Δεν πηγαίνω πουθενά. Έχω διάφορες προσκλήσεις, είτε από φίλους, είτε από συνεργάτες, αλλά προτιμώ να μένω σπίτι.
Και δε μιλάω για καθημερινές εξόδους. Μιλάω για τριήμερα, τετραήμερα κι άλλα τέτοια. Σπάνια αποδέχομαι μια πρόταση. Κι αυτό, γίνεται για έναν λόγο που όποιος έχει διαβάσει αυτό το blog, τον καταλαβαίνει (με την έννοια του "γνωρίζει" κι όχι με την έννοια του "κατανοεί").
Το Σαββατοκύριακο που πέρασε, έκανα την υπέρβαση. Πήγα με φίλους στη Βουλγαρία. Μπορούσε να έρθει και η Κατερίνα, αλλά επειδή εργαζόταν, αποφάσισε να μείνει Ελλάδα.
Η αλήθεια είναι ότι πήγα με βαριά καρδιά. Δε θέλω να την αφήνω μόνη. Κι όχι μόνον επειδή θα βρει ευκαιρία να πιει. Ούτως ή άλλως, αυτήν την ευκαιρία θα τη βρει. Επειδή, όμως, έχω καταλάβει ότι δε θα είμαστε για πολύ καιρό μαζί, θέλω να ζω μαζί της την κάθε στιγμή. Τελικά, όμως, υπέκυψα και πήγα.
Γύρισα μεσημέρι της Κυριακής. Στο δρόμο της πήρα κάτι μικροπράγματα, που της αρέσουν, πήγα και μάζεψα το ποδήλατό της, όπως μου ζήτησε και όταν μιλήσαμε, στις 8.30 το βράδυ, ήταν ακόμη στη δουλειά. Υποτίθεται ότι, στις 10.30 θα επέστρεφε.
Η ώρα περνούσε και δεν έδινε σημεία ζωής. Πήρα δυο - τρεις φορές στο κινητό της, αλλά δεν απάντησε. Έστειλα δύο μηνύματα, αλλά μάταια... Μία ώρα μετά, ξαναπήρα στο κινητό της.
"Μιλάω. Να σε πάρω εγώ";
"Ρε συ Κατερίνα, περιμένω για να φάμε μαζί. Αν..."
"Έχει ένα πάρτι το προσωπικό, μετά..."
Έκλεισα το τηλέφωνο τσαντισμένος. Μιλήσαμε κι αργότερα, όπου μου είπε ότι δεν ήξερε για το πάρτι κι αν δεν την πίστευα "θα θύμωνε πολύ". Είπα ότι την πίστευα, για να κλείσω το τηλέφωνο μια ώρα αρχύτερα.
"Θα σε πάρω να σου πω αν έχει κόσμο και πόσο θα μείνω..."
Είναι μία τα ξημερώματα. Δυο μπριζόλες στέκουν ξεπαγωμένες στο νεροχύτη. Δεν έχω καμία όρεξη. Έχω ξεχάσει πώς πέρασα, αν πέρασα καλά στη Βουλγαρία, τι έκανα. Δε θυμάμαι, καν, με ποιους ήμουν. Ξέρω ότι δε θα πάρει να μου πει πότε θα γυρίσει. Ξέρω ότι δεν θα έρθει στο σπίτι πριν τις 5 τα ξημερώματα. Ξέρω ότι, όταν έρθει, θα είναι τύφλα. Ξέρω ότι αύριο θα με γεμίσει υποσχέσεις. Ξέρω ότι θα συνεχίσω να ελπίζω.
Θα μου πείτε: "Γιατί τα γράφεις"; Για να ξεσπάσω. Για να τα βγάλω από μέσα μου. Κάτι σαν ψυχανάλυση ένα πράμα. Κι όταν βλέπω τα σχόλιά σας, το χαίρομαι. Γιατί το συζητάω. Γιατί αν δεν το συζητήσω (άσχετα που ξέρω καλά τι να κάνω) θα σκάσω. Γιατί δεν μπορώ να παραπονιέμαι μπροστά σε έναν καθρέφτη. Γιατί δεν μπορώ να κλαίω μόνος μου. Γιατί, τόσα χρόνια σ αυτό το blog, συνεχίζω να γράφω για να αισθάνομαι ένα χτύπημα στην πλάτη.
