Η αλήθεια είναι ότι δεν είμαι και κανένας ομορφάντρας. Τα ΄χω τα κιλάκια μου και στον έρωτα δεν είμαι δα και ο Τζον Χολμς. Ούτε καν Γκουσγκούνης. Γιατί κι ο Αρχηγός έγινε καλτ κι από υποκουλτούρα μαστ, για κάθε τρέντι νέο. Κι από εκεί που τον ήξεραν όσοι σύχναζαν στις σκοτεινές αίθουσες γύρω από την Ομόνοια, ή γύρω από το Βαρδάρη (άντε και στον πάλαι ποτέ Ελλήσποντο στην Αγγελάκη) τον κάνουν dvd εφημερίδες καταγγελίας και τον μοιράζουν στα περίπτερα όπως τη Γυναίκα του Αστροναύτη, με ΄κείνη την γκομενάρα την Σαρλίζ Θέρον.
Μ΄ όλη αυτήν την εισαγωγή θέλω να πω ότι αν κάποια γκόμενα, περίπου δέκα χρόνια μικρότερή μου, γυρίσει και με κοιτάξει, θα πιστέψω ότι ψάχνει το σερβιτόρο. Κι αν πεισθώ, με τα πολλά, ότι έψαχνε τη δική μου ματιά στο χώρο, θα κάνω το σταυρό μου και θα κολακευθώ. Αλλά να της μιλήσω και –πολύ περισσότερο- να της τα ρίξω, αποκλείεται. Είμαι από εκείνους που όταν κάθονται στο μπαρ δεν έχουν να πουν πολλά. Κι αν κεράσουν ένα ποτό στη διπλανή αιθέρια ύπαρξη, δεν ξέρουν πώς να συνεχίσουν την κουβέντα. Και βλέπουν την ύπαρξη να γυρνάει από την άλλη και να κάνει παιχνίδι με τον διπλανό της, πίνοντας το ΔΙΚΟ ΜΟΥ ποτό.
Μ΄ αυτήν τη δεύτερη εισαγωγή θέλω να πω ότι, όταν γύρισε και με κοίταξε η Κατερίνα, κοιτούσα δεξιά – αριστερά, πίσω και πάνω, για να σιγουρευτώ ότι κοιτούσε εμένα. Μετά μου έκλεισε το μάτι, με έδειξε με τον αντίχειρα κι έτσι σιγουρεύτηκα. Πολύ περισσότερο επειδή, πίσω μου ακριβώς, ήταν ο τοίχος.
Από τότε αρχίσαμε τις κουβέντες. Μου φερόταν λες κι ήμουν ο μεγάλος της αδελφός. Ή, τουλάχιστον, έτσι άφηνε να εννοηθεί. Ζητούσε τις συμβουλές μου για μια σχέση που είχε με κάποιον Άκη, μουσικό στο επάγγελμα. Εγώ πίστευα ότι το Άκης έβγαινε από το Παναγιωτάκης κι έτσι, στις 15 Αυγούστου, της έστειλα μήνυμα να τον χαίρεται. Μου τηλεφώνησε μέσα σε δέκατα του δευτερολέπτου, για να ρωτήσει ποιον εννοούσα. Της είπα. Μου απάντησε ότι το Άκης ήταν από το Θεολόγος κι ότι, τέλως πάντων, ο Άκης δεν υπάρχει πια, τον πάτησε το τρένο, ή κάτι τέτοιο.
Μετά από μία βδομάδα μου ζητούσε τις συμβουλές μου για κάποιον Νάκη. Διευκρίνισα ότι ο Νάκης δεν είχε καμία σχέση με τον Άκη και πως το Νάκης, έβγαινε από το Ιορδάνης. Ιορδάνης, Ιορδανάκης, Νάκης. Πάλι καλά, που δεν τον έλεγαν Ναβουχοδονόσορ. Γιατί με τη λογική τους, θα τον φώναζαν Ράκη. Ναβουχοδονόσορ, Ναβουχοδονοσοράκης, Ράκης.
Δε φθάσαμε ποτέ ως τον Αγιασμό των Υδάτων. Λίγο πριν την παρέλαση για την 28η Οκτωβρίου, ο Νάκης είχε αναχωρήσει για άλλο μέτωπο.
Γιορτάζαμε το Πολυτεχνείο, όταν μου έφθασαν, μέσω Ίντερνετ, φωτογραφίες από την πορεία. Ανάμεσα στους πορευόμενους και η Κατερίνα. Δίπλα της ένα παλικάρι σαν τα κρύα τα νερά. Την πήρα τηλέφωνο.
«Γεια, βλέπω τις φωτογραφίες από την πορεία. Είσαι κι εσύ μέσα».
«Σώπα! Είμαι καλή»;
«Μια χαρά κοπέλα. Βλέπω κι έναν νεαρό δίπλα, να χει το χέρι του στον ώμο σου. Ο Νάκης; Τα ξαναφτιάξατε»;
«Τρελός θα είσαι. Αυτός είναι ο Μήτσος».
Η εποχή των υποκοριστικών είχε περάσει ανεπιστρεπτί. Τώρα άρχιζε η εποχή των ανδρικών ονομάτων. Μήτσος, Κώτσος, Μπάμπης. Άντε και κανένας Νώντας.
Φυσικά, επαναλήφθηκαν παρόμοιες σκηνές. Ερχόταν να ζητήσει τη συμβουλή μου, για τη σχέση της με τον Μήτσο. Ώσπου ήρθαν τα Χριστούγεννα. Κι εκεί στην κουβέντα για το πού θα πάει ο καθένας να περάσει τις Άγιες Μέρες, έμαθα πως ο Μήτσος ήταν παρελθόν. Ένδοξο μεν, παρελθόν δε. Και πως για τα Χριστούγεννα θα πήγαινε στη μάνα της επειδή χρειαζόταν ξεκούραση. Γιατί αυτή η σχέση με τον Μήτσο, την είχε κουράσει υπερβολικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου