Επειδή τελευταία σας έπρηξα και τραβούσα να κάνω την τρίχα τριχιά, είπα ν’ αλλάξω τακτική. Να περιγράψω μερικά πράγματα και καταστάσεις με λίγα λόγια.
Για όσους με ξέρουν, καταλαβαίνουν ότι αυτό είναι, ουσιαστικά, αδύνατο. Είμαι από τους ανθρώπους που αν έχουν να πουν σε κάποιον «καλημέρα», θα χρησιμοποιήσω πάνω από 15 λέξεις (παράδειγμα: «Βρε, καλώς το φιλαράκι. Τι κάνουμε; Πώς είμαστε; Καλά; Καλά σε βλέπω. Λοιπόν, σήμερα έχει και γαμώ τις μέρες, ε; Δε συμφωνείς;»… Λέξεις 22.
Τέλος πάντων, θα προσπαθήσω να είμαι σύντομος.
Η διπλή ζωή της Βερονίκ (η δική μου, δηλαδή) διήρκεσε λίγο πάνω από έναν χρόνο. Τόσο περίπου άντεξα να έχω και τη μία και την άλλη. Τόσο πάλεψα να αποφασίσω τι θα κάνω στη ζωή μου. Βέβαια, το ότι άφησα την Αθανασία για την Κατερίνα, δε σημαίνει ότι έβαλα στη ζυγαριά δύο ανθρώπους. Απλά, ενώ είχα αποφασίσει να ξεχάσω την περιπέτεια και να φωλιάσω στην οικογενειακή θαλπωρή, η Αθανασία φρόντιζε να μου θυμίζει το χαρακτήρα της καθημερινά. Μάλιστα, είχε και την «μπέμπα» από κοντά, να σιγοντάρει. Ό,τι χειρότερο. Το δίδυμο που σκοτώνει –τον έρωτα.
Σε αυτόν τον ένα χρόνο, έτρεχα σαν τον Βέγγο. Σκεφτείτε έναν άνθρωπο με οικογένεια, με ένα παιδί, με δουλειά που απαιτεί ώρες παρουσίας και αφοσίωσης, με συμμετοχή στα κοινά και με πολλούς φίλους. Όλους αυτούς έπρεπε να τους ικανοποιήσω. Κι όταν δυσκολεύεσαι να κρατήσεις δυο καρπούζια κάτω από μία μασχάλη, για δοκίμασε με δυο καρπούζια, δυο πεπόνια και δύο κιλά σταφύλια…
Ξυπνητήρι. Πρωί.
-Καλημέρα σας.
Καφές –γαλλικός ως επί το πλείστον- για δύο.
-Τι έχεις να κάνεις;
-Αυτά.
-Α, καλά. Αυτό θα το κάνουμε μαζί, το άλλο μόνη σου, φύγαμε.
Αυτοκίνητο. Πάμε για δουλειά. Μαζί. Ο ένας στον έναν όροφο, η άλλη στον άλλον. Μια ώρα αργότερα, έπρεπε να δώσω αλλού το παρόν.
-Πάω για τυρόπιτες.
-Στο καλό, φέρε μια μπουγάτσα.
Ξανά αυτοκίνητο. Ξανά στο δρόμο. Στο σπίτι της Κατερίνας.
-Καλημέρα.
-Καλημέρα. Τι κάνεις;
-Καλά.
-Τι έχεις να κάνεις σήμερα;
-Αυτό κι αυτό.
-Ωραία, το αυτό μαζί, το αυτό μόνη σου.
-Καφέ;
-…
Πρώτη δυσκολία. Καφέ είχες ήδη πιεί. Όμως να μην πιεις κι έναν με τον άνθρωπο που έχεις ερωτευτεί; Να πιεις. Έτσι απέκτησα πίεση…
Μετά τον δεύτερο καφέ, πάλι αυτοκίνητο. Κατεβαίνουμε στη δουλειά. Μαζί. Εκείνη στη δική της, εγώ στη δική μου. Στην ίδια δουλειά, σε άλλους ορόφους. Τηλέφωνο στην Κατερίνα.
-Έφερα τη μπουγάτσα.
-Έρχομαι.
Ερχόταν. Έπαιρνε τη μπουγάτσα.
-Μα από πού πήγες να την φέρεις; Από την Κωνσταντινούπολη; Δυο ώρες έκανες.
-Είχε κίνηση.
Κάθε μέρα είχε κίνηση. Κάθε μέρα έπεφτα σε πορείες, διαδηλώσεις, διαμαρτυρίες (καθιστικές και όρθιες), απεργίες (πείνας και δίψας). Όλης της γης οι κολασμένοι πάνω μου πέφτανε και μου κόβαν τη φόρα. Υποτίθεται. Αφού μετά από κάποια στιγμή δεν είχε μείνει σωματείο εργαζομένων που να μην το είχα βγάλει στο δρόμο να διαδηλώσει κατά της κυβερνητικής πολιτικής. Και η μέρα ήταν ακόμη στην αρχή.
Λίγο αργότερα, εσωτερικό τηλέφωνο.
-Τι κάνεις;
-Δουλεύω…
-Έλα να μιλήσουμε…
Και μιλούσαμε. Με τη μία για το παιδί. Με την άλλη για το σκυλί(η μία έβλεπε πετ σοπ κι άλλαζε πεζοδρόμιο, η άλλη περιμάζευε όποιο αδέσποτο έβλεπε). Με τη μία για τη δουλειά. Με την άλλη για το πώς παίρνουν μια αξιοπρεπή πίπα. Με τη μία για το σεξ του Σαββατόβραδου. Με την άλλη για τις επαγγελματικές της ανησυχίες. Ώσπου έβρισκα μια δικαιολογία, για να κάνω και μισό δράμι δουλειά, να μη βρεθώ απολυμένος.
-Έλα, ήρθε ο προϊστάμενος πωλήσεων. Να σε πάρω μετά;
-Τι θέλει μωρέ κι αυτός… Καλά. Πάρε όταν φύγει.
Με τα μούτρα στη δουλειά. Ως το επόμενο τηλέφωνο. Αν έπαιρνε πρώτα η Κατερίνα, έπαιρνε έπειτα η Αθανασία. Αν έπαιρνε πρώτη η Αθανασία, ακολουθούσε η Κατερίνα. Η δεύτερη τηλεφωνική συνδιάλεξη άρχιζε διαφορετικά:
-Το τηλέφωνό σου μιλούσε…
-Το ξέρω.
-Λοιπόν;
-Τι λοιπόν;
-Δε θα μου πεις με ποιον μιλούσες;
-Με τον Χ (όπου Χ κάποιος φίλος)
-Πάλι; Χθες πάλι με τον Χ μιλούσες. Τι λέτε πια; Για γκόμενες;
Απάντηση α(για την Αθανασία): «Τι μαλακίες είναι αυτές! Παντρεμένοι άνθρωποι θα μιλάμε για γκόμενες; Έχουμε σοβαρά πράγματα να ασχοληθούμε. Μιλούσαμε για το ποδόσφαιρο»!
-Μμμμφφφφ! Μας έπεισες!
Απάντηση β(για την Κατερίνα): «Μωράκι μου, είναι δυνατόν να μιλάω εγώ για γκόμενες; Εγώ έχω κλείσει ως άνδρας. Μετά από σένα, το χάος».
-Μμμμφφφφ! Μας έπεισες!
Και στις δυο περιπτώσεις, η τηλεφωνική συνδιάλεξη διακόπτονταν δήθεν νευριασμένα.
Κι έτσι φθάναμε στο μεσημέρι… Τηλέφωνο. Η Κατερίνα.
-Τι θα φάμε;
-Ό,τι θες…
-Πάμε στο Τίφανις;
-Πάλι Τίφανις;
Βασικά, το συγκεκριμένο μαγαζί ήταν μακριά. Ήθελα κάτι πιο κοντά.
-Ε τότε πάμε στου Θανάση, έναν δρόμο πιο πέρα. Έχει καταπληκτικό κοτόπουλο.
-Έγινε. Πήγαινε εσύ και, σε κανένα δεκάλεπτο έρχομαι.
Πήγαινε. Στο δεκάλεπτο επάνω έπαιρνε τηλέφωνο η Αθανασία.
-Θα ρθεις σπίτι για φαγητό;
-Μπα… Πού να προλάβω. Θες να σε πάω;
-Θα πάρω λεωφορείο. Και τι θα φας μωρέ;
-Κανένα βρομοσάντουιτς.
-Όλο τέτοιες μαλακίες τρως κι έχεις γίνει χοντρός. Καλά. Το βράδυ θα έχω μακαρόνια, που σ΄αρέσουν.
Αμ δεν είχα γίνει χοντρός από τα βρόμικα. Από τα διπλά φαγητά βουβάλιασα. Γιατί έτρωγα με την Κατερίνα, έτρωγα και το βράδυ. Διπλή μερίδα, που είχα μείνει μία μέρα ολάκερη νηστικός.
Η ώρα του φαγητού ήταν άλλο μαρτύριο. Σε κανα μισάωρο χτυπούσε το κινητό. Εγώ με την Κατερίνα στο εστιατόριο και στο τηλέφωνο η Αθανασία. Άρπαζα το κινητό υπό μάλης κι έτρεχα να βρω ήσυχη γωνιά. Συνήθως κατέληγα στην τουαλέτα να με κοιτούν περίεργα οι συγκατουρούντες.
-Γιατί δεν απαντάς στο γραφείο σου;
-Δεν είμαι στο γραφείο μου.
-Και πού είσαι;
-Στο γραφείο του μεγαλομετόχου.
-Συγνώμη. Πάρε όταν τελειώσετε.
Κάθε μεσημέρι συναντιόμουν με το μεγαλομέτοχο. Απορώ πώς δεν έγινα συνιδιοκτήτης της εταιρίας. Με τόσες συναντήσεις, κανονικά θα έπρεπε να τον είχα πείσει.
Αφού ρημαδοτρώγαμε, επιστρέφαμε στις δουλειές μας. Κι εγώ έπρεπε να πάρω τηλέφωνο την Αθανασία.
-Λέγε…
-Τι να πω;
-Ήσουν, πράγματι, με τον μεγαλομέτοχο;
-Αφού κάθε μέρα βρισκόμαστε ρε Αθανασία. Καινούργιο είναι αυτό;
-Πώς γίνεται και συναντιέστε πάντα την ώρα του φαγητού;
-Έχει ησυχία εκείνη την ώρα…
-Και τι είπατε;
-Για τις πωλήσεις που πάνε καλά/ χάλια/ μέτρια/ ικανοποιητικά/ έτσι κι έτσι/ σκατά στην επαρχία/ πολύ καλά στην Καβάλα/ μέτρια στην Αλεξανδρούπολη (διαλέξτε την απάντηση που σας ταιριάζει).
Επίσης, συζητούσαμε για το πλεονάζον προσωπικό, για τις ελλείψεις σε προσωπικό, για τις υπέρογκες αμοιβές των προμηθευτών, για το ρίξιμο των προμηθευτών, για την αύξηση της τιμής των πρώτων υλών, για τη μείωση της τιμής των πρώτων υλών, για τη σταθερότητα στις τιμές των πρώτων υλών, για ένα πρόβλημα με τον αντιπρόσωπο στο Κιλκίς/ στη Δράμα/ στην Καβάλα/ στην Έδεσσα/ στη Λάρισα/ στο Βόλο/ στα Τρίκαλα/ στην Καστοριά/ στα Γρεβενά/ στην Κοζάνη/ στην Κατερίνη/ στη Βέροια/ στον Πολύγυρο/ στην Κομοτηνή/ στην Ξάνθη/ στην Αλεξανδρούπολη/ στο Σουφλί/ στο Ντεντέ Αγάτς κι όπου αναπτύσσονταν η δράση της εταιρίας.
-Καλά, καλά. Από δω το είχες, από εκεί το είχες, πάλι για δουλειά μου μιλάς. Θα πάμε σινεμά;
-Το Σάββατο…
-Καλά. Θα σε πάρω μετά…
Και ξαναέπαιρνε. Και στο μεταξύ έπαιρνε και η Κατερίνα, που συνέχιζε να δουλεύει και πλέον του ωραρίου. Και το βραδάκι, εμφανιζόταν στη δουλειά και πάλι η Αθανασία, για να δει κάτι μικρολεπτομέρειες. Κι ερχόταν η ώρα να πάμε σπιτάκι…
-Θα φύγουμε;
-Έχω δουλειά ακόμη.
-Τι ήρθα, τότε, εγώ;
-Ξέρω ’γω; Μήπως σε κάλεσα; Μόνη σου ήρθες…
-Δηλαδή να φύγω; Να πάω σπίτι;
-Αν θες περίμενε, να φύγουμε σε κανα δίωρο μαζί…
Αυτό πάντα έπιανε. Ποια γυναίκα να περιμένει ένα δίωρο κοιτώντας τον τοίχο; Έφευγε. Κι ακολουθούσε τηλέφωνο από την Κατερίνα.
-Βαρέθηκα, φεύγω.
-Ξεκίνα και περίμενε στο παρκάκι, δίπλα. Έρχομαι σε πέντε λεπτά.
Πήγαινα. Έμπαινε στο αυτοκίνητο. Πηγαίναμε στο σπίτι της(φθάνει, πια, το οτομπιάνκι. Προτιμάμε το κρεβάτι). Μπαίναμε στο διαμέρισμα. Γδυνόμουν. Γδυνόταν. Έκανα μπάνιο. Έκανε μπάνιο. Σεξ. Μισή ώρα χαλάρωση και κουβεντούλα. Με το μάτι στο ρολόι. Σήκω. Ντύσου. Παρηγόρησέ την, που έμενε σε τέσσερις τοίχους. Μπες στο αυτοκίνητο. Πάνε σπίτι. Κι εκεί… Αχ εκεί… Βρες την Αθανασία σε εξάψεις… Και, αν μπορείς, σεξ ξανά… Κάθε μέρα. Επτά μέρες τη βδομάδα. Τέσσερις βδομάδες το μήνα. Δώδεκα μήνες το χρόνο…
Μη βιαστείτε να πείτε «μεγάλε, εσύ τα ’θελες. Τράβα τα, που δεν σ αρέσει κι όλας». Κακά τα ψέματα. Η ιστορία με την Αθανασία είχε ημερομηνία λήξης. Και η Κατερίνα να μην υπήρχε, θα έφευγα από τη σχέση και μόνος μου.
Το κακό ήταν ότι και η ιστορία με την Κατερίνα, είχε παγίδα. Κι ήταν σε μέρος που δεν φαινόταν… Κι από το ένα ζόρι, μέσω άλλου ζοριού, βρέθηκα στο μεγάλο λούκι…