Τρίτη, Οκτωβρίου 31, 2006

Λες;

Αυτός που είπε ότι η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, ήξερε τι έλεγε. Τέσσερις μέρες τώρα, μιλάω μαζί της τα βράδια. Την παίρνω από τη δουλειά και, σαν άνθρωποι, λέμε δυο κουβέντες, χωρίς να καταλήγουμε σε καβγά, για τη χρήση πολυβόλου από τους Βρετανούς, κατά των Ινδών, τον καιρό του Γκάντι.
Χθες, μου αποκάλυψε ότι δεν είναι εντελώς στεγνή. Ότι, μετά τη δουλειά, κατεβαίνει στο διπλανό σαντουϊτσάδικο και πίνει μία μπίρα στα όρθια. Χάθηκε ο κόσμος για μια στιγμή. Φοβάμαι ότι η μία μπίρα θα φέρει τη δεύτερη, αυτή την τρίτη και θα φθάσουμε, πάλι, στο σημείο, να γίνουμε δυο ξένοι. Θα κάνω υπομονή.
Η αγρανάπαυση των τελευταίων ημερών μου δίνει την ευκαιρία να απαντήσω σε κάποιες απορίες σας. Σε μία-μία, για να αποφύγουμε και τα κείμενα-σεντόνια.
ΟΙ ΕΙΔΙΚΟΙ
Ναι, υπάρχουν. Χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: με πτυχίο και εμπειρικοί. Στην πρώτη κατηγορία έχουμε τους ψυχολόγους και τους ψυχιάτρους. Στη δεύτερη τις διάφορες ομάδες απεξάρτησης.
Δοκιμάσαμε και τα δύο. Πρώτα τον ψυχολόγο. Στην πρώτη συνεδρία πήγε μουδιασμένα. Εντυπωσιάστηκα ότι στις επόμενες πήγε πιο χαλαρή. Δύσπιστος άνθρωπος από γενησιμού μου (παντού βλέπω κάποιον που μου λέει ψέματα για δικό του συμφέρον) αποφάσισα να την παρακολουθήσω.
Πήγε στο γραφείο του ψυχολόγου. Κάθισε εκεί τρία τέταρτα. Στο 45λεπτο ακριβώς (λες και παίζανε ποδόσφαιρο και δεν προσέγγιζαν έναν άνθρωπο, μια ψυχή) ο διαιτητής σφύριξε λήξη. Την είδα να βγαίνει στο πεζοδρόμιο. Πήγε στο πιο κοντινό περίπτερο.
-Θα αγοράσει τσιγάρα, σκέφτηκα.
Χα! Αγόρασε ένα κουτάκι μπίρα. Κάθισε στο παγκάκι του πάρκου και την ήπιε. Πήρε το δρόμο για τη δουλειά της.
Έκανα το ίδιο μετά από κάθε συνεδρία. Διαπίστωσα ότι, ανάλογα με την ημέρα, πάρκαρε πότε σε μία ΕΒΓΑ, πότε σε δύο περίπτερα, σε δυο σαντουϊτσάδικα, σε γνωστό φαστ φουντ, σε τυροπιτάδικο και στο κυλικείο της εταιρίας της. Το ένα κουτάκι της Δευτέρας, έγινε δύο την Τετάρτη, τέσσερα την Πέμπτη, μπουκάλια ολόκληρα την Παρασκευή.
Μετά ήρθε η ώρα του ψυχιάτρου. ΑΚολούθησαν οι ίδιες σκηνές. Στεγνή πήγαινε στη συνεδρία, βρεγμένη έφθανε, το βράδυ, στο σπίτι. Κρατήθηκε μόνον τις ημέρες που έπαιρνε φάρμακα. Το Σαββατοκύριακο που τα σταματούσε έβρισκα μπουκάλια στις γνωστές κρυψώνες του σπιτιού.
Μετά ήρθαν οι ομάδες. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση αυτή των ΑΑ. Πήγε στη συνεδρία της Πέμπτης. Κλειστό κινητό, επί δύο ώρες, όπως ήταν φυσικό. Με πήρε τηλέφωνο μετά, να μου πει ότι θα βγει με τα παιδιά. Πήγα από εκεί που βρίσκονταν. Με έκπληξη, αλλά και θλίψη, την είδα, μαζί με τρεις της ομάδας των ΑΑ, να γιορτάζουν την επιτυχία τους. Ο ένας έπινε σόδα. Εκείνη, μπίρα. Οι άλλοι δύο τζιν.
Η περίοδος της αντιμετώπισης του ζοριού, μέσω ειδικών, είχε περάσει ανεπιστρεπτί.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 27, 2006

