Πέμπτη, Νοεμβρίου 30, 2006

Ξεφτίλα...

Ήρθε από τη δουλειά. Πιωμένη. Μέσα σε 5 λεπτά μάλωνε με το διευθυντή μου. Τον κατηγορούσε για λακέ του μεγαλομετόχου της εταιρίας. Υπέροχα! Μάλλον πρέπει να ψάξω για άλλη δουλειά...

Τρίτη, Νοεμβρίου 21, 2006

Ξανά…

Ζούσα με το φόβο. Αλλά και με την ελπίδα. Με το φόβο ότι ο εφιάλτης θα επανέκαμπτε. Με την ελπίδα ότι είχαμε γλιτώσει. Για άλλη μία φορά, ο εφιάλτης επανήλθε.

Δυο μέρες τώρα ήταν υπερβολικά νευρική. Με την παραμικρή αντίδρασή μου στήναμε καβγά. Όλα έδειχναν ότι η ώρα της κρίσης πλησίαζε.

Χθες το πρωί ένοιωθα άρρωστος. Πρέπει να είχα κρυώσει. Όσο περνούσε η ώρα, τόσο και γινόμουν χειρότερα. Το βράδυ ήταν να βγει με φίλους. Δεν έτρεφα αυταπάτες. Ποτέ σε τέτοια περίπτωση δεν είπε «θα μείνω μαζί σου». Ποτέ σε τέτοια περίπτωση δεν πήγε στεγνή.

Το μεσημέρι που γύρισα σπίτι από τη μία δουλειά, για να πάμε μαζί στην άλλη, είχε μια περίεργη συμπεριφορά. Ενώ δούλευε από τις 9 το πρωί και το ρολόι έδειχνε 4 το απόγευμα, ήταν ιδιαίτερα κεφάτη. Δείγμα του ότι κάτι την είχε βοηθήσει να βρει το κέφι της.

Όταν τη ρώτησα τι ώρα θα ξεμπέρδευε από τη δουλειά, για να πάει στους φίλους της, μου είπε πως θα πήγαινε κατά τις 2. Κι έπειτα, ήρθε ο καβγάς. Πήρε μαζί της την τσάντα της, την τσάντα με το κομπιούτερ και την τσάντα με τα καλλυντικά της. Τρεις τσάντες. Ούτε σκέφτηκε να βάλει κάποια πράγματα σε μία, ή στις δύο. Το σκέφτηκα εγώ. Πήγα να το προτείνω. Κι έγινε ο κακός χαμός. Φώναζε, έβριζε. Μαζεύτηκε η καρδιά μου. Ήξερα ότι οι υποτιθέμενες στεγνές μέρες είχαν περάσει. Ήμουν σίγουρος ότι αν έψαχνα στο σπίτι θα έβρισκα μπουκάλια μπίρας.

Τα βρήκα το βράδυ. Τέσσερα, μέσα σε μια βαλίτσα. Η ώρα ήταν 1 παρά τέταρτο και, παρά τις υποτιθέμενες διαβεβαιώσεις για δουλειά ως τις 2 τουλάχιστον, ήδη ήταν στο ταξί για να βρει την παρέα της.

Δε χρειαζόταν να ήμουν εκεί για να δω τη συνέχεια. Την ξέρω: Πρώτα ένα Κούμπα Λίμπρε. Μετά δεύτερο. Μετά το πρώτο τσιφτετέλι. Έπειτα ένα ζεϊμπέκικο. Ύστερα άλλο ένα τσιφτετέλι με κάποιον υποτιθέμενο γνωστό. Κι άλλο ζεϊμπέκικο. Κι ύστερα, ό,τι χορός μας καθόταν, με όποιον μας καθόταν.

Κάποτε πήγαινα κι εγώ σ αυτές τις μαζώξεις. Ένα βράδυ ήταν εκεί και δυο συγγενείς της. Έμεινα με το ζευγάρι, να τη βλέπω να χορεύει πότε με τον έναν και πότε με τον άλλον. Με κοιτούσαν οι άνθρωποι μες στα μάτια, περιμένοντας κάτι να πω, σα να ήθελαν κάτι να πουν… Τελικά δεν είπαμε τίποτα. Σε κάποια στιγμή σηκώθηκα κι έφυγα. Δεν ξαναβγήκα μαζί της.

Ο χορός θα συνεχιζόταν μέχρι τελικής πτώσεως. Κι έπειτα, θα άρχιζαν τα τηλέφωνα.

-Θα ΄ρθεις να με πάρεις;

Δεν απέκλεια το ενδεχόμενο να ήταν και με κάποιον παλιό φίλο. Δεν απέκλεια, μέσα στον ύπνο μου, την ώρα που χάραζε, να άνοιγε η πόρτα και να ΄μπαιναν μέσα, λες και δεν είχε συμβεί το παραμικρό και να πέσουν να κοιμηθούν, λες και δεν έχει δουλειά να κάνει.

Αλλά πλέον δεν μπορώ να περιμένω πότε θα χτυπήσει το κινητό μου τηλέφωνο. Κουράστηκα. Βαρέθηκα να τη βλέπω να χτυπιέται στις πίστες, με τον κάθε κεφάτο, πνιγμένο στο αλκοόλ, άνετο, κουλ τύπο. Δε με ενδιαφέρει αν είναι παλιός γνωστός, πρώην φίλος, ίσως και πρώην γκόμενος. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να βρω την ηρεμία μου. Και τα τέσσερα μπουκάλια μπίρα που βρήκα μέσα στη βαλίτσα, σαν εσώρουχα παρατημένου συζύγου, δεν προμήνυαν την ησυχία μου.

Ήθελα να την πάρω τηλέφωνο και να της πω να μην ξανάρθει σπίτι. Αλλά είμαι σίγουρος ότι δεν θα υπήρχε αποτέλεσμα. Θα ξανάρθει. Είμαι το λιμάνι της. Επτά χρόνια μεγαλύτερός της, χοντρός και άσχημος, με σημαντικές δυσκολίες στο να αναπτυχθώ επαγγελματικά, αισθάνομαι, πλέον, πιο ασφαλής από την Κατερίνα. Εκείνη, ωραία γυναίκα, νέα, αδύνατη, με κορμί θανατηφόρο και καταπληκτικά επαγγελματικά προσόντα, δείχνει αδύναμη να πιστέψει στον εαυτό της. Βουλιάζει στο τέλμα της. Κοροϊδεύει τον εαυτό της.

Εδώ και τόσες μέρες, προσπαθεί να με πείσει (ή να πείσει τον εαυτό της) ότι ελέγχει το ποτό. Αλίμονο… Το αλκοόλ δεν ελέγχεται. Ή το κόβεις, ή σε ρουφάει.

Φθάνει, όμως, ως εδώ. Το πρωί έχω να πάω το αυτοκίνητο για σέρβις, να πάω στο γραφείο, να πληρώσω τα κοινόχρηστα, να πληρώσω κάτι κάρτες, να ετοιμαστώ για τη δεύτερη δουλειά, να κάνω κανένα ζεστό, γιατί αισθάνομαι τα πνευμόνια μου να κολλάνε. Κι όλα αυτά, δεν περιμένουν. Δεν περιμένω.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 17, 2006

Run, Forest! Run!

