Τετάρτη, Αυγούστου 29, 2007

Ξανά...

Ξανά...
Δεν έχω όρεξη να γράψω γραμμή.
Χρωστάω μια αξιοσημείωτη μέρα, από τις διακοπές, αυτήν που έμελλε να δείξει ότι το πρόβλημα ήταν εκεί, αν και όχι στην ένταση των προηγούμενων ημερών.
Αυτήν την ώρα, όμως, ο εφιάλτης φαίνεται πως ξαναγυρνάει.
Μόλις έχω κουράγιο, θα ποστάρω κάτι.

Τρίτη, Αυγούστου 28, 2007

Τρίτη 7 Αυγούστου 2007

Αυτήν την ώρα που γράφω αυτές τις γραμμές η Κατερίνα κάνει ότι κοιμάται στο κρεβάτι πίσω μου. Πριν, περίπου, μισή ώρα, είχε έναν γερό καβγά, στο εστιατόριο που τρώγαμε. Καβγά τέτοιο που θα μπορούσε να στήσει παλιότερα η ίδια, με μια αντίδραση η οποία δε θύμιζε καθόλου Κατερίνα.

Όλα έγιναν για ένα σουβλάκι από αρνί. Τα πιο σοβαρά θέματα προκύπτουν από τις πιο ηλίθιες αιτίες. Έτσι κι αυτό. Παρήγγειλε αρνίσιο σουβλάκι κι εγώ γεμιστό μπιφτέκι, για να τα μοιραστούμε. Και το σουβλάκι που ήρθε, ήταν ανάμεικτο. Μία χοιρινό, μία αρνί. Πήγε στην κουζίνα και διαμαρτυρήθηκε. Η ιδιοκτήτρια του μαγαζιού, αντί να πει συγνώμη και να αλλάξει την παραγγελία (στην καλύτερη περίπτωση) ή αντί να πει, ευγενικά, ότι κάνει λάθος και να καλέσει την τουριστική αστυνομία, πέρασε στην αντεπίθεση. Έβαλε τις φωνές και της φέρθηκε σα σκουπίδι!

Επέστρεψε στο τραπέζι σα βρεγμένη γάτα. Λίγο αργότερα μου ζήτησε τα κλειδιά του δωματίου κι έφυγε. Την ακολούθησα, από τη μία για να της συμπαρασταθώ, από την άλλη για το φόβο των Ιουδαίων. Δεν ξέρω τι από τα δύο υπερτερούσε του άλλου. Λίγα λεπτά μετά από εκείνη, έφθασα κι εγώ στο δωμάτιο. Γδύθηκε κι έπεσε να κοιμηθεί. Της χάιδεψα το χέρι, αλλά τραβήχτηκε.

Παλιότερα, οι αντιδράσεις της δε θα ήταν οι ίδιες. Σίγουρα θα ορμούσε στην ιδιοκτήτρια, θα ζητούσε εξηγήσεις, θα καλούσε την αστυνομία, θα απειλούσε θεούς και δαίμονες. Και θα έχανε το δίκιο της, επειδή θα ήταν πιωμένη. Τώρα, ήταν στεγνή. Πιο στεγνή από την έρημο. Κι άφησε το δίκιο της να φύγει.

Δεν είχα ιδέα τι να κάνω. Να την ακολουθήσω, όπως έκανα, για να της συμπαρασταθώ; Έστω και για να μην πέσει στο ποτό, από μία μαλακία; Για να μην αισθάνεται μόνη της;

Μου τη δίνει αυτή η κατάσταση. Δεν ξέρω πώς να φερθώ, για να μην παρεξηγήσει τις προθέσεις μου. Δεν μπορώ να είμαι ο εαυτός μου, πια.

ΥΓ. Γράφω παιδικά. Δεν μπορώ να συντάξω μια πρόταση της προκοπής. Όλα μου έρχονται ανάκατα. Πέφτουν σαν οβίδες στο κεφάλι μου και καταλήγουν αβολίδωτα στα δάχτυλά μου. Πατάω σκανδάλη και βγάζω τζούφιες. Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει.

Αιφνίδιος

Παρασκευή 10 Αυγούστου 2007

Δύσκολη μέρα προβλέπεται και η σημερινή. Μια φίλη της πέθανε, ξαφνικά. Ήταν, μόνον, 43 χρόνων. Είχε δυο παιδιά. Ένα παλικάρι και μια πριγκίπισσα.

