Κυριακή, Ιουλίου 30, 2006

Η Μπέμπα


Τη «Μπέμπα» τη γνώρισα μερικούς μήνες μετά την Αθανασία. Και υπήρχε ένας καλός λόγος γι αυτό: ήταν η μάνα της Αθανασίας. Η «Μπέμπα» είχε μια περίεργη ιδιότητα: Όταν τη γνώριζες για πρώτη φορά έλεγες πως είχες γνωρίσει τον πιο γλυκό άνθρωπο στη γη. Μέρα με τη μέρα αντιλαμβανόσουν ότι ο άγγελος μπροστά σου ήταν έκπτωτος. Κόρη του Βελζεβούλη.
Ίσως έπρεπε να διηγηθώ πρώτα το πώς πέρασαν αυτοί οι τέσσερις μήνες. Αλλά όλοι ξέρετε. Όπως περνούν οι πρώτοι μήνες γνωριμίας δυο ερωτευμένων ανθρώπων. Πρώτα βγαίνουν σε απίθανα μέρη, ο ένας λέει μαύρο ο άλλος άσπρο, ο ένας τρώει μακαρονάδες κι ο άλλος νερόβραστα χορταρικά, ο ένας τρελαίνεται για κοντοσούβλια κι ο άλλος για φιλέ μινιόν, ο ένας τρώει με τα χέρια κι ο άλλος με πέντε ειδών κουταλομαχαιροπήρουνα, ο ένας λατρεύει τον Σταλόνε κι ο άλλος τον Λιντς, ο ένας ακούει Ντιπ Πέρπλ κι ο άλλος Μαντόνα. Κι όταν ο ένας λέει στον άλλον τις προτιμήσεις του, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλον.
Έτσι κι εγώ με την Αθανασία. Τρελαινόμουν για γύρο πίτα τζατζίκι κι εκείνη έτρωγε σκόρδο και πάθαινε αναφυλαξία. Έβλεπα το Θίασο του Αγγελόπουλου κι εκείνη θεωρούσε βαριά κουλτούρα το Χρώμα Πορφυρό. Άκουγα (στα καλά μου) Κουίν και (στις μαύρες μου) Πινκ Φλόιντ κι άκουγε (στα καλά της) Πάριο και (στις μαύρες της) Εντίθ Πιάφ. Διάβαζα τις Γυναίκες του Μπουκόφσκι κι εκείνη περίμενε περισσότερα από τις Μεγάλες Προσδοκίες του Ντίκενς. Ήταν φανερό: Ήμασταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλον.
Έτσι πέρασαν οι πρώτοι μήνες. Ραντεβουδάκια σε ηλίθιες καφετέριες, σε τρέντι μπαρ με πάντα χαλαρούς (πώς τα καταφέρνουν άραγε) πελάτες, επισκέψεις σε πολυκινηματογράφους και δείπνα πότε στο Βλάχο στο Τσινάρι και πότε στο Σαρκ στη Σοφούλη. Πάντα οι δυο μας και πάντα με έναν μακρύ κατάλογο θεμάτων προς συζήτηση, που φαινόταν τόσο ατέλειωτος, όσο το μαρτύριο του Σίσυφου.
Γι αυτό δεν είναι ανάγκη να σας διηγηθώ με λεπτομέρειες αυτούς τους μήνες. Είμαι σίγουρος ότι τους ζήσατε όλοι.
Πάμε στη «Μπέμπα». Ας αρχίσουμε από κάτω: Πόδια κορμοί δένδρων. Κώλος αεροδρόμιο. Το Ελ Βενιζέλος! Μέση ανύπαρκτη. Στήθος, όπως το στήθος κάθε πενηντάρας: στα πρόθυρα της απομάκρυνσης από το υπόλοιπο σώμα. Υποταγμένο στο νόμο της βαρύτητας. Αλλά όλα αυτά ήταν τα καλά της σημεία.