Συγνώμη, αλλά σήμερα δεν έχω κανένα κέφι...
Δευτέρα, Νοεμβρίου 24, 2008
Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 04, 2008
Παρένθεση
Μόλις σήμερα συνειδητοποίησα πόσο καιρό έχω να γράψω σ αυτό το blog. Μόλις σήμερα διάβασα τα σχόλιά σας στο προηγούμενο. Με ρούφηξαν οι διακοπές -αλλά και η δουλειά, πριν και μετά τις διακοπές. Έχω ένα σημείωμα έτοιμο, που γράφτηκε κατά τη διάρκεια των διακοπών. Θα το κρεμάσω σήμερα ή αύριο, αφού πρώτα απαντήσω στα σχόλιά σας.
Συμβουλή: Αφήστε κάτω το Facebook. Δεν προσφέρει μία και διαλύει την αίσθηση της παρέας και της συντροφικότητας που δίνουν τα Blog. Και χρειάζεται περισσότερο χρόνο...
Συμβουλή: Αφήστε κάτω το Facebook. Δεν προσφέρει μία και διαλύει την αίσθηση της παρέας και της συντροφικότητας που δίνουν τα Blog. Και χρειάζεται περισσότερο χρόνο...
Παρασκευή, Ιουνίου 20, 2008
Τα μυστικά του βάλτου 1
Θεέ μου, δε φθάνει; Πέντε χρόνια τώρα, με τυραννάς. Κάθε βράδυ μου παίρνεις τη ζωή, λίγη - λίγη. Είτε μόνον με την αγωνία μου, για το αν ήπιε. Είτε επειδή έχει πιει λίγο και αγωνιώ αν θα πιει περισσότερο. Είτε επειδή είναι στα πρόθυρα της κατάρρευσης και φοβάμαι για το αν θα την κρατήσουν στη δουλειά της, ή θα την πετάξουν σα σκυλί, να πεθάνει στο δρόμο. Είτε επειδή είναι τόσο χάλια, που δεν ξέρω αν θα καταφέρει να έρθει σπίτι, να κοιμηθεί στην ασφάλεια, στη σιγουριά, ή θα την μαχαιρώσει κάποιο πρεζόνι για να της πάρει τα χρήματα που έχει -πάντα- πάνω της, για να αγοράσει ποτό.
ΦΤΑΝΕΙ! Δεν το αντέχω άλλο! Με τιμώρησες αρκετά, νομίζω! Η ζωή μου, η καθημερινότητά μου, γαμήθηκε. Διαλύθηκε. Τα χρήματα φεύγουν, από τα χέρια μου με φοβερή ταχύτητα. Η ζωή μου κυλάει, ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ, με τον ίδιο τρόπο. Ας γίνει κάτι επιτέλους! Έστω και κάτι τραγικό, κάτι μεγάλο, κάτι που -ως τώρα- απευχόμουν.
Πέθανε ο αδελφός ενός φίλου της, κοντινού της ανθρώπου -κι εκείνος, της είπαν, έγινε χώμα. Πάντα ευαίσθητη, αποφάσισε να ταξιδέψει από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, για την κηδεία. Φυσικά, με τρένο. Που μπορείς να περπατάς, να καπνίζεις, να πίνεις. Κανόνισε με τη δουλειά της, να δουλέψει ως αργά και, στις 2 τα ξημερώματα, να αναχωρήσει. Δουλεύει, εξάλλου, απέναντι από το σταθμό. Και; Τι έγινε; Πήγε στη δουλειά στις 8.30 το βράδυ. Ως τη 1 μετά τα μεσάνυχτα είχε κάνει, για τη δουλειά της, ένα... τηλέφωνο. Κι έπειτα τριγυρνούσε στα φαστ φουντ της περιοχής, πίνοντας.
Τη βρήκα, γύρω στα μεσάνυχτα, στους δρόμους. Μου έκλεισε το τηλέφωνο. Αποφάσισα να μην επικοινωνήσω μαζί της. Όταν είδε ότι πέρασε κοντά μια ώρα και δεν τηλεφώνησα, τηλεφώνησε εκείνη. Ατέλειωτες σιωπές σε ανοικτά τηλέφωνα. Και στο τέλος, μου είπε:
"Τι θες, από μένα, ρε γαμώ το; Γαμώ την Παναγία μου"!
Της έκλεισα το τηλέφωνο. Πήρε σε 10 λεπτά. Ζητά να πάω να της κουνήσω μαντίλι. Δε θα πάω, είμαι αποφασισμένος.
Η καρδιά μου, όμως, πονάει. Τη νοιώθω να σχίζεται. Σα να καταλαβαίνω ότι οι αρτηρίες κόβονται στα δύο. Το αριστερό μου χέρι μουδιάζει και το πόδι μου πονάει. Καταρρέω. Έφυγε το κέφι μου (πρέπει να έχω πέσει σε κατάθλιψη εδώ και καιρό), δεν έχω καμία όρεξη για τίποτα. Θέλω να είμαι ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι, σαν τον παράλυτο και να μην κουνιέμαι.
Γι αυτό λέω: Αφού εγώ αδυνατώ, πλέον, να δώσω τη λύση (δεν μπορώ να μαζέψω ούτε χρήματα για την μετακόμιση, αφού τα εισοδήματά της μειώνονται κάθε τόσο και δεν υπάρχει προοπτική να δουλέψει κάπου, αλλά ακόμη κι αν μπορούσα δεν ξέρω κατά πόσον θα την παρατούσα να λιώνει και θα έφευγα μακριά, για λόγους που, ήδη, έχουμε αναλύσει), ας δώσει τη λύση ο Θεός. Κι ας είναι δραστική. Ας με λυπηθεί. Κι ας λυπηθεί και το παιδάκι μου. Κι ας λυπηθεί και την ίδια. Όμως, άλλη μία τέτοια νύχτα, με την Κατερίνα να ταξιδεύει, με το τρένο, σε αλκοολικό κώμα κι εμένα στη Θεσσαλονίκη να ελπίζω ότι, το πρωί, θα είναι ακόμη ζωντανή, δεν την αντέχω.
Θα ΄θελα να γίνω αναίσθητος. Να με παίρνει τηλέφωνο και να αδιαφορώ, όταν την ακούω βυθισμένη στο αλκοόλ. Ζηλεύω, ώρες - ώρες, το Νοέμβριο. Που έδωσε τέλος και δεν καταλαβαίνει Χριστό. Αντίθετα, στα παρακάλια, γίνεται σκληρότερος. Γιατί έχει επιθυμία να προχωρήσει μπροστά. Αλλά και τις δυνατότητες. Τις απλές, υλικές, δυνατότητες, στις οποίες σπάνια δίνουμε σημασία, αλλά είναι πολύ βασικές. Μπράβο, Νοέμβριε. Keep on walking. Μόνον η πέτρα που κυλάει, δε χορταριάζει. Άσε μας στους βάλτους μας.
ΦΤΑΝΕΙ! Δεν το αντέχω άλλο! Με τιμώρησες αρκετά, νομίζω! Η ζωή μου, η καθημερινότητά μου, γαμήθηκε. Διαλύθηκε. Τα χρήματα φεύγουν, από τα χέρια μου με φοβερή ταχύτητα. Η ζωή μου κυλάει, ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ, με τον ίδιο τρόπο. Ας γίνει κάτι επιτέλους! Έστω και κάτι τραγικό, κάτι μεγάλο, κάτι που -ως τώρα- απευχόμουν.
Πέθανε ο αδελφός ενός φίλου της, κοντινού της ανθρώπου -κι εκείνος, της είπαν, έγινε χώμα. Πάντα ευαίσθητη, αποφάσισε να ταξιδέψει από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, για την κηδεία. Φυσικά, με τρένο. Που μπορείς να περπατάς, να καπνίζεις, να πίνεις. Κανόνισε με τη δουλειά της, να δουλέψει ως αργά και, στις 2 τα ξημερώματα, να αναχωρήσει. Δουλεύει, εξάλλου, απέναντι από το σταθμό. Και; Τι έγινε; Πήγε στη δουλειά στις 8.30 το βράδυ. Ως τη 1 μετά τα μεσάνυχτα είχε κάνει, για τη δουλειά της, ένα... τηλέφωνο. Κι έπειτα τριγυρνούσε στα φαστ φουντ της περιοχής, πίνοντας.
Τη βρήκα, γύρω στα μεσάνυχτα, στους δρόμους. Μου έκλεισε το τηλέφωνο. Αποφάσισα να μην επικοινωνήσω μαζί της. Όταν είδε ότι πέρασε κοντά μια ώρα και δεν τηλεφώνησα, τηλεφώνησε εκείνη. Ατέλειωτες σιωπές σε ανοικτά τηλέφωνα. Και στο τέλος, μου είπε:
"Τι θες, από μένα, ρε γαμώ το; Γαμώ την Παναγία μου"!
Της έκλεισα το τηλέφωνο. Πήρε σε 10 λεπτά. Ζητά να πάω να της κουνήσω μαντίλι. Δε θα πάω, είμαι αποφασισμένος.
Η καρδιά μου, όμως, πονάει. Τη νοιώθω να σχίζεται. Σα να καταλαβαίνω ότι οι αρτηρίες κόβονται στα δύο. Το αριστερό μου χέρι μουδιάζει και το πόδι μου πονάει. Καταρρέω. Έφυγε το κέφι μου (πρέπει να έχω πέσει σε κατάθλιψη εδώ και καιρό), δεν έχω καμία όρεξη για τίποτα. Θέλω να είμαι ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι, σαν τον παράλυτο και να μην κουνιέμαι.
Γι αυτό λέω: Αφού εγώ αδυνατώ, πλέον, να δώσω τη λύση (δεν μπορώ να μαζέψω ούτε χρήματα για την μετακόμιση, αφού τα εισοδήματά της μειώνονται κάθε τόσο και δεν υπάρχει προοπτική να δουλέψει κάπου, αλλά ακόμη κι αν μπορούσα δεν ξέρω κατά πόσον θα την παρατούσα να λιώνει και θα έφευγα μακριά, για λόγους που, ήδη, έχουμε αναλύσει), ας δώσει τη λύση ο Θεός. Κι ας είναι δραστική. Ας με λυπηθεί. Κι ας λυπηθεί και το παιδάκι μου. Κι ας λυπηθεί και την ίδια. Όμως, άλλη μία τέτοια νύχτα, με την Κατερίνα να ταξιδεύει, με το τρένο, σε αλκοολικό κώμα κι εμένα στη Θεσσαλονίκη να ελπίζω ότι, το πρωί, θα είναι ακόμη ζωντανή, δεν την αντέχω.
Θα ΄θελα να γίνω αναίσθητος. Να με παίρνει τηλέφωνο και να αδιαφορώ, όταν την ακούω βυθισμένη στο αλκοόλ. Ζηλεύω, ώρες - ώρες, το Νοέμβριο. Που έδωσε τέλος και δεν καταλαβαίνει Χριστό. Αντίθετα, στα παρακάλια, γίνεται σκληρότερος. Γιατί έχει επιθυμία να προχωρήσει μπροστά. Αλλά και τις δυνατότητες. Τις απλές, υλικές, δυνατότητες, στις οποίες σπάνια δίνουμε σημασία, αλλά είναι πολύ βασικές. Μπράβο, Νοέμβριε. Keep on walking. Μόνον η πέτρα που κυλάει, δε χορταριάζει. Άσε μας στους βάλτους μας.
Πέμπτη, Μαΐου 15, 2008
Πάει καιρός...
...που έχουμε να τα πούμε. Όχι επειδή είχαμε καμία θεαματική διαφορά -προς το καλύτερο. Ούτε ότι περνάμε, ακόμη, τα βράδια μας, βυθισμένοι σε αλκοολικό κώμα. Βρισκόμαστε στη συντήρηση.
Συντήρηση του προβλήματος: Πίνει κάθε μέρα, ένα ή δύο μεγάλα κουτάκια μπίρας. Όταν βγαίνουμε έξω, για φαγητό, πίνει δυο με τρία ποτηράκια τσίπουρο. Έτσι πιστεύει ότι το ελέγχει.
Συντήρηση της μιζέριας: Κάθε που πλησιάζει βράδυ, φοβάμαι να σηκώσω το τηλέφωνο και να της μιλήσω. Κάθε που μιλάμε, ψάχνω τα νεύματά της, τις κινήσεις της, τις συλλαβές της. Όλα εκείνα τα μικρά σημάδια, που για άλλους δε λένε τίποτα, αλλά για μένα πολλά. Που δείχνουν ότι η αλκοόλη έχει μπει, πάλι, στο αίμα της.
Συντήρηση του φόβου: Κι αύριο, τι; Κι αν όχι αύριο, ίσως μεθαύριο; Πότε θα ξεχαστεί; Πότε θα χάσει το μέτρημα και θα συνεχίσει;
Συντήρηση της αγάπης: Δεμένοι, πλέον. Εκείνη πάνω μου κι εγώ πάνω της. Τα χρόνια περνάνε και γίνεται, όλο και πιο δύσκολο, να αφήσουμε ο ένας τον άλλον. Γερνάμε. Κι ένα παιδί μεγαλώνει εκτός γάμου, με τη μάνα του, χωρίς να μπορώ να το πάρω κοντά μου.
Δεν έχω, εδώ και, περίπου, δύο μήνες, να γράψω για ιστορίες ξεφτίλας. Έχω να γράψω για έναν συνεχή πόλεμο. Σταματήσαμε να δίνουμε μεγάλες μάχες, σε τεράστια πεδία του Άρεως. Δίνουμε μικρές, εκ του συστάδην, μάχες. Αφήσαμε τις fights για τις combats.
Αντέχω...
Σήμερα, με πήρε από τη δουλειά. Άρχισε να μεγαλοποιεί μια αστεία κατάσταση. Κατάλαβα. Δεν κατάφερα, όμως, να κρατήσω τα νεύρα μου. Φώναξα.
"Σιγά το πρόβλημα, ρε Κατερίνα! Γιατί ασχολείσαι";
Μου ΄κλεισε το τηλέφωνο. Ήμουν σίγουρος. Πήρε λίγο αργότερα:
"Σ αγαπώ".
"Κι εγώ".
"Στήριξέ με"...
"Δεν κάνω και τίποτε άλλο".
Κλείσαμε. Ήρθε μεσάνυχτα στο σπίτι. Καλούτσικα. Σιγά - σιγά, περνούσε από την ευθυμία, στα αδικαιολόγητα νεύρα. Έπεσε και κοιμήθηκε μπροστά στην τηλεόραση. Τη σκέπασα με μια πικέ κουβέρτα. Στην αγκαλιά της κουλουριάστηκαν οι δύο γάτες της.
Αλήθεια, πόσο καιρό έχουμε να κοιμηθούμε σα ζευγάρι;
Συντήρηση του προβλήματος: Πίνει κάθε μέρα, ένα ή δύο μεγάλα κουτάκια μπίρας. Όταν βγαίνουμε έξω, για φαγητό, πίνει δυο με τρία ποτηράκια τσίπουρο. Έτσι πιστεύει ότι το ελέγχει.
Συντήρηση της μιζέριας: Κάθε που πλησιάζει βράδυ, φοβάμαι να σηκώσω το τηλέφωνο και να της μιλήσω. Κάθε που μιλάμε, ψάχνω τα νεύματά της, τις κινήσεις της, τις συλλαβές της. Όλα εκείνα τα μικρά σημάδια, που για άλλους δε λένε τίποτα, αλλά για μένα πολλά. Που δείχνουν ότι η αλκοόλη έχει μπει, πάλι, στο αίμα της.
Συντήρηση του φόβου: Κι αύριο, τι; Κι αν όχι αύριο, ίσως μεθαύριο; Πότε θα ξεχαστεί; Πότε θα χάσει το μέτρημα και θα συνεχίσει;
Συντήρηση της αγάπης: Δεμένοι, πλέον. Εκείνη πάνω μου κι εγώ πάνω της. Τα χρόνια περνάνε και γίνεται, όλο και πιο δύσκολο, να αφήσουμε ο ένας τον άλλον. Γερνάμε. Κι ένα παιδί μεγαλώνει εκτός γάμου, με τη μάνα του, χωρίς να μπορώ να το πάρω κοντά μου.
Δεν έχω, εδώ και, περίπου, δύο μήνες, να γράψω για ιστορίες ξεφτίλας. Έχω να γράψω για έναν συνεχή πόλεμο. Σταματήσαμε να δίνουμε μεγάλες μάχες, σε τεράστια πεδία του Άρεως. Δίνουμε μικρές, εκ του συστάδην, μάχες. Αφήσαμε τις fights για τις combats.
Αντέχω...
Σήμερα, με πήρε από τη δουλειά. Άρχισε να μεγαλοποιεί μια αστεία κατάσταση. Κατάλαβα. Δεν κατάφερα, όμως, να κρατήσω τα νεύρα μου. Φώναξα.
"Σιγά το πρόβλημα, ρε Κατερίνα! Γιατί ασχολείσαι";
Μου ΄κλεισε το τηλέφωνο. Ήμουν σίγουρος. Πήρε λίγο αργότερα:
"Σ αγαπώ".
"Κι εγώ".
"Στήριξέ με"...
"Δεν κάνω και τίποτε άλλο".
Κλείσαμε. Ήρθε μεσάνυχτα στο σπίτι. Καλούτσικα. Σιγά - σιγά, περνούσε από την ευθυμία, στα αδικαιολόγητα νεύρα. Έπεσε και κοιμήθηκε μπροστά στην τηλεόραση. Τη σκέπασα με μια πικέ κουβέρτα. Στην αγκαλιά της κουλουριάστηκαν οι δύο γάτες της.
Αλήθεια, πόσο καιρό έχουμε να κοιμηθούμε σα ζευγάρι;
Τετάρτη, Μαρτίου 12, 2008
Τα λερωμένα, τα άπλυτα...
Μη νομίζετε ότι όλα πάνε καλά. Το αντίθετο. Αλλά ούτε κατά διαβόλου. Απλά κακά. Κακάσχημα.
Η Κατερίνα το πολεμάει ως το μεσημέρι. Από εκεί κι ύστερα, ενδίδει. Απλά, μετράει τις δόσεις. Δεν τις αφήνει να ξεφύγουν, να γίνουν πολλές, να την κάνουν λιώμα. Είναι, όμως, αρκετές, για να μεταπηδάει στον κόσμο του αλκοόλ.
Πριν μερικές ημέρες, χωρίσαμε. Έφυγε, επειδή, όπως είπε, ντρεπόταν, πλέον, τους γείτονες. Είχε προηγηθεί γερός καβγάς, αφού εγώ δεν καταφέρνω, πλέον, να συγκρατήσω τα νεύρα μου. Λέω χοντράδες -και κάνω, μερικές φορές. Είπα διάφορα, ουρλιάζοντας. Βρήκα και μια μπίρα (κουτάκι) και την πέταξα με δύναμη στο νιπτήρα, τα ΄κανα όλα χάλια. Έφυγε. Πήγε σε έναν μακρινό θείο της, να μείνει.
Τρεις μέρες κρατούν τα θαύματα. Την τέταρτη, αφού μου προκάλεσε 42 ενοχές και 35 καρδιακά, επέστρεψε. Έτσι όπως έφυγε.
Και σήμερα, μία από τα ίδια. Βρίσκεται σε άδεια. Κάθισε σπίτι, να σιδερώσει "να έχεις ρούχα όσο θα λείπω", όπως είπε. Και να κάνει δυο τρία φαγητά "να έχεις να τρως, γιατί θα πάω στη μάνα μου". Είπα διάφορες παπαριές, ότι δε χρειάζεται, ότι θα σιδερώσω εγώ (η αλήθεια, γέλασε πολύ), ότι θα μαγειρέψω αν χρειαστεί (ξαναγέλασε). Το βράδυ, που γύρισα, ήταν πυρ και μανία:
"Όταν έχεις εσύ άδεια, ασχολείσαι με τα Blog σου. Όταν έχω εγώ, μαγειρεύω και σιδερώνω".
Της ζήτησα να μην ξανακάνει δουλειές. Της είπα ότι θα τις κάνω μόνος μου. Γέλασε με κακία.
"Είσαι άχρηστος"...
Δεν είπα τίποτα. Κατάφερα να κρατηθώ. Το σπίτι μυρίζει μπίρα. Σιγχίζομαι ακόμη περισσότερο.
