Έπαιζα μπάσκετ στο γραφείο. Είχα βάλει μια πλαστική μπασκέτα και με μια μπάλα από αφρολέξ, έσπαγα τα νεύρα συναδέλφων και προϊσταμένου.
Ανοίγει παρένθεση: Καλός άνθρωπος ο τότε προϊστάμενος (μετέπειτα φίλος και, τελικά, κουμπάρος). Από την πρώτη στιγμή το ΄χε βάλει σκοπό της ζωής του να με αποκαταστήσει. Το γιατί δεν το κατάλαβα. Είχαμε μόλις πέντε χρόνια διαφορά. Πιτσιρίκος ήμουνα, το ίδιο κι εκείνος. Πετυχημένος από μικρός εκείνος, εργάτης από μικρός εγώ. Το τέλειο ζευγάρι. Αν μας έβλεπε ο Μπλέικ Έντουαρτς, θα γυρνούσε μια ταινία, έτσι για την πλάκα.
Ο προϊστάμενος ήταν, λοιπόν, αποφασισμένος. Αυτός που μου τριβέλιζε τα αυτιά για το πόσο καλή κοπέλλα ήταν (τότε) η Αθανασία. Χαμογελαστή, ψηλή, ωραία.
Για έναν νεαρό με μόνιμο σωσίβιο η ιδέα της ψηλής γκόμενας, του μοντέλου, ήταν κάτι που εξίταρε τη φαντασία. Δειλός, όπως πάντα, καλός στο μπλα μπλα, ήθελα κάποιον να με σκουντήσει. Να ρίξει και μια σκουντιά στην άλλη πλευρά, να ακουμπήσουν χέρια και σώματα και να γίνει το κακό. Αλλά η σκουντιά δεν έπεφτε, αφού ο προϊστάμενος είχε την εντύπωση πως ήμουν φυσιολογικός άνθρωπος. Κλείνει η παρένθεση.
Έπαιζα μπάσκετ. Τα περισσότερα σουτ κατέληγαν στον τοίχο. Η μικρή μπάλα από αφρολέξ έκανε αθόρυβο γκελ κι έπεφτε δεξιά κι αριστερά. Ως Σακίλ Ο Νιλ άρπαζα την μπάλα και την κάρφωνα με δύναμη στο καλάθι. Πηδούσα στο Θεό (σηκωνόμουν στα δάχτυλα, δηλαδή)!
Η κεντρική πόρτα των γραφείων άνοιξε. Η ώρα ήταν περασμένη. Το πιο πιθανό να ήταν κανένα από τα ρεμάλια τους φίλους μου. Άκουσα τη φωνή του Γιάννη. Ψιλή, ένρινη, εκνευριστική. Σε κάποιον μιλούσε.
Κάρφωσα. Η μπάλα έκανε ένα μικρό γκελ στο πάτωμα και κύλησε κάτω από το τέλεξ. Έσκυψα. Τη σήκωσα. Το βλέμμα μου έπεσε σ ένα ζευγάρι πόδια. Μισή ώρα σήκωνα το βλέμμα μου και μισή ώρα έβλεπα πόδια. Σε κάποια στιγμή, κουρασμένος, έφθασα και στη φούστα. Μίνι.
Δεν είχα καλύτερη δουλειά να κάνω. Συνέχισα το δρόμο μου. Κοιλιά. Καλυμμένη. Η μόδα των αφαλών σε κοινή θέα ήρθε τέσσερα με πέντε χρόνια αργότερα. Στήθος. Όχι σπουδαία πράγματα. Μικρό. Χαλαρό. Λαιμός. Μακρύς. Καμηλοπάρδαλη. Μάτια...
Μάτια...
Μάτια μεγάλα. Βλέμμα...΄
Βλέμμα...
Βλέμμα πλάνο. Από πλάνο. Αεροπλάνο. Αποπλανώ. Αποπλάνηση.
Άνοιξα το στόμα μου. Το άφησα ανοικτό. Νόμιζα ότι μίλησα. Δεν είχα μιλήσει. Τίποτα δεν είχα πει.
-Η Αθανασία, με σύστησαν.
Χάρηκα. Μάρτυς μου ο Θεός, χάρηκα. Η λύπη ήρθε μετά. Χρόνια μετά. Όταν γνώρισα -καλά- την "Μπέμπα". Αλλά η "Μπέμπα" είναι άλλο κεφάλαιο.
Έπαιζα μπάσκετ. Της είχα σπάσει τα νεύρα. Ολωνών τα νεύρα τα είχα κάνει κουρέλι. Τσατάλια. Το έβλεπα στο βλέμμα της (τους). Αν ήταν πολιτίκαλι κορέκτ, θα μου είχαν καρφώσει στιλό στα μάτια, θα μου είχαν λιώσει το κρανίο με τη γραφομηχανή, θα είχαν ξεριζώσει την καρδιά μου και θα την είχαν μοιραστεί. Γιατί δε φθάνει που έπαιζα μπάσκετ, σπίκαρα κι όλας.
