Τι σκατά...
Δεν ξέρω τι μου γίνεται. Δεν ξέρω τι γίνεται. Δεν καταλαβαίνω, πλέον. Είμαι σίγουρος ότι πίνει. Δε χρειάστηκε να δω τα τρία κουτάκια μπίρας στην τσάντα της, ξημερώματα Σαββάτου, για να πεισθώ. Το αντιλαμβάνομαι. Λες και, με το που την βλέπω, με το που την ακούω, να μου εκπέμπει ένα μήνυμα αλκοόλης κι εγώ, με τους υπερευαίσθητους αισθητήρες μου (τι αισθητήρες θα ήταν, αν δεν ήταν υπερευαίσθητοι) το συλλαμβάνω, το αποκωδικοποιώ και το ανταποδίδω.
Αδύνατο να κρατηθώ. Αδύνατο και να καταλάβω για ποιο λόγο καταστρέφει ό,τι με κόπο προσπάθησε να δημιουργήσει.
Λίγο η μανία της ανάλυσης που με κατατρέχει, λίγο οι αρχικές σπουδές στην ψυχολογία, μετατρέπομαι σε Αλεπού Γιατρό, κατά το γνωστό παραμύθι και προσπαθώ να διαγνώσω και να εξηγήσω. Λάθος. Δεν εξηγούνται όλα τα πράγματα πάνω σε τούτο τον ντουνιά, χρυσέ μου!
Αλλά εγώ επιμένω. Και συγκεντρώνω, αναλύω, αποκωδικοποιώ, εκπέμπω εκ νέου το μήνυμα, πίσω στον πομπό, τον μετατρέπω σε δέκτη. Όλη η θεωρία της επικοινωνίας, όλοι οι Λαουάλ σε μία σχέση. Κι όλες οι θεωρίες εκεί μπροστά μου, καταρρέουν, διαλύονται, χώμα ήταν και στο χώμα επιστρέφουν, χωρίς να αφήσουν τίποτα. Χωρίς την ελπίδα του Φοίνικα, που θα αναγεννηθεί από τη στάχτη του.
Όσο το σκέφτομαι, τόσο προχωράω προς τα εκεί: Χάος. Κανένα σχέδιο δεν υπάρχει, κανένα αίτιο δεν προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις. Ένα πόδι σκούντηξε, κάποια στιγμή, το πρώτο γρανάζι προς τη μία κατεύθυνση. Κι όπως ήταν, όλα, ενωμένα, άρχισαν να κινούνται. Κάποια άλλη δύναμη, σε μια άλλη στιγμή, χτύπησε ένα άλλο γρανάζι. Μερικά σταμάτησαν, άλλα κινήθηκαν πιο γρήγορα, άλλα πιο αργά, άλλα πήραν αντίθετη φορά.
Έτσι κι η Κατερίνα. Δεν υπάρχει αίτιο. Ψάχνει, στους λαβύρινθους του μυαλού της, μόνη της, να το βρει. Να βρει τι; Δεν υπάρχει λόγος που να την σπρώχνει στην αλκοόλη. Στην ξεφτίλα. Γεννά, η ίδια, μόνη της, τους λόγους. Τους εφευρίσκει και τους προσφέρει. Σε μένα, στους δικούς της, στο γιατρό της.
Στο γιατρό της... Τελευταία, σταμάτησε να πηγαίνει. Με τη δικαιολογία της δουλειάς. Βρήκε πρωινή δουλειά. Στο ίδιο μαγαζί που έμαθε να περνάει από το ένα ποτό στο άλλο.
Σχοινοβατεί. Και το συρματόσχοινο δεν την κρατά. Και δίχτυ δεν υπάρχει. Θα πέσει. Θα σπάσει το σβέρκο της.
Την κοιτάω ανίκανος να κάνω το παραμικρό. Της φώναξα πριν ανεβεί, πως δεν υπήρχε δίχτυ ασφαλείας. Πως η αγκαλιά μου δεν θα την αντέξει. Ανέβηκε. Πλέον, καθισμένος κάτω από το σχοινί, όχι στο πλήθος, αλλά στην πίστα, μαζί με λίγους "δικούς της" ανθρώπους, την κοιτούμε να απλώνει το πόδι, για άλλο ένα αβέβαιο βήμα. Προσεύχομαι μαζί τους, να φθάσει στο τέλος.
Χωρίς να το πιστεύω.
Δεν ξέρω τι μου γίνεται. Δεν ξέρω τι γίνεται. Δεν καταλαβαίνω, πλέον. Είμαι σίγουρος ότι πίνει. Δε χρειάστηκε να δω τα τρία κουτάκια μπίρας στην τσάντα της, ξημερώματα Σαββάτου, για να πεισθώ. Το αντιλαμβάνομαι. Λες και, με το που την βλέπω, με το που την ακούω, να μου εκπέμπει ένα μήνυμα αλκοόλης κι εγώ, με τους υπερευαίσθητους αισθητήρες μου (τι αισθητήρες θα ήταν, αν δεν ήταν υπερευαίσθητοι) το συλλαμβάνω, το αποκωδικοποιώ και το ανταποδίδω.
Αδύνατο να κρατηθώ. Αδύνατο και να καταλάβω για ποιο λόγο καταστρέφει ό,τι με κόπο προσπάθησε να δημιουργήσει.
Λίγο η μανία της ανάλυσης που με κατατρέχει, λίγο οι αρχικές σπουδές στην ψυχολογία, μετατρέπομαι σε Αλεπού Γιατρό, κατά το γνωστό παραμύθι και προσπαθώ να διαγνώσω και να εξηγήσω. Λάθος. Δεν εξηγούνται όλα τα πράγματα πάνω σε τούτο τον ντουνιά, χρυσέ μου!
Αλλά εγώ επιμένω. Και συγκεντρώνω, αναλύω, αποκωδικοποιώ, εκπέμπω εκ νέου το μήνυμα, πίσω στον πομπό, τον μετατρέπω σε δέκτη. Όλη η θεωρία της επικοινωνίας, όλοι οι Λαουάλ σε μία σχέση. Κι όλες οι θεωρίες εκεί μπροστά μου, καταρρέουν, διαλύονται, χώμα ήταν και στο χώμα επιστρέφουν, χωρίς να αφήσουν τίποτα. Χωρίς την ελπίδα του Φοίνικα, που θα αναγεννηθεί από τη στάχτη του.
Όσο το σκέφτομαι, τόσο προχωράω προς τα εκεί: Χάος. Κανένα σχέδιο δεν υπάρχει, κανένα αίτιο δεν προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις. Ένα πόδι σκούντηξε, κάποια στιγμή, το πρώτο γρανάζι προς τη μία κατεύθυνση. Κι όπως ήταν, όλα, ενωμένα, άρχισαν να κινούνται. Κάποια άλλη δύναμη, σε μια άλλη στιγμή, χτύπησε ένα άλλο γρανάζι. Μερικά σταμάτησαν, άλλα κινήθηκαν πιο γρήγορα, άλλα πιο αργά, άλλα πήραν αντίθετη φορά.
Έτσι κι η Κατερίνα. Δεν υπάρχει αίτιο. Ψάχνει, στους λαβύρινθους του μυαλού της, μόνη της, να το βρει. Να βρει τι; Δεν υπάρχει λόγος που να την σπρώχνει στην αλκοόλη. Στην ξεφτίλα. Γεννά, η ίδια, μόνη της, τους λόγους. Τους εφευρίσκει και τους προσφέρει. Σε μένα, στους δικούς της, στο γιατρό της.
Στο γιατρό της... Τελευταία, σταμάτησε να πηγαίνει. Με τη δικαιολογία της δουλειάς. Βρήκε πρωινή δουλειά. Στο ίδιο μαγαζί που έμαθε να περνάει από το ένα ποτό στο άλλο.
Σχοινοβατεί. Και το συρματόσχοινο δεν την κρατά. Και δίχτυ δεν υπάρχει. Θα πέσει. Θα σπάσει το σβέρκο της.
Την κοιτάω ανίκανος να κάνω το παραμικρό. Της φώναξα πριν ανεβεί, πως δεν υπήρχε δίχτυ ασφαλείας. Πως η αγκαλιά μου δεν θα την αντέξει. Ανέβηκε. Πλέον, καθισμένος κάτω από το σχοινί, όχι στο πλήθος, αλλά στην πίστα, μαζί με λίγους "δικούς της" ανθρώπους, την κοιτούμε να απλώνει το πόδι, για άλλο ένα αβέβαιο βήμα. Προσεύχομαι μαζί τους, να φθάσει στο τέλος.
Χωρίς να το πιστεύω.