Ε, και; Δεν έγινε τίποτα. Κι αν μαλώσουμε, θα ξανάρθει. Σα να μην έχει συμβεί το παραμικρό. Θα χτυπήσει την πόρτα. Αν της ανοίξω, θα μπει. Αν δεν της ανοίξω, θα κοιμηθεί απ΄έξω. Αν δεν είμαι μέσα, θα έρθει στη δουλειά μου. Αν πάρω άδεια και εξαφανιστώ για πέντε-δέκα μέρες, θα πάει στους γονείς μου. Ή, θα περιμένει στο σπίτι. Κι αν φύγει εκείνη, σε πέντε, δέκα μέρες, θα επιστρέψει.
Έτσι περνάνε οι μέρες μας. Χωρίς ελπίδα.
Η περίπτωση να φύγω εγώ, έχει ναυαγήσει πλέον. Δεν έχει σημασία αν φύγω. Θα πρέπει και να εξαφανιστώ, να διαγράψω δουλειά, γονείς, φίλους, συγγενείς. Διαφορετικά, θα με περιμένει εκεί. Δίπλα τους. Έξω από τα σπίτια τους. Κουλουριασμένη, στο κεφαλόσκαλο. Όπως το πιστό σκυλί. Γλείφοντας τις πληγές του. Σιγοκλαίγοντας στο κρύο. Και κουνώντας την ουρά του, πέρα-δώθε, με το που βλέπει αυτόν που το ταΐζει.
Δε μου αρέσει αυτή η εικόνα. Δεν μπορώ, πλέον, να την αλλάξω. Θα περιμένω πότε θα βρει λίγη αξιοπρέπεια. Τότε, είμαι σίγουρος ότι θα φύγει μόνη της. Όταν βρει αξιοπρέπεια, αλλά και όταν καταλάβει ότι στο ποτό, τελικά, δεν υπάρχει γιατρειά.
Σας εξορκίζω! Μην το βλέπετε σαν κάτι απλό, κάτι που περνά από δίπλα σας, αλλά δεν σας ακουμπά. Κάτι που δεν είναι πρόβλημά σας, αλλά πρόβλημα άλλων. Το αλκοόλ θα σας χτυπήσει όταν δε θα το περιμένετε. Θα σας σκοτώσει σιγά-σιγά. Θα διαλύσει σχέσεις, σπίτια, τα πάντα.
Το αλκοόλ είναι το politicaly correct ναρκωτικό. Αυτό που δε σε κάνει ενοχλητικό ρεμάλι για τους πολλούς. Αλλά ευχάριστο ρεμάλι. Τον πρώτο καραγκιόζη της παρέας. Αργά ή γρήγορα, θα συμβεί. Ίσως να σας συμβεί μόνον μία φορά. Θα είστε τυχεροί, αν σταματήσετε εκεί. Θα είστε από τους άτυχους, αν αρχίσετε να το αποζητάτε, στο τέλος της μέρας, για να ηρεμήσετε. Θα είστε καταδικασμένος, αν δεν μπορείτε να ελέγξετε τις ποσότητες της απαραίτητης αλκοόλης.
Κρατηθείτε.
Η Κατερίνα το πολεμάει ως το μεσημέρι. Από εκεί κι ύστερα, ενδίδει. Απλά, μετράει τις δόσεις. Δεν τις αφήνει να ξεφύγουν, να γίνουν πολλές, να την κάνουν λιώμα. Είναι, όμως, αρκετές, για να μεταπηδάει στον κόσμο του αλκοόλ.
Πριν μερικές ημέρες, χωρίσαμε. Έφυγε, επειδή, όπως είπε, ντρεπόταν, πλέον, τους γείτονες. Είχε προηγηθεί γερός καβγάς, αφού εγώ δεν καταφέρνω, πλέον, να συγκρατήσω τα νεύρα μου. Λέω χοντράδες -και κάνω, μερικές φορές. Είπα διάφορα, ουρλιάζοντας. Βρήκα και μια μπίρα (κουτάκι) και την πέταξα με δύναμη στο νιπτήρα, τα ΄κανα όλα χάλια. Έφυγε. Πήγε σε έναν μακρινό θείο της, να μείνει.
Τρεις μέρες κρατούν τα θαύματα. Την τέταρτη, αφού μου προκάλεσε 42 ενοχές και 35 καρδιακά, επέστρεψε. Έτσι όπως έφυγε.