"Σηκώνεται"! "Σουτ"! "Όχι! Στο σίδερο"!
Η μπάλα χτύπησε στο σίδερο. Πήρε μια περίεργη πορεία, για μπάλα από αφρολέξ. Έπεσε πάνω στο γραφείο. Χτύπησε το ποτήρι με το νερό. Το ποτήρι με το νερό χτύπησε το ποτήρι με τον καφέ. Ο καφές (νες καφέ ατέλειωτη ευχαρίστηση, που θα έλεγε και η Ματσούκα) χύθηκε στο γραφείο. Συνέχισε την πορεία του. Η φούστα (μίνι) έγινε δίχρωμη. Σε σημείο άσχημο. Σα να είχε κατουρηθεί.
"Έλα μωρέ, πώς κάνεις έτσι; Βγάλ' την να στην πλύνω"!
Αν το βλέμμα σκότωνε, ήμουν νεκρός. Αν ήταν πολυβόλο, ήταν σίγουρα μπράουνιγκ. Πενηντάρι. Το βλέμμα αυτό (του Τζουράσικ Παρκ, που λέει κι ένας φίλος που χάθηκε) θα το έβλεπα πολλές φορές στο μέλλον. Αλλά το χειρότερό της, το κρατούσε για το διαζύγιο.
Χωρίς κουβέντες σηκώθηκε, πήγε στην τουαλέτα και προσπάθησε να διορθώσει τη ζημιά. Για να μην τα πολυλογώ (πράγμα που, όπως βλέπετε είναι προσόν μου) η φούστα (μίνι) πετάχθηκε την άλλη μέρα. Το τι φορούσε από κάτω, πάλι δεν το είδα. Θα περνούσαν πολλοί μήνες, για να το καταφέρω.
Έτσι γνώρισα την Αθανασία. Αν και το "γνώρισα" δεν λέει την αλήθεια. Την Αθανασία τη γνώρισα, μέρα με τη μέρα, στα δέκα χρόνια γάμου. Και, μάρτυς μου ο Θεός, η ατέλειωτη γκόμενα με τη λερωμένη μίνι φούστα, δεν είχε καμία σχέση με την σεβαστή κυρία των φαρδιών μάξι, στην οποία εξελίχθηκε. Και δε μιλάω, τώρα, για εμφάνιση. Μιλάω για όλα τα υπόλοιπα.
Αλλά η ζωή με την Αθανασία, είναι άλλο κεφάλαιο...
Ανοίγει παρένθεση: Καλός άνθρωπος ο τότε προϊστάμενος (μετέπειτα φίλος και, τελικά, κουμπάρος). Από την πρώτη στιγμή το ΄χε βάλει σκοπό της ζωής του να με αποκαταστήσει. Το γιατί δεν το κατάλαβα. Είχαμε μόλις πέντε χρόνια διαφορά. Πιτσιρίκος ήμουνα, το ίδιο κι εκείνος. Πετυχημένος από μικρός εκείνος, εργάτης από μικρός εγώ. Το τέλειο ζευγάρι. Αν μας έβλεπε ο Μπλέικ Έντουαρτς, θα γυρνούσε μια ταινία, έτσι για την πλάκα.
Ο προϊστάμενος ήταν, λοιπόν, αποφασισμένος. Αυτός που μου τριβέλιζε τα αυτιά για το πόσο καλή κοπέλλα ήταν (τότε) η Αθανασία. Χαμογελαστή, ψηλή, ωραία.
Για έναν νεαρό με μόνιμο σωσίβιο η ιδέα της ψηλής γκόμενας, του μοντέλου, ήταν κάτι που εξίταρε τη φαντασία. Δειλός, όπως πάντα, καλός στο μπλα μπλα, ήθελα κάποιον να με σκουντήσει. Να ρίξει και μια σκουντιά στην άλλη πλευρά, να ακουμπήσουν χέρια και σώματα και να γίνει το κακό. Αλλά η σκουντιά δεν έπεφτε, αφού ο προϊστάμενος είχε την εντύπωση πως ήμουν φυσιολογικός άνθρωπος. Κλείνει η παρένθεση.
Έπαιζα μπάσκετ. Τα περισσότερα σουτ κατέληγαν στον τοίχο. Η μικρή μπάλα από αφρολέξ έκανε αθόρυβο γκελ κι έπεφτε δεξιά κι αριστερά. Ως Σακίλ Ο Νιλ άρπαζα την μπάλα και την κάρφωνα με δύναμη στο καλάθι. Πηδούσα στο Θεό (σηκωνόμουν στα δάχτυλα, δηλαδή)!
Η κεντρική πόρτα των γραφείων άνοιξε. Η ώρα ήταν περασμένη. Το πιο πιθανό να ήταν κανένα από τα ρεμάλια τους φίλους μου. Άκουσα τη φωνή του Γιάννη. Ψιλή, ένρινη, εκνευριστική. Σε κάποιον μιλούσε.