Κεφάλι… Ω Θεέ μου! Κεφάλι. Δυστυχώς υπήρχε. Και είχε και στόμα. Μάλλον δεν είχε ένα στόμα. Είχε έναν στόμα. Ο στόμας της δεν έλεγε να κλείσει. Ποιος είναι ο ηλίθιος που είπε ότι πιο γρήγορα από όλους στον κόσμο μιλούν οι Γάλλοι; Την «Μπέμπα» την άκουσε;
Και δεν ήταν ότι μιλούσε. Ήταν ότι έλεγε αυτά που έλεγε. Από εκεί που την πρώτη φορά ήταν μια αμίλητη κυρία, που έβλεπε την κόρη της να βγαίνει ραντεβού μ έναν μαντράχαλο άγνωστο, επαγγέλματος ιδιωτικός υπάλληλος («α, υπάλληλος», είπε, ξινισμένα, με στιλ Γεωργίας Βασιλειάδου στη Θεία από το Σικάγο) και που νόμιζες –ακόμη- ότι είχες να κάνεις με τον Αρχάγγελο Μιχαήλ, έπρεπε να το είχα καταλάβει. Αυτό το πλάσμα με το μαλλί κουνουπίδι, τα διαρκώς κινούμενα μάτια, που σε περνούσε ακτινογραφία με το που έμπαινες από την πόρτα, δεν ήταν δυνατό να παίζει το ρόλο του Μιχαήλ. Έπαιζε το ρόλο του φιδιού.
Η «Μπέμπα» δεν πήγαινε ποτέ στα μπουζούκια. Όχι ότι δεν της άρεζαν. Προτιμούσε, όμως, να κλαίγεται, ότι γι αυτήν πέρασαν τα χρόνια, ότι κάποτε ήταν όλο γλέντια και χαρές, ότι τώρα που έχει δύο κόρες της παντρειάς δεν είναι για τέτοια, ότι γέρασε, ότι γυναίκες στην ηλικία της είναι για να μένουν στο σπίτι, να πλένουν κανένα ρούχο, να ετοιμάζουν ένα πιάτο φαΐ στον ανδρούλη τους.
Η «Μπέμπα» δεν πήγαινε ποτέ στην εκκλησία. Όχι ότι δεν ήταν γυναίκα του Θεού. Και το σπίτι θυμιάτιζε κάθε απόγευμα. Και το σταυρό της έκανε όταν καθόταν για φαγητό. Προτιμούσε, όμως, να οργανώνει τις μικρές ιδιωτικές της θρησκευτικές τελετές. Καλούσε κάθε μήνα παπά στο σπίτι για αγιασμό, έκανε παρακλήσεις σε εκκλησάκια απανταχού της ελληνικής γης με παρόντες πιστούς την ίδια, τον άνδρα της και τις δύο κόρες. Έφτιαχνε τη Φανουρόπιτά της, τη Βαρβάρα της, τα τσουρέκια της, τη βασιλόπιτά της. Αντί για το Πάτερ Ημών, προτιμούσε να διαβάζει την Αγία Επιστολή. Ένα γράμμα το οποίο υποτίθεται ότι έγραψε ο Χριστός. Τώρα σε ποιον το έδωσε, θα σας γελάσω. Σε ποιον το έστελνε, πάλι θα σας γελάσω. Το σίγουρο είναι ότι κάποιος το πήγε το γράμμα και έφθασε και στα χέρια της «Μπέμπας».
Μπορεί η «Μπέμπα» να μην πήγαινε πουθενά, αλλά το σπίτι της ήταν πάντα ανοιχτό. Όχι σε όλον τον κόσμο, βέβαια. Η πόρτα παρέμενε κλειστή στην αδελφή της και στην αδελφή του άνδρα της «επειδή αυτοί πήραν τα κτήματα τα καλά και σ εμάς που έχουμε δυο κορίτσια να παντρέψουμε, δεν έμεινε να πάρουμε τίποτα». Άνοιγε, όμως, διάπλατα, σε κάθε προϊστάμενο του άνδρα της.