Και σήμερα, μία από τα ίδια. Βρίσκεται σε άδεια. Κάθισε σπίτι, να σιδερώσει "να έχεις ρούχα όσο θα λείπω", όπως είπε. Και να κάνει δυο τρία φαγητά "να έχεις να τρως, γιατί θα πάω στη μάνα μου". Είπα διάφορες παπαριές, ότι δε χρειάζεται, ότι θα σιδερώσω εγώ (η αλήθεια, γέλασε πολύ), ότι θα μαγειρέψω αν χρειαστεί (ξαναγέλασε). Το βράδυ, που γύρισα, ήταν πυρ και μανία:
"Όταν έχεις εσύ άδεια, ασχολείσαι με τα Blog σου. Όταν έχω εγώ, μαγειρεύω και σιδερώνω".
Της ζήτησα να μην ξανακάνει δουλειές. Της είπα ότι θα τις κάνω μόνος μου. Γέλασε με κακία.
"Είσαι άχρηστος"...
Δεν είπα τίποτα. Κατάφερα να κρατηθώ. Το σπίτι μυρίζει μπίρα. Σιγχίζομαι ακόμη περισσότερο.
Ε, και; Δεν έγινε τίποτα. Κι αν μαλώσουμε, θα ξανάρθει. Σα να μην έχει συμβεί το παραμικρό. Θα χτυπήσει την πόρτα. Αν της ανοίξω, θα μπει. Αν δεν της ανοίξω, θα κοιμηθεί απ΄έξω. Αν δεν είμαι μέσα, θα έρθει στη δουλειά μου. Αν πάρω άδεια και εξαφανιστώ για πέντε-δέκα μέρες, θα πάει στους γονείς μου. Ή, θα περιμένει στο σπίτι. Κι αν φύγει εκείνη, σε πέντε, δέκα μέρες, θα επιστρέψει.
Έτσι περνάνε οι μέρες μας. Χωρίς ελπίδα.
Η περίπτωση να φύγω εγώ, έχει ναυαγήσει πλέον. Δεν έχει σημασία αν φύγω. Θα πρέπει και να εξαφανιστώ, να διαγράψω δουλειά, γονείς, φίλους, συγγενείς. Διαφορετικά, θα με περιμένει εκεί. Δίπλα τους. Έξω από τα σπίτια τους. Κουλουριασμένη, στο κεφαλόσκαλο. Όπως το πιστό σκυλί. Γλείφοντας τις πληγές του. Σιγοκλαίγοντας στο κρύο. Και κουνώντας την ουρά του, πέρα-δώθε, με το που βλέπει αυτόν που το ταΐζει.
Δε μου αρέσει αυτή η εικόνα. Δεν μπορώ, πλέον, να την αλλάξω. Θα περιμένω πότε θα βρει λίγη αξιοπρέπεια. Τότε, είμαι σίγουρος ότι θα φύγει μόνη της. Όταν βρει αξιοπρέπεια, αλλά και όταν καταλάβει ότι στο ποτό, τελικά, δεν υπάρχει γιατρειά.
Σας εξορκίζω! Μην το βλέπετε σαν κάτι απλό, κάτι που περνά από δίπλα σας, αλλά δεν σας ακουμπά. Κάτι που δεν είναι πρόβλημά σας, αλλά πρόβλημα άλλων. Το αλκοόλ θα σας χτυπήσει όταν δε θα το περιμένετε. Θα σας σκοτώσει σιγά-σιγά. Θα διαλύσει σχέσεις, σπίτια, τα πάντα.
Το αλκοόλ είναι το politicaly correct ναρκωτικό. Αυτό που δε σε κάνει ενοχλητικό ρεμάλι για τους πολλούς. Αλλά ευχάριστο ρεμάλι. Τον πρώτο καραγκιόζη της παρέας. Αργά ή γρήγορα, θα συμβεί. Ίσως να σας συμβεί μόνον μία φορά. Θα είστε τυχεροί, αν σταματήσετε εκεί. Θα είστε από τους άτυχους, αν αρχίσετε να το αποζητάτε, στο τέλος της μέρας, για να ηρεμήσετε. Θα είστε καταδικασμένος, αν δεν μπορείτε να ελέγξετε τις ποσότητες της απαραίτητης αλκοόλης.
Κρατηθείτε.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)