Αγρανάπαυση


Τρεις μέρες τώρα τίποτα. ΌΛα πάνε ειρηνικά. Εκτός από χθες, μέρα της γιορτής μου. Είναι στο σπίτι ο πατέρας και η μητέρα της και δεν τολμά να κάνει το παραμικρό.
Μόνον όταν ήρθαν επισκέπτες, κρύφθηκε, για λίγο, στην τουαλέττα. Για ένα κουτάκι μπίρα στα γρήγορα.
Τρέμω τη μέρα που θα φύγουν όλοι και θα μείνουμε οι δυο μας. Την Κυριακή. Γιορτή και σχόλη, για άλλους.
Κράτααααα!!!!!!!!!

Δευτέρα, Οκτωβρίου 23, 2006

Να ΄μαστε πάλι εδώ Ανδρέα


Είχα αρχίσει να πιστεύω ότι θα τα κατάφερνε. Τόσες μέρες πήγαινε στεγνή στη δουλειά της. Με το που τελείωνε έπινε κανένα κουτάκι μπίρα -κι αυτό ήταν όλο. Γελάστηκα.
Το κακό άρχισε την Παρασκευή. Βρεθήκαμε, για κακή μας τύχη, στο ρεμπετάδικο όπου τραγουδάει ένας γνωστός. Ήρθε το γκαρσόνι.
-Τι θα πάρετε;
-Ένα κούμπα λίμπρε!
Κόκκαλο εγώ.
-Μα...
Αυτό μόνον τόλμησα να πω.
-Είναι Παρασκευή. Έχω φάει τόσο ζόρι όλη τη βδομάδα. Πηγαίνω καλά, δεν πηγαίνω καλά; Μην με πιέζεις, λοιπόν...
Εκεί κάνεις το λάθος. Λες «δε θα την πιέσω» κι ελπίζεις όλα να τελειώσουν καλά.
Τελείωσαν καλά, αλλά με πολλή γκρίνια. Με το που ζήτησε να παραγγείλλει δεύτερο ποτό, κατέβασα κάτι μούτρα ως το πάτωμα. Το σκούπισα το ξύλινο παρκέ. Ούτε σκόνη δεν άφησα, ούτε τίποτα. Αλλά εκείνει εκεί!
-Δε θα το πιω όλο. Αφού ξέρεις τι επίμονος άνθρωπος είμαι...
Ξέρω. Και δεν επέμεινα. Και δεν το ήπιε όλο. Κι είπα «δόξα τω Θεώ»!
Στην επιστροφή, στο αυτοκίνητο, ήταν έτοιμη να τσακωθεί για κάθε αιτία: επειδή έβρεχε, επειδή δεν έβρεχε, επειδή φυσούσε, επειδή δεν φυσούσε, επειδή δεν φυσούσε όσο θα ήθελε, επειδή το κάθισμά της ήταν μπροστά, επειδή το κάθισμά της ήταν πίσω, επειδή το κάθισμά της ήταν στη μέση, επειδή ο δρόμος δεν είχε φώτα, επειδή ο δρόμος είχε δυνατά φώτα... Τελικά φθάσαμε σπίτι, ξεραθήκαμε και, χάρη στην υπομονή μου, ΔΕΝ καβγαδίσαμε.
Το Σάββατο πέρασε χωρίς προβλήματα. Λίγο το βράδυ μου φάνηκε ότι ήταν -πάλι- έτοιμη για καβγά, αλλά επειδή είχε ξεπατωθεί στις δουλειές του σπιτιού, μπορεί να ήταν και η ιδέα μου.
Την Κυριακή όμως; Ο εφιάλτης ξαναγεννήθηκε.
Ως το απόγευμα, που πήγαμε στη δουλειά, όλα πήγαιναν καλά. Από το απόγευμα και μετά ζήσαμε την ίδια περιπέτεια. Γύρω στις 10 το βράδυ, την πείραζαν όλα και όλοι. Στις 11 ήταν έτομη να σπάσει κανένα κεφάλι. Στις 12, απελπισμένη με την τύχη της. Στη 1, με το που γυρίσαμε στο σπίτι, είπε να μου σπάσει τα νεύρα.
-Τι ώρα τελειώσατε απόψε;
-Στις 11.30 είμασταν τελειωμένοι...
-Μπα; Εμένα περίμενες ως τώρα;
Τι να έκανα, δηλαδή; Να μην την περίμενα; Αφού δεν είχε τελειώσει. Αδιαφόρησα στο να δώσω απάντηση -σίγουρος πως ό,τι και να έλεγα θα κατέληγε σε καβγά. Αλλά τον καβγά δεν τον γλίτωσα...
-Πάμε να κοιμηθούμε;
-Έχω δουλειά με το Ίντερνετ.
-Πάλι:
-Τι πάλι... Αφού τώρα επιστρέψαμε, τώρα θα δουλέψω στο δίκτυο.
-Τώρα το θυμήθηκες;
Οποιαδήποτε απάντηση σ΄ αυτήν την ερώτηση, θα κατέληγε σε καβγά. Έκανα ότι δεν την άκουσα. Πώς, όμως, να μην ακούσω όταν με καλούσε από την κρεβατοκάμαρα;
Με σήκωσε για να της πάω νερό. Για να της πάω ένα μήλο. Για να πάρω το κουκούτσι. Για να της πάω χαρτοπετσέτα να σκουπιστεί. Για να ανοίξω την τηλεόραση της κρεβατοκάμαρας. Για να της δώσω το τηλεκοντρόλ. Για να διορθώσω τα χρώματα της τηλεόρασης. Για να της στρώσω την κουβέρτα. Γύρω στις 3 κοιμήθηκε και κατάφερα κι εγώ να κάνω τη δουλειά μου και να ανεβάσω κι αυτό το ποστ.

Σάββατο, Οκτωβρίου 14, 2006

Αρχή ημερολογίου αλκοόλης


Καθυστερώ. Έως ότου φθάσω στο ζόρι μου, μπορεί να μην υφίσταται. Γι αυτό ετούτο το μπλογκ μετατρέπεται σε ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΑΛΚΟΟΛΗΣ. Ένα ημερολόγιο στο οποίο θα γράφονται, πλέον, τα καθημερινά μου βάσανα. Η ρουτίνα από το ζόρι μου. Αρχίζουμε:

Πέμπτη, 12 Οκτωβρίου 2006
Η μέρα άρχισε καλά. Το μεσημέρι είχα την υποψία ότι η Κατερίνα είχε πιει ένα μπουκάλι μπίρα. Έκανα πέτρα την καρδιά μου, είπα "μη μιλάς" και φύγαμε για τη δουλειά. Όλα πήγαιναν καλά, έως ότου σχόλασε. Με πήρε τηλέφωνο να μου πει ότι θα πήγαινε σε προεκλογική συγκέντρωση σε μπαράκι, υποψηφίου άλλου κόμματος από αυτό που ψηφίζει. Επειδή είναι συνάδελφος...
-Έλα κι εσύ...
-Είμαι ψόφιος. Κουρασμένος. Θα πάω στο σπίτι.
-Θα μείνω λίγο. Ας φύγουμε μαζί.
-Καλά...
Περίμενα ως μαλάκας, αλλά ούτε φωνή, ούτε ακρόαση. Μισή ώρα μετά την ώρα που σχόλασα, άρχισα να την καλώ στο κινητό της. Πήρα επτά φορές. Δεν το σήκωσε. Αποφάσισα να πάω σπίτι.
Είχα φθάσει σπίτι και καθόμουν, πλέον, μπροστά στην τηλεόραση, όταν χτύπησε το τηλέφωνο.
-Έλα. Είναι όλη η εταιρία εδώ. Θα ΄ρθεις;
-Τρελή είσαι; Είμαι ήδη στο σπίτι.
Το ΄κλεισε. Το στόμα μου κολλούσε. Δείγμα ότι το σάκχαρό μου ήταν, ήδη, σε δυσθεώρητα ύψη. Λίγο πριν το κώμα. Αποφάσισα να ηρεμήσω και να κοιμηθώ.
Μόλις με είχε πάρει ο ύπνος, όταν χτύπησε το θυροτηλέφωνο. Έκανα ότι δεν άκουσα και προσπάθησα να ξανακοιμηθώ. Ξαναχτύπησε. Ξαναέκανα ότι δεν άκουσα. Πέρασε μισή ώρα και δεν ανέβηκε. Βγήκα στο μπαλκόνι. Την είδα στην είσοδο της πολυκατοικίας, να ψάχνει τα κλειδιά της. Ξαναπήγα για ύπνο. Χρειάστηκε άλλο ένα τέταρτο για να βρει την κλειδαριά.
Κι επάνω που έλεγα, επιτέλους θα κοιμηθώ, άνοιξε με θόρυβο την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Ήθρε ολόγυμνη και ξάπλωσε δίπλα μου. Σηκώθηκα τσατισμένος. Πήγα στο σαλόνι. Έκανα ένα τσιγάρο και ξαναγύρισα. Αλλά πώς να κοιμηθώ; Σε αλκοολικό κώμα βρισκόμενη, είχε ξαπλώσει διαγώνια στο κρεβάτι. Κοιμήθηκα με τις γάτες, στο μικρό δωμάτιο.