«Σκέφτομαι αυτούς που μένουν πίσω», είπε η Κατερίνα. Αλήθεια, η απώλεια αυτούς τους ανθρώπους βαραίνει. Κι αν το παλικάρι είναι σε ηλικία ώριμη, η πριγκίπισσα είναι μόλις 11 χρονών. Ένα χρόνο μεγαλύτερη από την κόρη μου.

Αλλά εγώ σκέφτομαι περισσότερο το δικό μου το ζόρι. Θα κρατηθεί και σήμερα η Κατερίνα, μετά από μια τέτοια είδηση; Σε άλλες εποχές, ούτε θα το σκεφτόμουν. Θα είχε, ήδη, πέσει με τα μούτρα στο ποτό.

Τώρα;

Κυριακή, Αυγούστου 26, 2007

Στο ουζερί

Δευτέρα 6 Αυγούστου 2007

Δύσκολη κατάσταση. Όχι τόσο από τις αντιδράσεις της Κατερίνας. Αλλά από τις αντιδράσεις των υπολοίπων. Το ζόρι άρχισε από νωρίς. Με το που καθίσαμε.

«Τι θα πιείτε»;

«Κόκα κόλα»!

Όλα τα μάτια έπεσαν πάνω της. Από δίπλα κι εγώ:

«Κόκα κόλα λάιτ. Δύο μπουκάλια. Έχω να οδηγήσω στους καρόδρομους της Κεφαλονιάς»!

Ήρθαν οι μεζέδες. Κάποιοι είχαν παραγγείλει μπίρα. Οι… κοντινοί μας στο τραπέζι, ευτυχώς, λευκό κρασί. Σιχαίνεται το κρασί. Πάντα το σιχαινόταν.

Κι έπειτα, άρχισαν οι ερωτήσεις των υπολοίπων:

«Τι έχεις»;

«Τίποτα. Είμαι πεινασμένη και με πείραξαν οι στροφές»…

«Απλά, σε έχουμε συνηθίσει διαφορετικά. Δεν μιλάς, δε γελάς»…

Ό,τι χειρότερο και για μένα. Μου μπήκαν ιδέες. Μήπως δεν μπορεί να λειτουργήσει, τελικά, χωρίς το ποτό; Τη ρώτησα δυο – τρεις φορές, τι έχει, τι αισθάνεται. Κατάλαβα ότι γινόμουν ενοχλητικός.

«Μια χαρά είμαι. Αφήστε με»!

Έπρεπε να αλλάξω την κατάσταση. Ανέλαβε, λοιπόν, ο γελωτοποιός της παρέας. Η κουβέντα έφθασε στο ροχαλητό μου. Πλέον μιλούσαμε οι δυο μας. Οι υπόλοιποι κρατούσαν τις κοιλιές τους:

«Μα ξέρεις πώς ροχαλίζεις; Σαν οτομοτρίς. Τις θυμάσαι τις οτομοτρίς»;

«Όχι μόνον τις θυμάμαι, αλλά έχω ταξιδέψει πάρα πολλές φορές. Εδώ πρόλαβα τον μουτζούρη»!

«Άρχισαν πάλι οι αναμνήσεις μιας ζωής! Δε θέλουμε, παιδάκι μου, να ακούσουμε για τις εποχές που η Τσιμισκή ήταν δρόμος διπλής κατεύθυνσης και δεν υπήρχε Νέα Εγνατία! Προτιμούμε να ακούσουμε για το μετρό και την υποθαλάσσια που κατασκευάζονται»!

«Να σας πω και γι αυτά…»

«Θα αρχίσεις, πάλι, με τη Στουτγγάρδη; Που είναι μια σταλιά πόλη κι έχει τραμ, τρένο, μετρό, λεωφορεία και τρόλεϊ; Εδώ το θέμα μας ήταν το ροχαλητό σου».

«Τι το ιδιαίτερο έχει, μωρέ; Μήπως είμαι ο μόνος που ροχαλίζω έτσι»;

«Ναι! Μα ξέρεις πώς κάνεις; Σα να πνίγεσαι! Σκιάζομαι που σε βλέπω και σ ακούω. Άσε που μου λες, όταν πας για ύπνο να έρθω μαζί σου… ‘Πάλι στον καναπέ θα κοιμηθείς; Έλα μέσα’. Τι να ΄ρθω να κάνω; Να σε δω να θαλασσοπνίγεσαι»;

«Ρίξε μου ένα σωσίβιο…»

«Τι σωσίβιο, παιδάκι μου. Εσύ θες ολόκληρη ναυαγοσωστική λέμβο».