Η «Μπέμπα» είχε, ομολογουμένως, ένα μεγάλο χάρισμα. Μπορούσε να σε κάνει να πιστέψεις ότι ήθελες αυτό που σκόπευε να σου δώσει. Ας πούμε τα γιουβαρλάκια. Μισώ τα γιουβαρλάκια. Τα βλέπω και μου γυρνάνε τα άντερα. Η ιδέα ότι μερικοί κεφτέδες ξεστράτισαν και αντί να ανακατευθούν με τη σάλτσα και να σερβιριστούν με γαρνί πατάτες τηγανητές, αποφάσισαν να γίνουν σούπα, σαν κακαβιά, με απωθεί. Ακόμη κι έτσι πως γυρνάνε, με την κουτάλα και ξεπροβάλουν το ένα μετά το άλλο στο θολό ζουμί τους, μου θυμίζουν τη σούπα που σέρβιρε στο Ιντιάνα Τζόουνς το 2 ο Ινδός μαχαραγιάς και την ανακάτευε εκείνη η ξανθιά (η μετέπειτα κυρία Σπίλμπεργκ) και πετάγονταν κάτι μάτια. Ε λοιπόν, αυτό το φαΐ που μισούσα, το έφαγα δεκάδες φορές από τα χεράκια της «Μπέμπας». Κι έπεισε και την κόρη της, ότι μου αρέσει. Έτσι έτρωγα γιουβαρλάκια και από τα χεράκια της Αθανασίας.
Αλλά θα μου πείτε, εδώ με έπεισε να παντρευτώ την κόρη της, δε θα με έπειθε να φάω γιουβαρλάκια;
Αυτή ήταν η Μπέμπα. Προσεχώς διαβάστε: Πώς παντρεύτηκα την Αναστασία. Τι έγινε την πρώτη μέρα του χάνεϊ μουν(μουνί έγιναν τα πράγματα, αλλά να περιμένετε να διαβάσετε). Πώς εξαφανίστηκε ο κουμπάρος. Πώς φθάσαμε στον «τρίτο άνθρωπο». Πόσοι «τρίτοι άνθρωποι» μεσολάβησαν πριν τον «τρίτο άνθρωπο». Πώς έζησα την ωραιότερη μέρα της ζωής μου μαζί με την Αθανασία (ναι, έγινε κι αυτό και την ευχαριστώ). Πώς δηλητηριαστήκαμε κατά τη διάρκεια διακοπών (καταραμένο ΕΣΥ). Πώς έβγαζα, κάθε χρόνο, τα μάτια μου στις διακοπές (με κλαδιά δένδρων κι όχι με γκόμενες, κακοήθεις αναγνώστες). Πώς έγινε το έγκλημα. Πώς παρασύρθηκα σε ακολασίες. Πώς διαπίστωσα ότι τραβούσα ένα ζόρι και ποιο ζόρι ήταν αυτό.
Απαντήσεις στα φοβερά ερωτήματα, στην Εσπρέσσο της Δευτέρας, στο δελτίο του Σταρ, στην εκπομπή της Τατιάνας και, φυσικά, στο γνωστό μπλογκ.

Κυριακή, Ιουλίου 23, 2006

H Κατερίνα


Τη γνώρισα στη δουλειά. Και -είναι αλήθεια- η Αθανασία δεν είχε φύγει από τη ζωή μου. Δηλαδή, στην πραγματικότητα, αναχωρούσε. Ε λα νάβα βα, δηλαδή. Αλλά ούτε εκείνη ήθελε να το δεχτεί, ούτε εγώ ήμουν έτοιμος να το απαιτήσω.
Το πως απέπλευσε η Αθανασία, θα το δούμε αργότερα. Τώρα θα δούμε πως κατάπλευσε η Κατερίνα.
Ως θύελλα. Μπήκε υγρή κι έφυγε παρασύροντας σπίτια, αυτοκίνητα, ανθρώπους. Σκέτο τσουνάμι.
Ήμουν, λοιπόν, στη δουλειά. Καινούργιος. Σε νέο περιβάλλον. Έψαχνα να ακουμπήσω κάπου, να γεμίσω ένα συναισθηματικό κενό που έσερνα μαζί μου από πιτσιρίκι και να πω δυο κουβέντες με κάποιον που δεν με κοιτούσε με βλέμα του στιλ "εσύ ρε κωλόπαιδο ήρθες για να μου φας τη θέση";
Βρεθήκαμε στο φωτοτυπικό. Ήθελε να βγάλει φωτοτυπίες. Κι εγώ το ίδιο. Της παραχώρησα τη σειρά μου. Μετά το βλέμμα μου. Έπειτα την καρδιά μου. Τη ζωή μου. Κι έγινε το ζόρι μου.
Το τι ακριβώς είναι το ζόρι μου, θα το δούμε αργότερα. Λίγα λόγια για την Κατερίνα:
Θύελλα. Αυτό τα λέει όλα. Μπαίνει, σαρώνει, καταστρέφει, ισοπεδώνει. Πώς λέμε ντύνει, στολίζει, νοικοκυρεύει; Καμία σχέση.
Χάρηκε που της έδωσα τη σειρά μου. Φωτοτύπησε ό,τι ήθελε κι έφυγε, γυρνώντας μου την πλάτη. Ωραία πλάτη. Κι ωραίος κώλος. Πριν, όμως, είχα δει τα μάτια της. Πετούσαν φλόγες. Μετά πρόσεξα και τα υπόλοιπα.
Παρένθεση. Αυτά για τα μάτια και τις υπόλοιπες μαλακίες, τις γράφω για το γυναικείο κοινό. Ότι και καλά με τράβηξε το βλέμμα της, ότι κοιτούσε και μιλούσαν τα μάτια της κι άλλα τέτοια επικολυρικά. Το γυναικείο κοινό μπορεί να διαβάσει ως εδώ. Από εδώ και κάτω ως το κλείσιμο της παρένθεσης, αυτά που θα γραφούν αφορούν το ανδρικό κοινό. Λοιπόν, παίδες. Είχε έναν κώλο ποίημα. Ακόμη τέτοιος είναι. Ούτε ψωμάκια, ούτε περιττά λίπη, ούτε ίχνος κυτταρίτιδας. Είχε δύο τατού. Το ένα σε μέρος που δεν το έβλεπες ακόμη. Είχε στήθος που χωρούσε σε ποτήρι σαμπάνιας -που λένε και οι Γάλλοι. Ε, μετά, είδα και τα μάτια της. Κλείνει η παρένθεση, επανέρχεται και το γυναικείο κοινό.
Από ύψος δεν έλεγε τίποτα. Δηλαδή, κάτι προσπαθούσε να πει, αλλά δεν... Αργότερα έμαθα ότι έπαιζε βόλεϊ. Προφανώς, αυτοί που μου το είπαν, ήταν τυφλοί. Ή, στην καλύτερη περίπτωση, έπασχαν από καταρράκτη -ίδιο μ αυτόν της Έδεσσας.
Ενώ με την Αθανασία άνοιξα το στοματάκι μου κι έλεγα διάφορες μαλακίες, στην περίπτωση της Κατερίνας δεν είπα κουβέντα. Μούγγα. Η σιωπή του αμνού. Ή, καλύτερα, του βοός. Ούτε μούγκρισμα βγήκε. Έμεινα παγωτό, δίπλα στο φωτοτυπικό, να την βλέπω να εξαφανίζεται στο διάδρομο. Όχι, μην ανησυχείτε. Δεν έγινε καπνός. Απλά απομακρύνθηκε. Αλλά έτσι δεν γράφουν οι συγγραφείς ροζ μυθιστορημάτων;
Τώρα θα μπορούσα να γράψω ότι "από εκείνη τη στιγμή βάλθηκα να την πλησιάσω, να της μιλήσω". Θα ήταν ψέμμα. Ούτε μου πέρασε από το μυαλό. Πήγα και κάθισα στο γραφείο μου, ήσυχα-ήσυχα κι έκανα τη δουλίτσα μου. Όμως, ο διάολος, κατέστρωνε τα δικά του σχέδια. Ή, ο Θεός.
Μη βιαστείτε να πείτε "πήγε εκείνη και του μίλησε". Ούτε έτσι έγινε. Το πράμα περπάτησε αργά. Απελπιστικά αργά. Τόσο που μπροστά του, το Καλημέρα Ζωή του Φώσκολου είναι ταινία του Τζορτζ Λούκας.
Δε σκοπεύω να σας σπάσω τα αρχνεύρα παραθέτοντας όλες τις λεπτομέρειες. Στο κεφάλαιο γνωριμία θα φθάσουμε σχετικά γρήγορα. Αφού πρώτα πούμε τι εστί "Μπέμπα" αλλά και ποιος στην ευχή είμαι εγώ.
Γιατί αυτή η ιστορία είναι, ουσιαστικά, μια μάχη των εγώ.
