Κυριακή, Ιουλίου 30, 2006

Η Μπέμπα


Τη «Μπέμπα» τη γνώρισα μερικούς μήνες μετά την Αθανασία. Και υπήρχε ένας καλός λόγος γι αυτό: ήταν η μάνα της Αθανασίας. Η «Μπέμπα» είχε μια περίεργη ιδιότητα: Όταν τη γνώριζες για πρώτη φορά έλεγες πως είχες γνωρίσει τον πιο γλυκό άνθρωπο στη γη. Μέρα με τη μέρα αντιλαμβανόσουν ότι ο άγγελος μπροστά σου ήταν έκπτωτος. Κόρη του Βελζεβούλη.
Ίσως έπρεπε να διηγηθώ πρώτα το πώς πέρασαν αυτοί οι τέσσερις μήνες. Αλλά όλοι ξέρετε. Όπως περνούν οι πρώτοι μήνες γνωριμίας δυο ερωτευμένων ανθρώπων. Πρώτα βγαίνουν σε απίθανα μέρη, ο ένας λέει μαύρο ο άλλος άσπρο, ο ένας τρώει μακαρονάδες κι ο άλλος νερόβραστα χορταρικά, ο ένας τρελαίνεται για κοντοσούβλια κι ο άλλος για φιλέ μινιόν, ο ένας τρώει με τα χέρια κι ο άλλος με πέντε ειδών κουταλομαχαιροπήρουνα, ο ένας λατρεύει τον Σταλόνε κι ο άλλος τον Λιντς, ο ένας ακούει Ντιπ Πέρπλ κι ο άλλος Μαντόνα. Κι όταν ο ένας λέει στον άλλον τις προτιμήσεις του, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλον.
Έτσι κι εγώ με την Αθανασία. Τρελαινόμουν για γύρο πίτα τζατζίκι κι εκείνη έτρωγε σκόρδο και πάθαινε αναφυλαξία. Έβλεπα το Θίασο του Αγγελόπουλου κι εκείνη θεωρούσε βαριά κουλτούρα το Χρώμα Πορφυρό. Άκουγα (στα καλά μου) Κουίν και (στις μαύρες μου) Πινκ Φλόιντ κι άκουγε (στα καλά της) Πάριο και (στις μαύρες της) Εντίθ Πιάφ. Διάβαζα τις Γυναίκες του Μπουκόφσκι κι εκείνη περίμενε περισσότερα από τις Μεγάλες Προσδοκίες του Ντίκενς. Ήταν φανερό: Ήμασταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλον.
Έτσι πέρασαν οι πρώτοι μήνες. Ραντεβουδάκια σε ηλίθιες καφετέριες, σε τρέντι μπαρ με πάντα χαλαρούς (πώς τα καταφέρνουν άραγε) πελάτες, επισκέψεις σε πολυκινηματογράφους και δείπνα πότε στο Βλάχο στο Τσινάρι και πότε στο Σαρκ στη Σοφούλη. Πάντα οι δυο μας και πάντα με έναν μακρύ κατάλογο θεμάτων προς συζήτηση, που φαινόταν τόσο ατέλειωτος, όσο το μαρτύριο του Σίσυφου.
Γι αυτό δεν είναι ανάγκη να σας διηγηθώ με λεπτομέρειες αυτούς τους μήνες. Είμαι σίγουρος ότι τους ζήσατε όλοι.
Πάμε στη «Μπέμπα». Ας αρχίσουμε από κάτω: Πόδια κορμοί δένδρων. Κώλος αεροδρόμιο. Το Ελ Βενιζέλος! Μέση ανύπαρκτη. Στήθος, όπως το στήθος κάθε πενηντάρας: στα πρόθυρα της απομάκρυνσης από το υπόλοιπο σώμα. Υποταγμένο στο νόμο της βαρύτητας. Αλλά όλα αυτά ήταν τα καλά της σημεία.
Κεφάλι… Ω Θεέ μου! Κεφάλι. Δυστυχώς υπήρχε. Και είχε και στόμα. Μάλλον δεν είχε ένα στόμα. Είχε έναν στόμα. Ο στόμας της δεν έλεγε να κλείσει. Ποιος είναι ο ηλίθιος που είπε ότι πιο γρήγορα από όλους στον κόσμο μιλούν οι Γάλλοι; Την «Μπέμπα» την άκουσε;
Και δεν ήταν ότι μιλούσε. Ήταν ότι έλεγε αυτά που έλεγε. Από εκεί που την πρώτη φορά ήταν μια αμίλητη κυρία, που έβλεπε την κόρη της να βγαίνει ραντεβού μ έναν μαντράχαλο άγνωστο, επαγγέλματος ιδιωτικός υπάλληλος («α, υπάλληλος», είπε, ξινισμένα, με στιλ Γεωργίας Βασιλειάδου στη Θεία από το Σικάγο) και που νόμιζες –ακόμη- ότι είχες να κάνεις με τον Αρχάγγελο Μιχαήλ, έπρεπε να το είχα καταλάβει. Αυτό το πλάσμα με το μαλλί κουνουπίδι, τα διαρκώς κινούμενα μάτια, που σε περνούσε ακτινογραφία με το που έμπαινες από την πόρτα, δεν ήταν δυνατό να παίζει το ρόλο του Μιχαήλ. Έπαιζε το ρόλο του φιδιού.