«Φέρε τα μπρατσάκια μου κι έλα για ύπνο»!

«Δεν μπορώ! Το καταλαβαίνεις; Λες και γίνεται πόλεμος… Όταν πήγα στο Σεράγεβο, πιο άνετα κοιμήθηκα…»

«Έλα ρε Κατερίνα… Επέζησες του Σεράγεβο και δεν αντέχεις στην κρεβατοκάμαρα μαζί μου»;

«Μ΄ αρέσει που σβήνεις κι όλα τα φώτα, χαμηλώνεις και την τηλεόραση… Εσύ κάνεις λες κι άνοιξες το χόουμ θίατερ κι είναι χαλασμένο το σαμπ γούφερ»!

«Ε, κάνε κάτι γι αυτό. Λύτρωσέ με, να λυτρωθείς κι εσύ»!

«Τι να κάνω»;

«Γύρισέ με από το άλλο πλευρό»!

«Τι λες παιδάκι μου; 150 κιλά άνθρωπο να σε κυλίσω σαν τη φάλαινα που εξώκοιλε και τη βοηθούν οι ακτιβιστές της Γκριν Πις; Το ΄χεις για εύκολο; Πρέπει να φωνάξω συνεργείο, ή την Πυροσβεστική»!

«Βάλε ένα κομμάτι σοκολάτα από την πλευρά που θέλεις να γυρίσω! Θα τη μυρίσω και θα γυρίσω μόνος μου»!

Έτσι σταμάτησαν οι ερωτήσεις κι εγώ διαπίστωσα ότι, ναι μεν, προβληματίζεται, αλλά όχι για τους λόγους που, ίσως, νομίζουμε όλοι οι υπόλοιποι. Το να είσαι το επίκεντρο της παρέας, ως ο Άσωτος Υιός που επέστρεψε, ή το Απολολλώς Πρόβατο, δεν είναι και το πιο ευχάριστο πράγμα στον κόσμο…

Πάμε γι άλλα...

Πέμπτη, Αυγούστου 23, 2007

Η πρώτη βόλτα στο σούπερ

Κυριακή 5 Αυγούστου 2007

Ήταν, πάντα, το αδύνατο σημείο της. Η βόλτα στο σούπερ μάρκετ. Μόνιμα την έκανε μόνη της. Όποτε προθυμοποιήθηκα να τη βοηθήσω, έπεσα στην άρνησή της.

Φλας Μπακ:

«Πού θα πας»;

«Σούπερ»…

«Ε, δε χρειαζόμαστε και τίποτα…»

«Θέλω να πάρω μανταλάκια κι άλλα πράγματα. Άσε με».

«Είναι πολλά; Θες να έρθω να σε βοηθήσω»;

«Άσε με! Θέλω να περπατήσω και λίγο, να σκεφτώ».

Στο δρόμο για το σούπερ άνοιγε την πρώτη μπίρα. Τη δεύτερη την άνοιγε στο φούρνο, αγοράζοντας τυρόπιτες. Την τρίτη μέσα στο σούπερ. Την τέταρτη στο δρόμο της επιστροφής. Συνήθως ήταν, μόλις, 11 το πρωί.

Επάνοδος:

Πήγε να πάρει μανταλάκια, καφέ, ζάχαρη και κάτι άλλα ψιλά… Φυσικά και τυρόπιτες. Επέστρεψε με τα ψώνια των διακοπών, για να φάμε, όλη η παρέα, πρωινό στο μπαλκόνι. Για πρώτη φορά μετά από πέντε χρόνια, μπορούσα να αστειευτώ με την παρέα.
Μόνον που η μεγάλη δοκιμασία θα ερχόταν την επομένη...

Τρίτη, Αυγούστου 21, 2007

Στο πλοίο

Σάββατο 4 Αυγούστου 2007

Έτρεμαν τα πόδια μου. Η παρέα μας κάθισε στην καφετερία του πλοίου, δίπλα στο μπαρ. Εκατοντάδες πέρασαν από εκεί για να αγοράσουν ένα κουτάκι Άμστελ. Κι εκείνη, ακριβώς απέναντί τους…

Φλας μπακ: Στο πλοίο η Μαρία μόλις έχει συνέλθει από την κατανάλωση οινοπνεύματος κατά τις προετοιμασίες του ταξιδιού. Εκεί, άρχιζε ο δεύτερος γύρος: Καθόμασταν δίπλα – δίπλα και σε κάποια στιγμή άκουγα τη μοιραία ατάκα:

«Θέλω να πάω, για λίγο, μόνη μου, στο κατάστρωμα, να σκεφτώ»…

«Να μην έλθω κι εγώ μαζί, να μιλήσουμε, να…»

«Σεβάσου την επιθυμία μου για λίγο χώρο»!