Κάρφωσα. Η μπάλα έκανε ένα μικρό γκελ στο πάτωμα και κύλησε κάτω από το τέλεξ. Έσκυψα. Τη σήκωσα. Το βλέμμα μου έπεσε σ ένα ζευγάρι πόδια. Μισή ώρα σήκωνα το βλέμμα μου και μισή ώρα έβλεπα πόδια. Σε κάποια στιγμή, κουρασμένος, έφθασα και στη φούστα. Μίνι.
Δεν είχα καλύτερη δουλειά να κάνω. Συνέχισα το δρόμο μου. Κοιλιά. Καλυμμένη. Η μόδα των αφαλών σε κοινή θέα ήρθε τέσσερα με πέντε χρόνια αργότερα. Στήθος. Όχι σπουδαία πράγματα. Μικρό. Χαλαρό. Λαιμός. Μακρύς. Καμηλοπάρδαλη. Μάτια...
Μάτια...
Μάτια μεγάλα. Βλέμμα...΄
Βλέμμα...
Βλέμμα πλάνο. Από πλάνο. Αεροπλάνο. Αποπλανώ. Αποπλάνηση.
Άνοιξα το στόμα μου. Το άφησα ανοικτό. Νόμιζα ότι μίλησα. Δεν είχα μιλήσει. Τίποτα δεν είχα πει.
-Η Αθανασία, με σύστησαν.
Χάρηκα. Μάρτυς μου ο Θεός, χάρηκα. Η λύπη ήρθε μετά. Χρόνια μετά. Όταν γνώρισα -καλά- την "Μπέμπα". Αλλά η "Μπέμπα" είναι άλλο κεφάλαιο.
Έπαιζα μπάσκετ. Της είχα σπάσει τα νεύρα. Ολωνών τα νεύρα τα είχα κάνει κουρέλι. Τσατάλια. Το έβλεπα στο βλέμμα της (τους). Αν ήταν πολιτίκαλι κορέκτ, θα μου είχαν καρφώσει στιλό στα μάτια, θα μου είχαν λιώσει το κρανίο με τη γραφομηχανή, θα είχαν ξεριζώσει την καρδιά μου και θα την είχαν μοιραστεί. Γιατί δε φθάνει που έπαιζα μπάσκετ, σπίκαρα κι όλας.
"Σηκώνεται"! "Σουτ"! "Όχι! Στο σίδερο"!
Η μπάλα χτύπησε στο σίδερο. Πήρε μια περίεργη πορεία, για μπάλα από αφρολέξ. Έπεσε πάνω στο γραφείο. Χτύπησε το ποτήρι με το νερό. Το ποτήρι με το νερό χτύπησε το ποτήρι με τον καφέ. Ο καφές (νες καφέ ατέλειωτη ευχαρίστηση, που θα έλεγε και η Ματσούκα) χύθηκε στο γραφείο. Συνέχισε την πορεία του. Η φούστα (μίνι) έγινε δίχρωμη. Σε σημείο άσχημο. Σα να είχε κατουρηθεί.
"Έλα μωρέ, πώς κάνεις έτσι; Βγάλ' την να στην πλύνω"!
Αν το βλέμμα σκότωνε, ήμουν νεκρός. Αν ήταν πολυβόλο, ήταν σίγουρα μπράουνιγκ. Πενηντάρι. Το βλέμμα αυτό (του Τζουράσικ Παρκ, που λέει κι ένας φίλος που χάθηκε) θα το έβλεπα πολλές φορές στο μέλλον. Αλλά το χειρότερό της, το κρατούσε για το διαζύγιο.
Χωρίς κουβέντες σηκώθηκε, πήγε στην τουαλέτα και προσπάθησε να διορθώσει τη ζημιά. Για να μην τα πολυλογώ (πράγμα που, όπως βλέπετε είναι προσόν μου) η φούστα (μίνι) πετάχθηκε την άλλη μέρα. Το τι φορούσε από κάτω, πάλι δεν το είδα. Θα περνούσαν πολλοί μήνες, για να το καταφέρω.
Έτσι γνώρισα την Αθανασία. Αν και το "γνώρισα" δεν λέει την αλήθεια. Την Αθανασία τη γνώρισα, μέρα με τη μέρα, στα δέκα χρόνια γάμου. Και, μάρτυς μου ο Θεός, η ατέλειωτη γκόμενα με τη λερωμένη μίνι φούστα, δεν είχε καμία σχέση με την σεβαστή κυρία των φαρδιών μάξι, στην οποία εξελίχθηκε. Και δε μιλάω, τώρα, για εμφάνιση. Μιλάω για όλα τα υπόλοιπα.
Αλλά η ζωή με την Αθανασία, είναι άλλο κεφάλαιο...
1 σχόλιο:
Φαντάζομαι ότι αυτή στη φωτογραφία δεν είναι η Αθανασια!:P
Δημοσίευση σχολίου