Λεπτομέρεια: Μπορει την ίδια μέρα να μην είπα κουβέντα, την επομένη όμως, αποφάσισα να μάθω δυο τρια πράγματα για το πλάσμα του φωτοτυπικού. Έτσι πλησίασα το Ρόιτερς του γραφείου. Όχι, δεν ήταν γυναίκα. Άνδρας ήταν. Ο (το ο κεφαλαίο, Ο) Κουτσομπόλης. Αυτό ήταν και το λάθος μου. Μπορεί εγώ να άμαθα ότι ήθελα. Μετά από πέντε λεπτά, όμως, όλο το γραφείο γνώριζε τι γνώριζα και ότι είχα ζητήσει να μάθω αυτά που έμαθα. Με το κατάλληλο αλατοπίπερο, είχαν μία ιστορία αμαρτίας, έρωτα και προδοσίας, την οποία μπορούσαν να διανθίσουν κατάλληλα, σπρώχνοντάς με στο να τους κάνω το χατίρι.
Έμαθα, λοιπόν, ότι η Κατερίνα ήταν από μία επαρχιακή πόλη (ας την πούμε Βόλο, για να θολώσουμε τα νερά), ότι ζούσε μόνη στη μεγάλη πόλη κι ότι έφευγε από το γραφείο πάντα μόνη της. Ότι, μερικές φορές, την περίμενε σγκεκριμένος ταξιτζής και πήγαινε τα βράδια σε συγκεκριμένο μπαράκι.
-Γιατί τόσο ενδιαφέρον;
Ο συνομιλητής μου είχε δώσει. Ήταν ώρα να πάρει. Πούλησε και σκόπευε να αγοράσει.
-Έτσι μωρε, από περιέργεια.
Φράση κλισέ, η οποία δεν πείθει τον συνομιλητή μας. Αντιθέτως, του επιβεβαιώνει όσες υποψίες έχει, όπως, για παράδειγμα, ότι το άτομο για το οποίο ζητήσαμε πληροφορίες, μας γυάλισε για τα καλά.
-Α!
Επιφώνημα κλισέ, το οποίο σου δίνει να καταλάβεις ότι ο συνομιλητής σου δεν πίστεψε κουβέντα από όσα του είπες. Μετά από ένα "α", αποφύγετε να παραδεχτείτε, έστω και στο ελάχιστο, ότι υπάρχει κάποιο ενδιαφέρον.
-Εντάξει, είναι και νόστιμη...
Είχα κάνει το λάθος.
-Έτσι πες. Όχι μαλακίες σε μένα, από περιέργεια και τέτοιες αηδίες...
Δαγκώθηκα. Με δύναμη. Ήταν, όμως, αργά. Μπήκα στην αίθουσα των γραφείωνκι είχα την εντύπωση ότι με κοίταζαν όλοι. Έσκυψα να δω το φερμουάρ μου. Ήταν κλειστό. Αν με κοιτούσαν, με κοιτούσαν για άλλο λόγο. Άρα γνώριζαν... Άρα...
Έτσι αποφάσισα να μην ξανασχοληθώ με το θέμα Κατερίνα. Το θέμα θα ασχολούνταν μαζί μου, μετά από μία σατανική σύμπτωση.

Τρίτη, Ιουλίου 11, 2006

Η Αθανασία

Έπαιζα μπάσκετ στο γραφείο. Είχα βάλει μια πλαστική μπασκέτα και με μια μπάλα από αφρολέξ, έσπαγα τα νεύρα συναδέλφων και προϊσταμένου.
Ανοίγει παρένθεση: Καλός άνθρωπος ο τότε προϊστάμενος (μετέπειτα φίλος και, τελικά, κουμπάρος). Από την πρώτη στιγμή το ΄χε βάλει σκοπό της ζωής του να με αποκαταστήσει. Το γιατί δεν το κατάλαβα. Είχαμε μόλις πέντε χρόνια διαφορά. Πιτσιρίκος ήμουνα, το ίδιο κι εκείνος. Πετυχημένος από μικρός εκείνος, εργάτης από μικρός εγώ. Το τέλειο ζευγάρι. Αν μας έβλεπε ο Μπλέικ Έντουαρτς, θα γυρνούσε μια ταινία, έτσι για την πλάκα.
Ο προϊστάμενος ήταν, λοιπόν, αποφασισμένος. Αυτός που μου τριβέλιζε τα αυτιά για το πόσο καλή κοπέλλα ήταν (τότε) η Αθανασία. Χαμογελαστή, ψηλή, ωραία.