Η «Μπέμπα» δεν πήγαινε ποτέ στα μπουζούκια. Όχι ότι δεν της άρεζαν. Προτιμούσε, όμως, να κλαίγεται, ότι γι αυτήν πέρασαν τα χρόνια, ότι κάποτε ήταν όλο γλέντια και χαρές, ότι τώρα που έχει δύο κόρες της παντρειάς δεν είναι για τέτοια, ότι γέρασε, ότι γυναίκες στην ηλικία της είναι για να μένουν στο σπίτι, να πλένουν κανένα ρούχο, να ετοιμάζουν ένα πιάτο φαΐ στον ανδρούλη τους.
Η «Μπέμπα» δεν πήγαινε ποτέ στην εκκλησία. Όχι ότι δεν ήταν γυναίκα του Θεού. Και το σπίτι θυμιάτιζε κάθε απόγευμα. Και το σταυρό της έκανε όταν καθόταν για φαγητό. Προτιμούσε, όμως, να οργανώνει τις μικρές ιδιωτικές της θρησκευτικές τελετές. Καλούσε κάθε μήνα παπά στο σπίτι για αγιασμό, έκανε παρακλήσεις σε εκκλησάκια απανταχού της ελληνικής γης με παρόντες πιστούς την ίδια, τον άνδρα της και τις δύο κόρες. Έφτιαχνε τη Φανουρόπιτά της, τη Βαρβάρα της, τα τσουρέκια της, τη βασιλόπιτά της. Αντί για το Πάτερ Ημών, προτιμούσε να διαβάζει την Αγία Επιστολή. Ένα γράμμα το οποίο υποτίθεται ότι έγραψε ο Χριστός. Τώρα σε ποιον το έδωσε, θα σας γελάσω. Σε ποιον το έστελνε, πάλι θα σας γελάσω. Το σίγουρο είναι ότι κάποιος το πήγε το γράμμα και έφθασε και στα χέρια της «Μπέμπας».
Μπορεί η «Μπέμπα» να μην πήγαινε πουθενά, αλλά το σπίτι της ήταν πάντα ανοιχτό. Όχι σε όλον τον κόσμο, βέβαια. Η πόρτα παρέμενε κλειστή στην αδελφή της και στην αδελφή του άνδρα της «επειδή αυτοί πήραν τα κτήματα τα καλά και σ εμάς που έχουμε δυο κορίτσια να παντρέψουμε, δεν έμεινε να πάρουμε τίποτα». Άνοιγε, όμως, διάπλατα, σε κάθε προϊστάμενο του άνδρα της.
Η «Μπέμπα» είχε, ομολογουμένως, ένα μεγάλο χάρισμα. Μπορούσε να σε κάνει να πιστέψεις ότι ήθελες αυτό που σκόπευε να σου δώσει. Ας πούμε τα γιουβαρλάκια. Μισώ τα γιουβαρλάκια. Τα βλέπω και μου γυρνάνε τα άντερα. Η ιδέα ότι μερικοί κεφτέδες ξεστράτισαν και αντί να ανακατευθούν με τη σάλτσα και να σερβιριστούν με γαρνί πατάτες τηγανητές, αποφάσισαν να γίνουν σούπα, σαν κακαβιά, με απωθεί. Ακόμη κι έτσι πως γυρνάνε, με την κουτάλα και ξεπροβάλουν το ένα μετά το άλλο στο θολό ζουμί τους, μου θυμίζουν τη σούπα που σέρβιρε στο Ιντιάνα Τζόουνς το 2 ο Ινδός μαχαραγιάς και την ανακάτευε εκείνη η ξανθιά (η μετέπειτα κυρία Σπίλμπεργκ) και πετάγονταν κάτι μάτια. Ε λοιπόν, αυτό το φαΐ που μισούσα, το έφαγα δεκάδες φορές από τα χεράκια της «Μπέμπας». Κι έπεισε και την κόρη της, ότι μου αρέσει. Έτσι έτρωγα γιουβαρλάκια και από τα χεράκια της Αθανασίας.
Αλλά θα μου πείτε, εδώ με έπεισε να παντρευτώ την κόρη της, δε θα με έπειθε να φάω γιουβαρλάκια;
Αυτή ήταν η Μπέμπα. Προσεχώς διαβάστε: Πώς παντρεύτηκα την Αναστασία. Τι έγινε την πρώτη μέρα του χάνεϊ μουν(μουνί έγιναν τα πράγματα, αλλά να περιμένετε να διαβάσετε). Πώς εξαφανίστηκε ο κουμπάρος. Πώς φθάσαμε στον «τρίτο άνθρωπο». Πόσοι «τρίτοι άνθρωποι» μεσολάβησαν πριν τον «τρίτο άνθρωπο». Πώς έζησα την ωραιότερη μέρα της ζωής μου μαζί με την Αθανασία (ναι, έγινε κι αυτό και την ευχαριστώ). Πώς δηλητηριαστήκαμε κατά τη διάρκεια διακοπών (καταραμένο ΕΣΥ). Πώς έβγαζα, κάθε χρόνο, τα μάτια μου στις διακοπές (με κλαδιά δένδρων κι όχι με γκόμενες, κακοήθεις αναγνώστες). Πώς έγινε το έγκλημα. Πώς παρασύρθηκα σε ακολασίες. Πώς διαπίστωσα ότι τραβούσα ένα ζόρι και ποιο ζόρι ήταν αυτό.
Απαντήσεις στα φοβερά ερωτήματα, στην Εσπρέσσο της Δευτέρας, στο δελτίο του Σταρ, στην εκπομπή της Τατιάνας και, φυσικά, στο γνωστό μπλογκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: