Πρωί Τρίτης. Ουρλιάζω σαν φρενοβλαβής. Τα λέω έξω από τα δόντια, ότι δεν θέλω, άλλο, να ζω τέτοια κατάσταση. Περιμένω να ζητήσει συγνώμη (στην καλύτερη των περιπτώσεων). Με εκπλήσσει. Πέφτει στα γόνατα, μου φιλάει τα πόδια…
Λύγισα εκείνη τη στιγμή. Λίγο αργότερα, όταν άρχισε τα παιχνίδια, θυμήθηκα τον araxne. Άρχισα, πάλι, να σκέφτομαι λογικά. Ζήτησα να σταματήσει. Κατσούφιασε. Της είπα ότι δρομολογώ την αναχώρησή μου. Δεν είπε τίποτα. Έφυγα για τη δουλειά.
Γύρισα απογευματάκι. Για να κατεβούμε μαζί στη βραδινή δουλειά και, κυρίως, να δω τι έγινε. Είχε ετοιμάσει φαγητό. Ήταν αισιόδοξη, άρχισε να λέει ότι μαζί θα το νικήσουμε. Ήθελα να της πω ότι δεν πρόκειται να νικήσουμε τίποτε, γιατί δεν θέλει να νικήσει τίποτε. Γιατί το αλκοόλ την έχει νικήσει. Την έχει πατήσει κάτω. Την έχει λιώσει. Την έχει κάνει ένα με το χώμα. Ή, μάλλον, την έχει βάλει μέσα στο χώμα: Την έχει θάψει! Αντ΄ αυτού δεν είπα τίποτα. Κατάλαβε, από την έκφρασή μου, ότι δεν το πιστεύω, πλέον.
Βράδυ, έφυγε δυο ώρες πριν το κανονικό από τη δουλειά της. Πήγε σε έναν φίλο της, να του πει χρόνια πολλά. Μέσα στη βροχή (και μέσα στο αυτοκίνητο, φυσικά) περίμενα δυο ώρες, να χαιρετηθούν και να ΄ρθει, για να επιστρέψουμε σπίτι. Μου το είχε ζητήσει.
Φυσικά ήταν λιώμα.
Πρωί Τετάρτης. Δεν έχω καμία όρεξη να πάω στην πρωινή μου δουλειά. Κάθομαι απέναντι από την τηλεόραση, αλλά δεν βλέπω τίποτα. Σκέφτομαι πώς να δρομολογήσω αυτήν την αναχώρηση. Δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα. Δεν έχεις να κάνεις με μια σχέση δυο τινέιτζερ. Έχεις να κάνεις με ένα νοικοκυριό τεσσάρων χρόνων. Ακόμη και τις κουρτίνες πρέπει να χωρίσουμε.
Σηκώνεται. Δε μιλάμε. Ανάβει τσιγάρο (είναι η δεύτερή της εξάρτηση. Καπνίζει περίπου τρία πακέτα την ημέρα. Για μένα, που το έχω κόψει, είναι ένα άλλο μαρτύριο, αλλά αυτό, τέλος πάντων, το αντέχεις, αφού δεν έχει να κάνει με κοινωνικό αποκλεισμό). Κάποια στιγμή θα αποφασίσει να μου μιλήσει. Πάλι παρακάλια. Αυτήν τη φορά μιλάω.
-Τζάμπα κόπος είναι Κατερίνα… Κόπος και για σένα και για μένα…
Γίνεται κομμάτια, το βλέπω. Καταρρέει. Προσπαθεί να κρατήσει το τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα και αυτό της φαίνεται βαρύ, ασήκωτο. Τρέμουν τα γόνατά της. Κάθεται.
-Γιατί δεν πήγες στη δουλειά;
-Δεν έχω όρεξη. Δε θέλω να κάνω τίποτα. Και γι αυτό ευθύνεται αυτή η κατάσταση.
-Εγώ φταίω…
-Όχι εσύ. Αυτή η κατάσταση.
-Εγώ φταίω… Πάνε στη δουλειά σου.
Σηκώνομαι με κόπο. Πηγαίνω στην τουαλέτα. Την ακούω να τηλεφωνεί. Κλείνει ραντεβού στον οδοντίατρο. Μιλάνε. Έρχεται στην πόρτα.
-Θα πάω για εξαγωγή αύριο. Μπορείς να με πας;
-Θα σε πάω. Τι ώρα;
-Στη 1.
-Ρε Κατερίνα, έχω επαγγελματικό ραντεβού στη 1.30 δίπλα στον οδοντίατρο. Τι να κάνω μισή ώρα;
-Θα ψάχνεις να παρκάρεις…
-Καλά…
Όταν γύρισα από τη δουλειά τη βρήκα να στολίζεται. Μου είπε ότι δεν πεινούσε, γιατί είχε φάει πριν λίγο και μου ΄βαλε να φαρμακώσω μόνος μου.
Παρένθεση. Η Κατερίνα, όταν έχει πιει λίγο, κάνει τα εξής:
1. Χαζογελάει. Δηλαδή, με κάποιο αστείο, γελάει εύκολα.
2. Σφυρίζει. Δεκάδες τραγούδια. Ό,τι της έρχεται στην κούτρα.
3. Μουρμουρίζει. Ακαταλαβίστικα πράγματα. Προσευχές, κατάρες, θα σας γελάσω.
4. Δεν τρώει. Προφασίζεται διάφορα, ότι έχει φάει, ότι πονάει το στομάχι της, πάντως δεν τρώει.
5. Ντύνεται προκλητικά. Δηλαδή μίνι, σκουλαρίκι στη μύτη, ψηλοτάκουνα, περίεργα καλσόν, βάφεται λατερνέ, φοράει περίεργες σέξι ζώνες, ό,τι μπορεί να τραβήξει πάνω της βλέμματα.
6. Ακούει δυνατά μουσική. Κλείνει η παρένθεση.
Είχαμε δύο στα έξι. Ήμουν σίγουρος ότι κάπου είχε κρύψει ένα κουτάκι μπίρα και, καθώς ντυνόταν, βαφόταν και χτενιζόταν, έπινε κι από καμία τζούρα. Αυτό θα εξελίσσονταν ως εξής:
Σε μέτριο μεθύσι:
1. Πιάνει κουβέντα για άσχετα πράγματα. Θυμάται καταστάσεις και πράγματα που την πείραξαν προ δεκαετίας και φέρεται λες και μόλις έχουν συμβεί.
2. Τα βάζει με τη δουλειά της. Θυμάται πόσο καλή είναι και πώς την έχουν παραγκωνίσει.
3. Καπνίζει το ένα πίσω από το άλλο, ρουφώντας τον καπνό όσο μπορεί περισσότερο και εκπνέοντάς τον με θόρυβο.
4. Προσπαθεί να με απομακρύνει, με κάθε τρόπο, από το σημείο που έχει κρυμμένο το ποτήρι, ή το μπουκάλι, ή το κουκτάκι.
5. Με στέλνει να ζεστάνω το αυτοκίνητο (λες και είναι κανένας πύραυλος, που θέλει να γεμίσει υγρό άζωτο και οξυγόνο) κι εκείνη πίνει τις τελευταίες γουλιές.
6. Με το που μπαίνει στο αυτοκίνητο θυμάται ότι κάτι ξέχασε κι επιστρέφει στο διαμέρισμα –και στο κρυμμένο ποτό.
7. Τα βάζει με μένα. Με τον τρόπο που οδηγώ, με τον τρόπο που φρενάρω, με τον τρόπο που μιλάω.
8. Τα βάζει με τη μάνα της. Για διάφορους λόγους.
9. Τα βάζει με τον αδελφό της. Επίσης για διάφορους λόγους.
10. Τα βάζει με τον αδελφό μου. Επειδή είναι αναβλητικός, επειδή έχει κουραστεί από τη δουλειά του και βολεύεται με το ταμείο ανεργίας, επειδή μένει με τους γονείς μου, στο ίδιο σπίτι, αν και οικογενειάρχης και πατέρας ενός παιδιού (περιμένει και δεύτερο).
Μέχρι να μπούμε στο αυτοκίνητο και να φύγουμε, είχε κάνει τα 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7. Γλίτωσαν οι υπόλοιποι.
Σε μεγάλο μεθύσι:
1. Εξαφανίζεται.
2. Κλείνει το κινητό.
3. Αφήνει ανοικτό το κομπιούτερ στη δουλειά, για να νομίζω, από το ανοικτό μέσεντζερ, ότι δουλεύει ακόμη, ενώ εκείνη είναι σε μπιραρία, ή μπαρ.
4. Μου τηλεφωνεί όποτε θελήσει ταξί, για να τη μεταφέρω κάπου.
5. Έχει παραισθήσεις.
6. Τα βάζει μαζί μου και μου επιτίθεται.
7. Τα βάζει με όποιον δει, πιστεύοντας ότι κάτι κακό σκοπεύει να της κάνει.
8. Πέφτει σε αλκοολικό κώμα. Δηλαδή κοιμάται όπου βρει, με τα ρούχα, χωρίς να καταλαβαίνει το παραμικρό.
9. παραμιλάει και φωνάζει στον ύπνο της.
10. Αν την ξυπνήσεις, την έβαψες.
Τα μεσάνυχτα είχε κάνει τα 1, 2, 3. Στις 12.30 μου τηλεφώνησε (έκανε και το 4). Πήγα να την πάρω από το σνακ μπαρ όπου υποτίθεται βρισκόταν.
Το θέαμα μ΄ έκανε να κλάψω: Ένας άνθρωπος μπροστά στο δοχείο απορριμμάτων, έτρωγε σάντουιτς. Κάθε τόσο άπλωνε το χέρι του στα σκουπίδια, έπαιρνε μία πατάτα, ή ό,τι άλλο έβρισκε πεταμένο και το ΄τρωγε. Μασούσε με το κεφάλι σκυφτό, με κινήσεις αργές, με το στόμα ανοιχτό, τα σάλια να τρέχουν. Ήταν η Κατερίνα.
Παρένθεση. Καθόμουν εδώ και 20 λεπτά μπροστά στο κείμενο. Δεν ήξερα αν έπρεπε να κόψω την παραπάνω παράγραφο. Είναι σκληρή και για μένα και για εκείνη και για όσους διαβάζουν. Θα την αφήσω, τελικά. Μπορεί, κάποια στιγμή, να την κόψω, αφήνοντας αυτήν την παράγραφο. Για την περίπτωση που την έκοψα, να πω ότι, με το που πήγα στο σνακ μπαρ αντίκρισα μια εικόνα που μ΄ έκανε να κλάψω. Αυτά. Κλείνει η παρένθεση.
Στο γυρισμό προς το σπίτι, έτρωγε μέσα στο αυτοκίνητο. Σάλτσες, κρεμμύδια και δεν ξέρω τι άλλο, έπεφταν πάνω της. Το αυτοκίνητο μύριζε όλο σαν ψησταριά. Άνοιξα τα παράθυρα και φθάσαμε στο 6.
-Δε σε νοιάζει αν παγώσω.
-Μυρίζει όλο το αυτοκίνητο.
-Κι εσύ μυρίζεις. Με ρωτάς αν αντέχω τις κλανιές σου;
-Τι μου λες τώρα;
-Δεν κλάνεις όταν πηγαίνεις στην τουαλέτα;
-Και τι θες; Να μην πηγαίνω; Καλά, είναι κουβέντα αυτή που κάνουμε;
-Βέβαια! Δεν ξέρεις τι να πεις! Έτσι και το πρωί. Στα αρχίδια σου για το αν αύριο θα βγάλω ένα δόντι. Σε ενδιέφερε τι θα κάνεις μισή ώρα!
Δεν υπήρχε λόγος να συνεχίσω. Είχε φθάσει στο σημείο να έχει δίκιο. Και, αισίως, φθάσαμε στο 5.
Μπαίνοντας στο σπίτι, προσπάθησε να μου κλείσει την πόρτα στη μούρη, επειδή της ζήτησα να μη χτυπά τις πόρτες του αυτοκινήτου. Έβαλα το χέρι μου, να προστατευθώ. Η πόρτα χτύπησε πάνω μου και γύρισε προς το μέρος της. Την απέφυγε. Γλίστρησε. Έπεσε στις σκάλες. Ευτυχώς, κάθισε. Έμεινε εκεί. Σκυμμένη, να κλαίει, που τη χτύπησα και την πέταξα κάτω. Ήταν αδύνατο να την πείσω ότι δεν έγινε έτσι. Κατάφερα να την ανεβάσω στο διαμέρισμα. Βγήκε στο μπαλκόνι και ξάπλωσε κάτω. Φοβήθηκα μήπως πηδήσει (το χει κάνει, το καλοκαίρι του 2004 –μένουμε στον πρώτο, μην τρελαίνεστε). Την έβαλα μέσα. Κάθισε στον καναπέ, πέταξε κάτω τα κλειδιά της και φθάσαμε και στο νούμερο 8. Κοιμήθηκε όρθια, με τα χέρια στις τσέπες, φορώντας τις ψηλοτάκουνες μπότες της, το μαύρο κολάν, τη μίνι φούστα, το δερμάτινο μπουφάν, τα γυαλιά της, με νύχι και μάτι βαμμένο, λες και θα βγει έξω.
Εγώ; Ποστάρω για ψυχανάλυση. Κι έχω την αγωνία να με τρώει. Να πάω να κοιμηθώ λες και δεν έγινε τίποτα; Κι αν ξυπνήσει και κάνει (πάλι) κακό στον εαυτό της; Αν κάνει κακό σε μένα; Αν κάνει κακό σε κάποια αντικείμενα, στο σπίτι; Να ξαγρυπνήσω μπροστά στο κομπιούτερ;
Εδώ σας θέλω…