Για έναν νεαρό με μόνιμο σωσίβιο η ιδέα της ψηλής γκόμενας, του μοντέλου, ήταν κάτι που εξίταρε τη φαντασία. Δειλός, όπως πάντα, καλός στο μπλα μπλα, ήθελα κάποιον να με σκουντήσει. Να ρίξει και μια σκουντιά στην άλλη πλευρά, να ακουμπήσουν χέρια και σώματα και να γίνει το κακό. Αλλά η σκουντιά δεν έπεφτε, αφού ο προϊστάμενος είχε την εντύπωση πως ήμουν φυσιολογικός άνθρωπος. Κλείνει η παρένθεση.
Έπαιζα μπάσκετ. Τα περισσότερα σουτ κατέληγαν στον τοίχο. Η μικρή μπάλα από αφρολέξ έκανε αθόρυβο γκελ κι έπεφτε δεξιά κι αριστερά. Ως Σακίλ Ο Νιλ άρπαζα την μπάλα και την κάρφωνα με δύναμη στο καλάθι. Πηδούσα στο Θεό (σηκωνόμουν στα δάχτυλα, δηλαδή)!
Η κεντρική πόρτα των γραφείων άνοιξε. Η ώρα ήταν περασμένη. Το πιο πιθανό να ήταν κανένα από τα ρεμάλια τους φίλους μου. Άκουσα τη φωνή του Γιάννη. Ψιλή, ένρινη, εκνευριστική. Σε κάποιον μιλούσε.
Κάρφωσα. Η μπάλα έκανε ένα μικρό γκελ στο πάτωμα και κύλησε κάτω από το τέλεξ. Έσκυψα. Τη σήκωσα. Το βλέμμα μου έπεσε σ ένα ζευγάρι πόδια. Μισή ώρα σήκωνα το βλέμμα μου και μισή ώρα έβλεπα πόδια. Σε κάποια στιγμή, κουρασμένος, έφθασα και στη φούστα. Μίνι.
Δεν είχα καλύτερη δουλειά να κάνω. Συνέχισα το δρόμο μου. Κοιλιά. Καλυμμένη. Η μόδα των αφαλών σε κοινή θέα ήρθε τέσσερα με πέντε χρόνια αργότερα. Στήθος. Όχι σπουδαία πράγματα. Μικρό. Χαλαρό. Λαιμός. Μακρύς. Καμηλοπάρδαλη. Μάτια...
Μάτια...
Μάτια μεγάλα. Βλέμμα...΄
Βλέμμα...
Βλέμμα πλάνο. Από πλάνο. Αεροπλάνο. Αποπλανώ. Αποπλάνηση.
Άνοιξα το στόμα μου. Το άφησα ανοικτό. Νόμιζα ότι μίλησα. Δεν είχα μιλήσει. Τίποτα δεν είχα πει.
-Η Αθανασία, με σύστησαν.
Χάρηκα. Μάρτυς μου ο Θεός, χάρηκα. Η λύπη ήρθε μετά. Χρόνια μετά. Όταν γνώρισα -καλά- την "Μπέμπα". Αλλά η "Μπέμπα" είναι άλλο κεφάλαιο.

Έπαιζα μπάσκετ. Της είχα σπάσει τα νεύρα. Ολωνών τα νεύρα τα είχα κάνει κουρέλι. Τσατάλια. Το έβλεπα στο βλέμμα της (τους). Αν ήταν πολιτίκαλι κορέκτ, θα μου είχαν καρφώσει στιλό στα μάτια, θα μου είχαν λιώσει το κρανίο με τη γραφομηχανή, θα είχαν ξεριζώσει την καρδιά μου και θα την είχαν μοιραστεί. Γιατί δε φθάνει που έπαιζα μπάσκετ, σπίκαρα κι όλας.
"Σηκώνεται"! "Σουτ"! "Όχι! Στο σίδερο"!
Η μπάλα χτύπησε στο σίδερο. Πήρε μια περίεργη πορεία, για μπάλα από αφρολέξ. Έπεσε πάνω στο γραφείο. Χτύπησε το ποτήρι με το νερό. Το ποτήρι με το νερό χτύπησε το ποτήρι με τον καφέ. Ο καφές (νες καφέ ατέλειωτη ευχαρίστηση, που θα έλεγε και η Ματσούκα) χύθηκε στο γραφείο. Συνέχισε την πορεία του. Η φούστα (μίνι) έγινε δίχρωμη. Σε σημείο άσχημο. Σα να είχε κατουρηθεί.
