα»;
«Κάτι προέκυψε στη δουλειά. Στέλνω ένα email κι έρχομαι».
Ποστάρω. Πηγαίνω. Τα ξαναλέμε. Θα συνδεθώ, αργότερα, για να απαντήσω στα σχόλια του προηγούμενου ποστ.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 05, 2007

Τελεσίγραφο

Προχθές το πρωί:
"Βλέπω ότι η προσπάθειά σου πάει στράφι".
"Μην το λες αυτό"...
"Τι να πω; Αυτό βλέπω, αυτό λέω. Και, στο ξεκαθαρίζω: Δεν πρόκειται να τραβήξω το ίδιο ζόρι".
"Το καταλαβαίνω"...
"Κοίτα, για να μην πιάνουμε μια κουβέντα που δε θα καταλήξει πουθενά: Έχεις διορία ως τη γιορτή μου, του χρόνου, να απαλλαγείς από το ποτό. Αυτό σημαίνει ότι, για έναν χρόνο, δε θα το ακουμπάς".
"Εντάξει. Αλλά μη συνεχίζεις... Δεν μπορώ"...

================

Σήμερα το βράδυ:
"Έλα..."
"Τι κάνεις";
"Δουλεύω"...
"Ακόμη; Είναι αργά"...
"Μου έδωσαν και δουλειά για την Κυριακή. Αλλά δε θα την κάνω"!
"Γιατί";
"Γιατί δε θέλω".
"Έγινε τίποτα";
"Έγιναν κάποια πράγματα"...
"Δηλαδή;"
"Μου είπαν να δείχνω τη δουλειά μου και στον καινούργιο"...
"Ε, τη δείχνεις, ούτως ή άλλως, σε άλλους οκτώ, έτσι γραφειοκρατικά που είστε στημένοι. Τι να τη δείχνεις και σ έναν ένατο".
"Αυτός δεν είναι συνάδελφός μου"...
"Ναι, αλλά σου είπε ο διευθυντής σου να"...
Κλικ!
(Το τηλέφωνο από την άλλη πλευρά, είχε κλείσει. Λίγο αργότερα, στο msn:
Κατερίνα: Ευχαριστώ για τη στήριξη. Δε με νοιάζει τι θα κάνεις. Θα πάρω ταξί για να γυρίσω στο σπίτι.
Διαστήματας: Πολύ καλά λοιπ...
Το msn έκλεισε, πριν στείλω την απάντησή μου. Το κινητό της είναι κλειστό. Για άλλη μία φορά κάθομαι και γράφω στη δουλειά, χωρίς καμία όρεξη να πάω σπίτι...

Τρίτη, Οκτωβρίου 02, 2007

Μια(;) απάντηση

Αφορμή γι αυτό το ποστ, ήταν ένα σχόλιο του Νοέμβριου, στο προηγούμενο. Για να μη σας βάζω σε κόπο να διαβάζετε τα σχόλια, να τι είπε ο Νοέμβριος:

Ρε Διαστηματάκι... δεν καταλαβαίνεις ότι ποτέ δεν θα είναι η κατάλληλη περίοδος? Ότι ποτέ δεν θα είναι προτεραιότητα να φύγεις;

Και τώρα η απάντηση του Διαστήματα:

Δεν έχεις δίκιο. Γιατί άλλο "κατάλληλη περίοδος" κι άλλο "προτεραιότητα".
Φυσικά και δεν είναι στις προτεραιότητές μου να φύγω. Προτεραιότητα είναι να γλιτώσει η Κατερίνα από το πρόβλημα και να ζήσουμε μαζί. Αν αυτό δεν μπορεί να γίνει, θα αναγκαστώ να φύγω, για να μην πεθάνω κι εγώ (εγωιστικό; Δε νομίζω, αφού έχω ανθρώπους πίσω μου).
Εδώ μπαίνει η "κατάλληλη περίοδος". Δεν είναι τόσο εύκολο το "παίρνω τα μπογαλάκια μου και φεύγω". Γιατί, δεν είναι μπογαλάκια. Μπογαλάκια μπορεί να είναι τα συναισθήματα, τα παίρνεις και φεύγεις. Από μία συμβίωση, όμως, ή έναν γάμο, δε φεύγεις έτσι απλά. Υπάρχουν πολλά πράγματα που πρέπει να διευθετηθούν.
Το ξέρεις ότι, έως σήμερα, πέντε χρόνια μετά τον προηγούμενο χωρισμό μου, πληρώνω χρεωστικά υπόλοιπα σε κάρτες της πρώην μου; Να ένα απλό, οικονομικό, πρόβλημα, που δε λύνεται έτσι απλά. Οι κάρτες της ακυρώθηκαν, αλλά ήταν οικογενειακές. Δέκα χρόνια γάμου ήταν αυτά, ήταν απόλυτα φυσιολογικό να έχει οικογενειακές κάρτες.
Κι αυτό είναι μόνον ΕΝΑ από τα προβλήματα της συμβίωσης. Από τη ρουτίνα που, όταν είσαι με έναν άνθρωπο δε σου φαίνεται, αλλά όταν χωρίσεις από αυτόν, τα βρίσκεις μπροστά σου, το ένα μετά το άλλο!
Θες άλλο ένα, απρόβλεπτο, πρόβλημα; Η διαδικασία της μετακόμισης. Έχεις ζήσει μια τέτοια μετακόμιση; Να παίρνεις πράγματα από το ένα σπίτι, για να τα πας στο άλλο; Κάτω από τα βλέμματα ανθρώπων που, ως χθες, ήταν οι άνθρωποί σου; Κι αν το έζησες, σκέψου το: Είναι άλλο να είσαι θεατής σε κάτι τέτοιο (ακόμη και άμεσα εμπλεκόμενος θεατής) κι είναι άλλο να είσαι αυτός που παίρνει τα μπογαλάκια του και φεύγει. Πονάει κι ο δεύτερος. Πονάει διπλά: Και για την πράξη του και για τον άνθρωπο (ή και τους ανθρώπους) που αφήνει. Ενώ ο θεατής, πονάει για την κατάσταση που χάνει. Τον άνθρωπο, δεν τον χάνει ποτέ.
Κι αν το έζησες ως ένας (ή μία, αφού μάλλον γυναίκα είσαι) από τους χωρισμένους, είναι άλλο να αφήνεις έναν γάμο κι άλλο να αφήνεις μια σχέση –ειδικά σε νεαρή ηλικία και μετά από τρία, τέσσερα χρόνια. Οι δεσμοί της καθημερινότητας, η «ρουτίνα» γίνονται όλο και πιο ισχυροί, όσο τα χρόνια περνούν. Φεύγεις δυσκολότερα. Δεν είναι μόνον ο έρωτας που σε ενώνει με κάποιον. Δεν είναι μόνον ένα καλό γαμήσι. Είναι και τα βερεσέδια του μπακάλη. Κι από το γαμήσι φεύγεις, αν βρεις καλύτερο πέος ή αιδοίο. Από τον έρωτα φεύγεις, αν βρεις καλύτερη καρδιά. Από τον μπακάλη πώς θα γλιτώσεις; Θα κυνηγάει όσους έμειναν, ή εσένα που έφυγες, για 50 ευρώ.
Θέλω να σου πω ότι η καθημερινότητα είναι αυτή από την οποία πρέπει να ξεφύγεις. Για σκέψου: Εσύ πόσες φορές ξέφυγες από την καθημερινότητά σου; Πότε ήταν η τελευταία φορά; Πόσων χρόνων ήσουν τότε; Γιατί πατάς το γκάζι σου και, στο τέλος, επιστρέφεις στο σπίτι σου (όπως μας το περιέγραψες σε ένα παλιό ποστ); Γιατί κι εσύ, δεν αντέχεις να χάσεις την καθημερινότητά σου.
Οι εραστές, είναι οι πιο δυστυχισμένοι άνθρωποι. Αγαπιούνται τρελά, αλλά δεν μπορούν να ζήσουν την αγάπη τους. Τι πιο φυσικό από το να δώσουν μια, να τα τινάξουν όλα και να χαθούν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Πόσοι το κάνουν; Λίγοι. Γιατί; Επειδή δεν είναι ισχυρά τα συναισθήματά τους; Όχι. Γιατί είναι δεμένοι στην καθημερινότητά τους.
Γι αυτό λοιπόν, για να φύγεις από μία σχέση –ακόμη και από μία σχέση που σε καταστρέφει- εκτός από το να το πάρεις απόφαση, πρέπει να έχει έρθει ο κατάλληλος χρόνος. Μπορεί μέσα σου να είσαι εντάξει, να έχεις αποστασιοποιηθεί. Πλέον, όμως, περιμένεις την κατάλληλη στιγμή.
Μπορεί να τη χάσεις αυτήν τη στιγμή. Να γίνει ένα κάτι, ένα ελάχιστο, που να σε φέρει –πάλι- πίσω. Έτσι έγινε στην περίπτωσή μου με την Κατερίνα. Πάνω στην αλλαγή, πάνω στην απόφαση να φύγω, ένα κλειστό κινητό τηλέφωνο ήταν η αιτία να μάθει η Κατερίνα τι σχεδίαζα. Ήταν η αιτία να με κοιτάξει με μάτια υγρά από το κλάμα και να αποφασίσει να πράξει την ύστατη προσπάθεια.
Αυτήν τη στιγμή αισθάνομαι ότι δεν έχω το δικαίωμα να τη διαλύσω. Γιατί μια αποχώρησή μου, από τη σχέση, θα είναι η διάλυσή της. Προτιμώ να γίνει καλά και να αποχωρήσει, επειδή θα βρει κάτι καλύτερο.
Φυσικά, η υπομονή έχει και τα όριά της. Ακόμη κι οι καμήλες φτύνουν. Ακόμη και τα γαϊδούρια κλωτσούν. Αλλά γι αυτό υπάρχουν οι φίλοι. Για να τους τα λέμε, να μας χτυπούν στην πλάτη, να παίρνουμε λίγο κουράγιο ακόμη και να μην κλωτσάμε. Κατάλαβες ΦΙΛΕ Νοέμβριε; Κι αυτό το ΦΙΛΕ, το ενοώ.