Παρασκευή , 13 Οκτωβρίου 2006
Ξύπνησα το πρωί αποφασισμένος να βάλω τέρμα. Δεν πρόλαβα να κάνω ούτε καφέ, όταν χτύπησε το θυροτηλέφωνο. Ήταν η καθαρίστρια. Έβλεπα την περίπτωση να μιλήσουμε έξω από τα δόντια να ξεμακραίνει. Όταν, μισή ώρα μετά, ήρθαν οικογενειακοί φίλοι με το παιδί, για φαγητό, σιγουρεύτηκα.
Τελικά της μίλησα, για μερικά λεπτά, μουρμουρίζοντας, σε άλλο δωμάτιο. Έσκυψε το κεφάλι. Παρακάλεσε για βοήθεια.
-Δεν μπορώ να σε βοηθήσω πια. Έχουν περάσει τέσσερα χρόνια χωρίς να βλέπω φως.
-Τουλάχιστον αγκάλιασέ με.
-Ούτε αυτό μπορώ να το κάνω, τώρα τουλάχιστον. Άσε με λίγο...
Έφυγα για τη δουλειά. Όταν επέστρεψα, τους βρήκα στο τραπέζι. Φάγαμε και φύγαμε μαζί για τη δουλειά.
Στη διαδρομή στο αυτοκίνητο, της έριξα ένα χεσίδι χωρίς προηγούμενο.
-Θα με πεθάνεις. Το αριστερό μου χέρι είναι μουδιασμένο εδώ και δυο μέρες. Όταν βρίσκεσαι με τον πατέρα σου, είσαι κυρία, επειδή δεν θες να τον στεναχωρήσεις -και καλά κάνεις. Εμένα μ΄έχεις γραμμένο στ' αρχίδια σου.
Δε μιλούσε. Άκουγε με σκυμμένο κεφάλι. Πίστεψα ότι έπιασαν τόπο τα λόγια. ΧΑ! Πόσο μαλάκας είμαι...
Το βράδυ ήρθε από τη δουλειά, λίγο πριν σχολάσω. Βηματάκια μικρά, αβέβαια, σχεδόν σα να έτρεχε. Χέρια με τρέμουλο. Αδυναμία να πει λέξεις όπως... Αρθούρος. Με το που γυρίσαμε στο σπίτι έπεσε για ύπνο. Θα έπρεπε να περιμένω άλλη μία μέρα...

Πέμπτη, Οκτωβρίου 05, 2006

Από τη ρήξη στη συμβίωση


Όπως καταλαβαίνετε, δεν ήταν δυνατό να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση. Κάθισα, λοιπόν και τα ΄βαλα κάτω. Τι έχουμε από τη μία; Την Αθανασία, το παιδί, την Μπέμπα, τον άνδρα της Μπέμπας, την αδελφή της Μπέμπας, μια ζωή χωρίς τους παλιούς φίλους, χωρίς τις μικρές χαρές της. Από την άλλη ήταν ο έρωτας… Και μια ζωή ελεύθερη. Ακόμη και χωρίς έρωτα. Μπορούσα χωρίς αυτόν; Μπορούσα. Και το πήρα απόφαση.

Το είπα στην Αθανασία. Ακολούθησαν δράματα, παρακάλια, απειλές. Κάθε μέρα έβλεπα ότι δεν υπήρχε η προοπτική της κοινής ζωής. Έτσι το αποφάσισα, τα μάζεψα και βγήκα στο δρόμο.

Η τύχη με βοήθησε αρκετά. Βρήκα σπίτι σε απόσταση αναπνοής από την Κατερίνα. Δηλαδή, τι αναπνοής; Εκείνη στον πρώτο, εγώ στον τέταρτο. Κι άρχισε η κοινή μας ζωή, αλλά και το επόμενο ζόρι μου. Αυτό που με τρώει ως σήμερα.

Μετά ήρθε η ατυχία. Η επιχείρηση στην οποία εργαζόμασταν όλοι μαζί, μου είπε ότι δεν ήθελε άλλο τις υπηρεσίες μου. Ανασκουμπώθηκα και βγήκα στη… βιοπάλη.

Κατάλαβα ότι κάτι έτρεχε με την Κατερίνα, από την πρώτη στιγμή. Κάθε τόσο ερχόταν στη δουλειά ιδιαίτερα εύθυμη. Κι όταν κοιμόταν, ακόμη και κανόνια δεν την ξυπνούσαν. Αλλά η συμβίωση επιβεβαίωσε τους φόβους μου.

Ήταν βράδυ. Είχα αρχίσει να νυστάζω. Η Κατερίνα λαγοκοιμόταν στον καναπέ. Αποφάσισα να κοιμηθώ και να παρατήσω την ταινία που έβλεπα στην τηλεόραση.

Μέσα στον ύπνο μου, άκουγα θορύβους, πατήματα, κλειδιά στην πόρτα κι άλλα τέτοια. Άνοιξα τα μάτια μου. Η Κατερίνα ήταν πάνω από το κεφάλι μου, ντυμένη στην πένα! Έψαχνε τα γυαλιά της…

-Τι συμβαίνει;

-Θα πάω μια βόλτα.

Κοίταξα το ρολόι. Ήταν 3.30 τα ξημερώματα.

-Τέτοια ώρα; Πού θα πας; Στο εφημερεύον νοσοκομείο να πουλήσεις λουλούδια;

-Κάπου εδώ κοντά…

Τι να έκανα; Εποίησα την ανάγκη φιλοτιμία και ξανακοιμήθηκα.

Ξύπνησα στις 8.30. Την έψαξα και στο σπίτι της και στο δικό μου. Πουθενά. Εμφανίστηκε το μεσημέρι αγουροξυπνημένη.

-Μη μου πεις ότι ήσουν βόλτα…

-Σε παρακαλώ, μη μου μιλάς. Μου συνέβησαν απίστευτα πράγματα.

-Σώπα! Για πες μερικά, να ανατριχιάσω κι εγώ…

-Μην κοροϊδεύεις. Με συνέλαβαν!

-Άντε! Σε πήγαν στο τμήμα, δηλαδή;

-Ναι! Οδηγούσα το παπί κι ένας μπάτσος που ήθελε να κάνει καμάκι με σταμάτησε, μου ζήτησε το δίπλωμά μου κι εγώ τον έβρισα.

-Καλά του έκανες! Άκου εκεί να ζητάνε διπλώματα και οι αστυνομικοί! Κανονικά τα διπλώματα τα δείχνουμε στους παπάδες, στην εκκλησία, πριν πάρουμε αντίδωρο…

-Κάνε πλάκα εσύ… Εγώ ξέρω πώς πέρασα τόσες ώρες στο τμήμα κι έπειτα στο Αυτόφωρο!

-Α, παραπεμφήκαμε; Παραπεμφθήκαμε;

-Για αστείο το έχεις; Καλά που πήρα αναβολή.

-Μην ανησυχείς. Θα βρούμε έναν καλό δικηγόρο, θα επικαλεστούμε τον πρότερο έντιμο βίο σου –καλά άστο αυτό, θα επικαλεστούμε ότι έχεις το ακαταλόγιστο- και θα αθωωθείς.

-Τι θες να πεις; Σου λέω ταλαιπωρήθηκα αφάνταστα.