Αλίμονο… Το γνώριζα καλά. Περνούσε πρώτα από το μπαρ, έπαιρνε μια μπίρα και κρυβόταν πίσω από τα σωσίβια, στο κατάστρωμα. Μετά έπαιρνε δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη, έκτη… Όσες προλάβαινε, έως ότου, απηυδισμένος άρχιζα την αναζήτηση και την εντόπιζα –συνήθως δίπλα σε έναν άγνωστο να συζητούν, ο ένας προσπαθώντας να την πηδήξει στα γρήγορα στις τουαλέτες κι η άλλη νομίζοντας ότι βρήκε έναν φίλο για όλη της τη ζωή.

Τέλος του φλας μπακ. Επάνοδος.

Επί τρεις ώρες έκανε τις βόλτες της, μόνη, στο κατάστρωμα, κάθισε μαζί μας κι έβλεπε να παίζουμε χαρτιά, έφαγε πατατάκια, ήπιε ένα άις τι, μίλησε με τους υπόλοιπους της παρέας. Κι εγώ, την άφηνα να κινείται όπως ήθελε, σίγουρος, από ένα σημείο και μετά, ότι κρατιόταν μακριά από το αλκοόλ. Είχα πέντε χρόνια να απολαύσω ταξίδι…

Κυριακή, Αυγούστου 19, 2007

Προετοιμασίες για το ταξίδι

Παρασκευή 3 Αυγούστου 2007


Τέσσερα χρόνια τώρα, οι προετοιμασίες της Κατερίνας, για να πάμε διακοπές, είχαν το ίδιο μοτίβο: άπειρα κουτάκια μπίρας, κρυμμένα σε στρατηγικά σημεία σε όλο το σπίτι κι εκείνη να κινείται, από δωμάτιο σε δωμάτιο, ετοιμάζοντας βαλίτσες, πίνοντας κάθε πέντε λεπτά, από μία γουλιά. Η προετοιμασία διαρκούσε, συνήθως, τέσσερις ώρες, κάτι που σημαίνει ότι στο τέλος της, η Κατερίνα ήταν τύφλα κι εγώ απελπισμένος –κι εξοργισμένος.

Αυτήν τη φορά, τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Οι προετοιμασίες διήρκεσαν… δυο μέρες! Καθώς η Κατερίνα μόλις είχε πάρει εξιτήριο, οι δουλειές του σπιτιού έπεσαν, με δύναμη, πάνω της, ευτυχώς χωρίς να τη συνθλίψουν.

Έβαζε το ένα πλυντήριο πίσω από το άλλο. Σιδέρωνε βουνά ρούχων (έχετε δει το παντελόνι, ή –ακόμη καλύτερα- το μπουρνούζι ανθρώπου πάνω από 100 κιλά; Τα δυο τους γεμίζουν μια σαμψονάιτ μόνα τους).

Ο άρχοντας, ασχολήθηκε με ό,τι συνήθως: την αρμολόγηση των δύο λάπτοπ, την αντιγραφή εκατοντάδων τραγουδιών σε εμπιθρίς, το τσεκάρισμα των φωτογραφικών μηχανών, στην επιλογή βιβλίων για διάβασμα. Και, φυσικά, στην ξεκούραση, οκτώ ώρες πριν την αναχώρηση, καθότι οδηγός…

Στις 4.30 το πρωί, 3 Αυγούστου, που είχαμε ορίσει ώρα αναχώρησης, με ξύπνησε. Δεν είχε τελειώσει κι αναβάλαμε την αναχώρηση, γιατί έπρεπε να κοιμηθεί έστω δυο ώρες.

Παλιότερα, μετά την κατανάλωση του μισού εργοστασίου της Μπαντ κατά τις προετοιμασίες, η Κατερίνα έπεφτε σε αλκοολικό κώμα, ή ξεκινούσαμε για το ταξίδι μας, εγώ φρεσκαδούρα και στην τσίτα, από τα νεύρα κι εκείνη χαμογελαστή, σαν τον Τζακ Νίκολσον μετά το ηλεκτροσόκ, στη Φωλιά του Κούκου. Αυτήν τη φορά ήταν –φυσικά- κουρασμένη κι εγώ φρεσκαδούρα και χαμογελαστός, σαν τον Ντάστιν Χόφμαν στον Πρωτάρη, στη σκηνή του τέλους, μέσα στο λεωφορείο, με τη νύφη στο πλάι του.

