Δευτέρα 6 Αυγούστου 2007
Δύσκολη κατάσταση. Όχι τόσο από τις αντιδράσεις της Κατερίνας. Αλλά από τις αντιδράσεις των υπολοίπων. Το ζόρι άρχισε από νωρίς. Με το που καθίσαμε.
«Τι θα πιείτε»;
«Κόκα κόλα»!
Όλα τα μάτια έπεσαν πάνω της. Από δίπλα κι εγώ:
«Κόκα κόλα λάιτ. Δύο μπουκάλια. Έχω να οδηγήσω στους καρόδρομους της Κεφαλονιάς»!
Ήρθαν οι μεζέδες. Κάποιοι είχαν παραγγείλει μπίρα. Οι… κοντινοί μας στο τραπέζι, ευτυχώς, λευκό κρασί. Σιχαίνεται το κρασί. Πάντα το σιχαινόταν.
Κι έπειτα, άρχισαν οι ερωτήσεις των υπολοίπων:
«Τι έχεις»;
«Τίποτα. Είμαι πεινασμένη και με πείραξαν οι στροφές»…
«Απλά, σε έχουμε συνηθίσει διαφορετικά. Δεν μιλάς, δε γελάς»…
Ό,τι χειρότερο και για μένα. Μου μπήκαν ιδέες. Μήπως δεν μπορεί να λειτουργήσει, τελικά, χωρίς το ποτό; Τη ρώτησα δυο – τρεις φορές, τι έχει, τι αισθάνεται. Κατάλαβα ότι γινόμουν ενοχλητικός.
«Μια χαρά είμαι. Αφήστε με»!
Έπρεπε να αλλάξω την κατάσταση. Ανέλαβε, λοιπόν, ο γελωτοποιός της παρέας. Η κουβέντα έφθασε στο ροχαλητό μου. Πλέον μιλούσαμε οι δυο μας. Οι υπόλοιποι κρατούσαν τις κοιλιές τους:
«Μα ξέρεις πώς ροχαλίζεις; Σαν οτομοτρίς. Τις θυμάσαι τις οτομοτρίς»;
«Όχι μόνον τις θυμάμαι, αλλά έχω ταξιδέψει πάρα πολλές φορές. Εδώ πρόλαβα τον μουτζούρη»!
«Άρχισαν πάλι οι αναμνήσεις μιας ζωής! Δε θέλουμε, παιδάκι μου, να ακούσουμε για τις εποχές που η Τσιμισκή ήταν δρόμος διπλής κατεύθυνσης και δεν υπήρχε Νέα Εγνατία! Προτιμούμε να ακούσουμε για το μετρό και την υποθαλάσσια που κατασκευάζονται»!
«Να σας πω και γι αυτά…»
«Θα αρχίσεις, πάλι, με τη Στουτγγάρδη; Που είναι μια σταλιά πόλη κι έχει τραμ, τρένο, μετρό, λεωφορεία και τρόλεϊ; Εδώ το θέμα μας ήταν το ροχαλητό σου».
«Τι το ιδιαίτερο έχει, μωρέ; Μήπως είμαι ο μόνος που ροχαλίζω έτσι»;
«Ναι! Μα ξέρεις πώς κάνεις; Σα να πνίγεσαι! Σκιάζομαι που σε βλέπω και σ ακούω. Άσε που μου λες, όταν πας για ύπνο να έρθω μαζί σου… ‘Πάλι στον καναπέ θα κοιμηθείς; Έλα μέσα’. Τι να ΄ρθω να κάνω; Να σε δω να θαλασσοπνίγεσαι»;
«Ρίξε μου ένα σωσίβιο…»
«Τι σωσίβιο, παιδάκι μου. Εσύ θες ολόκληρη ναυαγοσωστική λέμβο».
«Φέρε τα μπρατσάκια μου κι έλα για ύπνο»!
«Δεν μπορώ! Το καταλαβαίνεις; Λες και γίνεται πόλεμος… Όταν πήγα στο Σεράγεβο, πιο άνετα κοιμήθηκα…»
«Έλα ρε Κατερίνα… Επέζησες του Σεράγεβο και δεν αντέχεις στην κρεβατοκάμαρα μαζί μου»;
«Μ΄ αρέσει που σβήνεις κι όλα τα φώτα, χαμηλώνεις και την τηλεόραση… Εσύ κάνεις λες κι άνοιξες το χόουμ θίατερ κι είναι χαλασμένο το σαμπ γούφερ»!
«Ε, κάνε κάτι γι αυτό. Λύτρωσέ με, να λυτρωθείς κι εσύ»!
«Τι να κάνω»;
«Γύρισέ με από το άλλο πλευρό»!
«Τι λες παιδάκι μου; 150 κιλά άνθρωπο να σε κυλίσω σαν τη φάλαινα που εξώκοιλε και τη βοηθούν οι ακτιβιστές της Γκριν Πις; Το ΄χεις για εύκολο; Πρέπει να φωνάξω συνεργείο, ή την Πυροσβεστική»!
«Βάλε ένα κομμάτι σοκολάτα από την πλευρά που θέλεις να γυρίσω! Θα τη μυρίσω και θα γυρίσω μόνος μου»!
Έτσι σταμάτησαν οι ερωτήσεις κι εγώ διαπίστωσα ότι, ναι μεν, προβληματίζεται, αλλά όχι για τους λόγους που, ίσως, νομίζουμε όλοι οι υπόλοιποι. Το να είσαι το επίκεντρο της παρέας, ως ο Άσωτος Υιός που επέστρεψε, ή το Απολολλώς Πρόβατο, δεν είναι και το πιο ευχάριστο πράγμα στον κόσμο…
Πάμε γι άλλα...