Πόσες μέρες πέρασαν από την τελευταία φορά; Έξι; Έξι... Δεν τολμώ ούτε να σκεφτώ πως ο εφιάλτης ανήκει στο παρελθόν.
Έχει νυχτώσει. Την περιμένω να τελειώσει, από τη νυχτερινή της δουλειά. Και δεν τολμώ να την πάρω στο τηλέφωνο... Δεν θέλω να ακούσω πάλι εκείνη τη φωνή. Τρέμω να ζήσω τον ίδιο διάλογο:
-Ναι;
-Έλα... Τι κάνεις;
-Έλα μωράκι μου...
-Ναι;
-...
-Κατερίνα;
-...
-Μ ακούς;
-Δ.. δε σ ακούω. Κάνει δικαοπές...
-Να ξαναπάρω;
-Ξαπανάρε...
Και ξανάπερνα. Και ξανά η ίδια αντιμετώπιση. Κι έπειτα, έκανα την ηλίθια ερώτηση:
-Συμβαίνει τίποτα; Έχεις κάτι;
-Άσε με ρε! Ξεφορτώσουμε ρε! Μου ΄χεις πρήξει τα σηκώτια ρε!
Και το 'κλεινε. Κι έμενα στο αυτοκίνητο, στο κρύο το χειμώνα, στη ζέστη του καύσωνα το καλοκαίρι. Να κοιτώ το κινητό και να μην ξέρω τι να κάνω. Να ξαναπάρω; Να ξαναζήσω τα ίδια; Να πατήσω γκάζι και να εξαφανιστώ;
Κι εγώ διάλεγα να μείνω. Να περιμένω. Πόσες και πόσες νύχτες δεν πήρα, τελικά, το δρόμο για το σπίτι κι όταν έφθανα χτυπούσε το τηλέφωνο;
-Ναι;
-Έλα...
-Κατερίνα;
-Έλα...
-Σ ακούω...
-Θα ΄ρθεις να με πάρεις;
-Πού είσαι;
-Δεν ξέρω...
-Πώς να ΄ρθω τότε; Πού να ΄ρθω;
-Καλά. Γειά!
Και ξανάκλεινε το τηλέφωνο. Κι έπαιρνα εγώ. Άκουγα να χτυπάει και να μην το σηκώνει κανείς. Και ξανάπερνα. Και ξανά. Και ξανά. Μια βραδιά (τι βραδιά... Ξημερώματα ήτανε) της έκανα 148 αναπάντητες. Τέλειωσε η μπαταρία μου και φόρτιζα στο αυτοκίνητο μπας και με καλέσει και δεν είμαι εκεί, να απαντήσω, να τρέξω... Τελικά δεν πήρε. Ήρθε στις 5.30 τα ξημερώματα. Ήμουν, ακόμη, στην πιλωτή. Μέσα στο αυτοκίνητο. Έτοιμος να γκαζώσω προς το μέρος της. Να τη συναντήσω.
Συνήθως, όμως, ακολουθούσε κι άλλο τηλεφώνημα:
-Ναι...
-Έλα...
-Κατερίνα;
-Είμαι στο τέρμα Βούλγαρη...
-Στα λεωφορεία; Στη στάση; Στο δρόμο; Πού;
-Εκεί βρε παιδάκι μου. Θα ΄ρθεις;
Και πήγαινα. Και δεν ήταν κανείς εκεί. Μόνον κάτι ταξιτζήδες που πλένανε τα ταξί τους με ένα σφουγγάρι κι ένα ποτήρι νερό. Κι έπαιρνα εγώ τηλέφωνο:
-Ναι...
-Κατερίνα, πού είσαι;
-...
-Μ΄ ακούς;
-Σ' ακούω...
-Πού είσαι;
-Τι θες;
-Εγώ τι θέλω; Εσύ δεν με πήρες να ΄ρθω να σε πάρω; Από πού να ΄ρθω; Πήγα στο τέρμα Βούγλαρη και δεν είσαι εκεί. Πού είσαι; Πού να ΄ρθω.
-Έλα όπου θες...
-Ρε Κατερίνα, έλεος. Μην το κλείνεις. Πές μου πού να έρθω. Αν δεν θες, πες μου να γυρίσω σπίτι. Αλλά...
-Είμαι στην Καμάρα...
Στην άλλη άκρη της πόλης. Και πήγαινα. Και ούτε εκεί ήταν. Και ξανατηλεφωνούσα. Και την έβρισκα σε ένα ταξί. Και δίναμε νέο ραντεβού. Και πήγαινα κι εκεί. Και ούτε εκεί ήταν. Και ξανατηλεφωνούσα. Και την έβρισκα στα δυτικά. Και μετά στα ανατολικά. Και μετά στην Άνω Πόλη. Το παιχνίδι του θησαυρού στην καρναβαλική Πάτρα, δεν είχε τέτοιο σασπένς, όπως το κυνήγι της Κατερίνας.
Κατέληγα κατάκοπος, με το ηλιοχάραμα, σε κάποια γωνιά της Σαλονίκης, με την Κατερίνα σε αλκοολικό κώμα στο πίσω κάθισμα και τα μάτια μου γεμάτα δάκρυα, να αναρωτιέμαι ποιο είναι αυτό το κακό που έχω κάνει και τυρανιέμαι έτσι. Την Κατερίνα την έβρισκα (έστω και με τα χίλια ζόρια). Απάντηση στο παράπονό μου δεν βρήκα ποτέ.
Έτσι που λέτε. Αυτά φοβάμαι. Γι αυτό δέρνομαι με τις λέξεις, τέτοια ώρα, στα blog. Μήπως και ξορκίσω το κακό. Μήπως μετρήσουμε επτά μέρες στεγνοί.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 09, 2006

Μόνος...

