Τετάρτη, Μαρτίου 12, 2008

Τα λερωμένα, τα άπλυτα...

Μη νομίζετε ότι όλα πάνε καλά. Το αντίθετο. Αλλά ούτε κατά διαβόλου. Απλά κακά. Κακάσχημα.
Η Κατερίνα το πολεμάει ως το μεσημέρι. Από εκεί κι ύστερα, ενδίδει. Απλά, μετράει τις δόσεις. Δεν τις αφήνει να ξεφύγουν, να γίνουν πολλές, να την κάνουν λιώμα. Είναι, όμως, αρκετές, για να μεταπηδάει στον κόσμο του αλκοόλ.
Πριν μερικές ημέρες, χωρίσαμε. Έφυγε, επειδή, όπως είπε, ντρεπόταν, πλέον, τους γείτονες. Είχε προηγηθεί γερός καβγάς, αφού εγώ δεν καταφέρνω, πλέον, να συγκρατήσω τα νεύρα μου. Λέω χοντράδες -και κάνω, μερικές φορές. Είπα διάφορα, ουρλιάζοντας. Βρήκα και μια μπίρα (κουτάκι) και την πέταξα με δύναμη στο νιπτήρα, τα ΄κανα όλα χάλια. Έφυγε. Πήγε σε έναν μακρινό θείο της, να μείνει.
Τρεις μέρες κρατούν τα θαύματα. Την τέταρτη, αφού μου προκάλεσε 42 ενοχές και 35 καρδιακά, επέστρεψε. Έτσι όπως έφυγε.
Και σήμερα, μία από τα ίδια. Βρίσκεται σε άδεια. Κάθισε σπίτι, να σιδερώσει "να έχεις ρούχα όσο θα λείπω", όπως είπε. Και να κάνει δυο τρία φαγητά "να έχεις να τρως, γιατί θα πάω στη μάνα μου". Είπα διάφορες παπαριές, ότι δε χρειάζεται, ότι θα σιδερώσω εγώ (η αλήθεια, γέλασε πολύ), ότι θα μαγειρέψω αν χρειαστεί (ξαναγέλασε). Το βράδυ, που γύρισα, ήταν πυρ και μανία:
"Όταν έχεις εσύ άδεια, ασχολείσαι με τα Blog σου. Όταν έχω εγώ, μαγειρεύω και σιδερώνω".
Της ζήτησα να μην ξανακάνει δουλειές. Της είπα ότι θα τις κάνω μόνος μου. Γέλασε με κακία.
"Είσαι άχρηστος"...
Δεν είπα τίποτα. Κατάφερα να κρατηθώ. Το σπίτι μυρίζει μπίρα. Σιγχίζομαι ακόμη περισσότερο.
Ε, και; Δεν έγινε τίποτα. Κι αν μαλώσουμε, θα ξανάρθει. Σα να μην έχει συμβεί το παραμικρό. Θα χτυπήσει την πόρτα. Αν της ανοίξω, θα μπει. Αν δεν της ανοίξω, θα κοιμηθεί απ΄έξω. Αν δεν είμαι μέσα, θα έρθει στη δουλειά μου. Αν πάρω άδεια και εξαφανιστώ για πέντε-δέκα μέρες, θα πάει στους γονείς μου. Ή, θα περιμένει στο σπίτι. Κι αν φύγει εκείνη, σε πέντε, δέκα μέρες, θα επιστρέψει.
Έτσι περνάνε οι μέρες μας. Χωρίς ελπίδα.
Η περίπτωση να φύγω εγώ, έχει ναυαγήσει πλέον. Δεν έχει σημασία αν φύγω. Θα πρέπει και να εξαφανιστώ, να διαγράψω δουλειά, γονείς, φίλους, συγγενείς. Διαφορετικά, θα με περιμένει εκεί. Δίπλα τους. Έξω από τα σπίτια τους. Κουλουριασμένη, στο κεφαλόσκαλο. Όπως το πιστό σκυλί. Γλείφοντας τις πληγές του. Σιγοκλαίγοντας στο κρύο. Και κουνώντας την ουρά του, πέρα-δώθε, με το που βλέπει αυτόν που το ταΐζει.
Δε μου αρέσει αυτή η εικόνα. Δεν μπορώ, πλέον, να την αλλάξω. Θα περιμένω πότε θα βρει λίγη αξιοπρέπεια. Τότε, είμαι σίγουρος ότι θα φύγει μόνη της. Όταν βρει αξιοπρέπεια, αλλά και όταν καταλάβει ότι στο ποτό, τελικά, δεν υπάρχει γιατρειά.
Σας εξορκίζω! Μην το βλέπετε σαν κάτι απλό, κάτι που περνά από δίπλα σας, αλλά δεν σας ακουμπά. Κάτι που δεν είναι πρόβλημά σας, αλλά πρόβλημα άλλων. Το αλκοόλ θα σας χτυπήσει όταν δε θα το περιμένετε. Θα σας σκοτώσει σιγά-σιγά. Θα διαλύσει σχέσεις, σπίτια, τα πάντα.
Το αλκοόλ είναι το politicaly correct ναρκωτικό. Αυτό που δε σε κάνει ενοχλητικό ρεμάλι για τους πολλούς. Αλλά ευχάριστο ρεμάλι. Τον πρώτο καραγκιόζη της παρέας. Αργά ή γρήγορα, θα συμβεί. Ίσως να σας συμβεί μόνον μία φορά. Θα είστε τυχεροί, αν σταματήσετε εκεί. Θα είστε από τους άτυχους, αν αρχίσετε να το αποζητάτε, στο τέλος της μέρας, για να ηρεμήσετε. Θα είστε καταδικασμένος, αν δεν μπορείτε να ελέγξετε τις ποσότητες της απαραίτητης αλκοόλης.
Κρατηθείτε.