Κοιμήθηκε στο ταξίδι. Κι ήταν η πρώτη φορά που δε με πείραζε. Γιατί δίπλα μου κοιμόταν ένας φυσιολογικός άνθρωπος.

Αλοίμονο...

Τετάρτη, Αυγούστου 01, 2007

Έξοδοι

Η έξοδός της, έχει γίνει καθημερινότητα. Αναρωτιέμαι αν αυτό της κάνει κακό, ή καλό. Έχω αρχίσει να πιστεύω ότι, αν έμενε μέσα, δε θα άντεχε. Έρχεται σπίτι, σχεδόν καθημερινά. Κάνει κάποιες δουλειές, πηγαίνει οδοντίατρο και… σολάριουμ

Ο γιατρός της κλινικής ακολουθεί μια περίεργη τακτική. Τον είδε πριν πέντε μέρες.

«Θα ήθελα να σας μιλήσω για την απογείωσή μου, όπως το λέτε εσείς εδώ»…

«Ποια απογείωση; Εσύ δεν έχεις μπει καν στο διάδρομο απογείωσης».

Τρελάθηκε. Όταν τη συνάντησα ήταν γεμάτη θυμό. Ξέρω ότι οι ψυχίατροι εφαρμόζουν τέτοιου είδους κόλπα, για να «πάρουν» πληροφορίες από την ασθενή. Αλλά εφαρμόζονται διαφορετικές τακτικές, γιατί έχουν να κάνουν με διαφορετικούς ανθρώπους. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος, δε θα καθίσει ούτε λεπτό πάνω από το πρωί της Παρασκευής εντός. Και του έχουν πει ότι μπορεί να φύγει, όποια ώρα το θελήσει.

Στις εξόδους της δείχνει εντάξει. Δε φαίνεται να πίνει. Δε μυρίζει η ανάσα της. Δεν τρέμει. Δε λέει ασυναρτησίες. Όλα δείχνουν να πηγαίνουν καλά. Υπερβολικά καλά.

Οι διακοπές θα είναι ένα μεγάλο τεστ. Θυμάμαι τις διακοπές μας στην Πελοπόννησο, πριν τέσσερα χρόνια. Πώς καταστράφηκαν 150 φωτογραφίες από την Ύδρα, για μια μπίρα. Είχα τσαντιστεί τόσο, όταν την είδα να πηγαίνει, κρυφά, στο μπαράκι του πλοίου και να αγοράζει μια μπίρα, οργίστηκα άλλο τόσο όταν ξαναγόρασε άλλη μπίρα με το που φτάσαμε στο Τολό, που αντί για save πάτησα delete. Κι έφυγαν στο υπερπέραν οι αναμνήσεις. Έμεινε η ανάμνηση ενός αλουμινένιου κουτιού.

Γι αυτό λέω ότι οι διακοπές μας θα είναι ένα μεγάλο τεστ. Δεν έχουμε ζήσει διακοπές χωρίς αλκοόλ. Πολύ αλκοόλ. Μιλάμε για απίστευτες ποσότητες. Έβρισκα μισόλιτρα ούζου μέσα στη βαλίτσα με τα βρακιά της. Έβρισκα άδεια κουτάκια μπίρας στα πιο απίθανα σημεία. Κι ήταν η μόνιμη μεταφορέας των σκουπιδιών, όπου κι αν μέναμε, όσοι κι αν μέναμε. Για να πετάει τα κουτάκια και να αγοράζει καινούργια.

Πέρασα απέραντες ώρες μοναξιάς. Ζητούσε να περπατήσει, λίγο, μόνη της και τα βήματά της ήταν προγραμματισμένα να πάνε στο πρώτο περίπτερο, στο πρώτο σνακ μπαρ, όπου μπορούσε να αγοράσει μια μπίρα. Σεβόμουν την επιθυμία της για λίγη απομόνωση κι εισέπραττα μια αλκοολική βραδιά.

Οι Άγγλοι έχουν ακριβώς την έκφραση που θέλω να πω τώρα: Im looking forward this summer. Άντε πες το αυτό στα ελληνικά. Ανυπομονώ γι αυτό το καλοκαίρι; Αμ δεν είναι αυτό το νόημα…

I’m looking forward, λοιπόν…