Έκανα ότι δεν κατάλαβα και σταμάτησα την κουβέντα. Τι να έλεγα, άλλωστε; Έφυγα για τη δουλειά κι επέστρεψα το μεσημέρι. Η Κατερίνα μαγείρευε και πάνω στον πάγκο της κουζίνας υπήρχαν δυο άδεια μπουκάλια μπίρας.

-Τι έχουμε;

-Τίποτα.

-Μάλιστα… Τι μαγειρεύεις;

-Κινέζικα. Ή, μάλλον, ινδικά, γιατί τα έκανα πιο καυτερά.

Έχω αιμορροΐδες. Αυτό σημαίνει ότι η καυτερή σος μου προκαλεί πρόβλημα. Πιάνω φωτιά, ρε παιδάκι μου. Κι έχω και πρόβλημα με το στομάχι. Με τα εξωτικά φαγητά γίνομαι τούρμπο. Ιδροκοπάω συνέχεια σα να βρίσκομαι σε σάουνα. Αισθάνομαι στηθάγχη. Φουντώνω. Με τσούζει και ο κώλος μου μετά… Μια αηδία. Αλλά τα κινέζικα τα έφαγα.

-Γιατί ιδρώνεις;

-Ζεστάθηκα…

-Γιατί;

Αγρίεψε. Λες και είχα βρίσει τη μάνα της. Δεν είπα τίποτα. Έστρεψα το βλέμμα στην τηλεόραση. Έδειχνε τον Γκάντι.

-Πούστηδες Άγγλοι!

-Ορίστε;

Είχε σηκωθεί όρθια. Τα μάτια της είχαν πεταχτεί από τις κόγχες. Χειρονομούσε κι έβριζε, σα Μαλτέζος βαρκάρης.

-Μα τι έπαθες…

Δεν πρόλαβα να τελειώσω τη φράση μου.

-Είσαι καλά; Είσαι άνθρωπος εσύ; Ξέρεις τι έκαναν οι Άγγλοι στην Ινδία;

-Ξέρω ρε παιδάκι μου, δε λέω. Ιμπεριαλιστές, σκότωσαν ένα σωρό κόσμο, βασάνισαν, άρμεγαν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας, αλλά λίγο αργά δεν τα θυμήθηκες όλα αυτά;

-Φασίστα!

-Ε, δεν είμαστε καλά… Δεν είπα ρε παιδί μου ότι έχουν δίκιο. Άδικο είπα ότι έχουν…

-Θέλω να χωρίσουμε!

-Ορίστε; Γιατί; Επειδή οι Άγγλοι ρήμαξαν την Ινδία θα χωρίσουμε εμείς;

-Δεν μπορώ να ζω με έναν άνθρωπο που έχει φασιστική νοοτροπία.

Κατάλαβα ότι η κουβέντα δε θα κατέληγε πουθενά. Κατάλαβα ότι η έκρηξη ήταν αποτέλεσμα των δυο μπουκαλιών της μπίρας. Αποφάσισα να το αφήσω να περάσει, να φέρει ο Θεός τη νύχτα του, να κοιμηθούμε, να ξυπνήσουμε το πρωί και να κάνουμε μια καλή κουβέντα με τον καφέ και το πρωινό.

Έλα, όμως, που τα πράγματα δεν εκτυλίχθηκαν ήρεμα… Μια ώρα μετά, ήταν στο μίνι μάρκετ της γειτονιάς. Αγόρασε έξι μπίρες, δυο πακέτα τσιγάρα, τσιπς και σοκολάτες κι επέστρεψε. Μέσα σε μια ώρα είχε πιεί τις μπίρες, είχε φάει τα τσιπς και τις σοκολάτες και είχε καπνίσει το μισό πακέτο τσιγάρα. Τα άλλα δεν πρόλαβε, αλλά με το ρυθμό που είχε πάρει, θα τα τελείωνε σύντομα.

Θα τα τελείωνε, αν δεν κοιμόταν, ξαφνικά, στον καναπέ, σε στάση όρθια, όπως οι επιβάτες των τρένων. Έκλεισα την τηλεόραση και πήγα να κοιμηθώ, αποφασισμένος το πρωί να ξεκαθαρίσω τα πράγματα.

Χα!