Το αυτοκίνητο είχε πλημμυρίσει από τη μυρωδιά: Οινόπνευμα. Με το ζόρι κρατούσε ανοικτά τα μάτια της. Ήξερα ότι, από λεπτό σε λεπτό, θα ξεσπούσε. Όπως γίνεται κάθε φορά. Και ξέσπασε.
Έκανα υπομονή. Δεν είπα τίποτα. Φθάσαμε στο σπίτι, έπεσε να κοιμηθεί και, μέσα σε δευτερόλεπτα είχε πέσει σε αλκοολικό κώμα. Μετά από προσπάθειες μισής ώρας κατάφερα να δημιουργήσω μια γωνιά στο ίδιο κρεβάτι, για να απλώσω το κορμί μου κι εγώ.
Σκέφτηκα να φύγω. Να πάρω των ομματιών μου, που λένε. Αλλά να πάω που; Οι φίλοι μου, όλοι παντρεμένοι με παιδιά (λόγω ηλικίας) μπορεί να είναι πρόθυμοι να ανοίξουν τα σπίτια τους, αλλά εγώ -ευγενικός από τη φύση μου- αδυνατώ να χτυπήσω αυτές τις πόρτες, ξημερώματα. Να αναστατώσω οικογένειες και να τις κάνω κοινωνούς του δικού μου ζοριού.
Στους δικούς μου; Ούτε κι αυτό γίνεται. Άνθρωποι ηλικιωμένοι, θα σκοτώνονταν από κάτι τέτοιο. Θα ήταν γι αυτούς μαχαιριά στην καρδιά.
Σε ξενοδοχείο; Ναι. Για πόσο, όμως; Πόσα χρήματα θα έπρεπε να ξοδέψω, πέρα από συναίσθημα και πόνο, για να ξεπεράσω αυτήν την κατάσταση; Ως πότε θα ζούσα στους τέσσερις τοίχους ενός δωματίου ξενοδοχείου; Με την περίεργη εκείνη μυρωδιά που παίρνουν τα σεντόνια όταν βγαίνουν από τον κλίβανο;
Περιορίστηκα στη μοναξιά μου, στη γωνιά του κρεβατιού. Βυθίστηκα στις σκέψεις μου και συνάντησα τον Ύπνο. Ήρθαν και τα Όνειρα. Μαύρα, άραχλα. Χωρίς φως, χωρίς ελπίδα. Ξύπνησα κατάκοπος, λες και δεν είχα κοιμηθεί ούτε λεπτό, λες και έτρεχα ως εκείνη την ώρα σε λιβάδια, σαν το άλογο, για να ξεφύγω από τον Ίσκιο μου, σύγχρονος Βουκεφάλας.
Ήρθε μια άλλη μέρα. Ίσως να ήρθε κι η λύτρωση.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 08, 2006

Ξανά...

Ήταν εκεί! Μέσα στο φούρνο μικροκυμάτων.
Στην αρχή νόμισα ότι ήταν τσάι. Μετά σκέφτηκα: Η Κατερίνα τσάι; Ούτε άρρωστη δεν το βάζει στο στόμα της. Έβγαλα το κόκκινο φλυτζάνι και μύρισα...
Ούτε φασκόμηλο, ούτε χαμομήλι. Βύνη. Κριθάρι. Μπίρα... Ο εφιάλτης είχε ξανάρθει. Και ήταν, μόλις, 4 το απόγευμα.
Τσατίστηκε. "Γιατί έψαξες", με ρώτησε; Προσπάθησα να την πείσω ότι τυχαία άνοιξα τον φούρνο. Δεν την έπεισα. Φύγαμε μουτρωμένοι.
Το βράδυ τσακωθήκαμε. Μετά από αρκετές ημέρες... Εκεί που είχα αρχίσει να πιστεύω -και πάλι- στην ελπίδα.
Και τώρα; Τώρα, μία από τα ίδια. Θα συνεχίσω να πιστεύω.

ΥΓ. Για τη φίλη που αναρωτήθηκε μήπως πίνει για να αποδείξει ότι δεν είμαι γονιός της: Μου πέρασε κι εμένα από το μυαλό. Της το είπα, κάποια στιγμή, που ήταν νηφάλια. Δεν ήθελε ούτε να το ακούσει. Επέμενε ότι θέλει να σταματήσει, ότι στους ΑΑ και στον ψυχολόγο πήγε για να γλιτώσει. Τι να πιστέψω;