"Έλα μωρέ, πώς κάνεις έτσι; Βγάλ' την να στην πλύνω"!
Αν το βλέμμα σκότωνε, ήμουν νεκρός. Αν ήταν πολυβόλο, ήταν σίγουρα μπράουνιγκ. Πενηντάρι. Το βλέμμα αυτό (του Τζουράσικ Παρκ, που λέει κι ένας φίλος που χάθηκε) θα το έβλεπα πολλές φορές στο μέλλον. Αλλά το χειρότερό της, το κρατούσε για το διαζύγιο.
Χωρίς κουβέντες σηκώθηκε, πήγε στην τουαλέτα και προσπάθησε να διορθώσει τη ζημιά. Για να μην τα πολυλογώ (πράγμα που, όπως βλέπετε είναι προσόν μου) η φούστα (μίνι) πετάχθηκε την άλλη μέρα. Το τι φορούσε από κάτω, πάλι δεν το είδα. Θα περνούσαν πολλοί μήνες, για να το καταφέρω.
Έτσι γνώρισα την Αθανασία. Αν και το "γνώρισα" δεν λέει την αλήθεια. Την Αθανασία τη γνώρισα, μέρα με τη μέρα, στα δέκα χρόνια γάμου. Και, μάρτυς μου ο Θεός, η ατέλειωτη γκόμενα με τη λερωμένη μίνι φούστα, δεν είχε καμία σχέση με την σεβαστή κυρία των φαρδιών μάξι, στην οποία εξελίχθηκε. Και δε μιλάω, τώρα, για εμφάνιση. Μιλάω για όλα τα υπόλοιπα.
Αλλά η ζωή με την Αθανασία, είναι άλλο κεφάλαιο...

Εισαγωγή

Γνώρισα την Κατερίνα όταν ήμουν παντρεμένος με την Αθανασία. Το σκέφτηκα καλά. Η Αθανασία -είπα- είναι κάτι που αναζητούν όλοι, όμως κανείς δεν τα έχει καταφέρει ως τώρα. Γιατί να είμαι εγώ ο τυχερός; Έτσι χώρισα την Αθανασία για την Κατερίνα.
Έλα, όμως, που η Κατερίνα είχε ένα κουσούρι... Μεγάλο κουσούρι... Έπινε. Κι όταν λέμε έπινε, εννοούμε ότι ρουφούσε όλο το Βόσπορο. Και την Κασπία θάλασσα μαζί.
Και να σκεφθεί κανείς ότι χώρισα την Αθανασία, επειδή ήταν γεμάτη κουσούρια. Όχι, δεν έπινε. Ούτε χαρτόπαιζε. Ούτε ΚΚΕ ήταν. Απλά, όσο μεγάλωνε, έμοιαζε όλο και περισσότερο με τη μάνα της. Ξέρεις τι είναι να μοιάζει η γυναίκα σου με την πεθερά σου; Ειδικά όταν πεθερά είναι η «Μπέμπα».
Ποιά είναι η «Μπέμπα», ποιά η Αθανασία και ποιά η Κατερίνα, θα τα δούμε όλα, σιγά σιγά. Υπομονή να έχεις καλέ μου αναγνώστη και όλα θα τα μάθεις. Θα μάθεις, επίσης, πώς καταφέρενει πάντα, ένας πότης, να γλιτώνει και να γίνεται αγαπητός. Και πώς όλοι τον αγαπούν κι όλοι σε κατακρίνουν, επειδή θέλεις να το κόψει το ρημάδι.
Στα επόμενα ποστ (υπομονή να έχεις μόνον) θα ζήσεις μαζί μου την αγωνία μου, να σταματήσω τον Ορέστη Μακρή να χτυπάει το κουδουνάκι από το παϊτόνι. Γιατί ο Ορέστης ήταν γραφικός. Όταν, όμως, η γραφικότητα αυτή γίνεται η ζωή σου, τότε τα πράγματα ξεφεύγουν. Κι άμα ξεφύγουν... βράσε όρυζα. Ή, μάλλον, βράσε έναν ελληνικό, διπλό, σκέτο, να τον πιεί ο Ορέστης μπας και ξεμεθύσει.
Αρχή του παραμυθιού, καλημέρα σας.