Δεν έχω καμία απόδειξη.
Ή, μάλλον, ως την Πέμπτη, που είχε ρεπό, δεν είχα. Εκείνο το βράδυ, γυρνώντας από τη δουλειά, απέκτησα.
Ξεκλείδωσα την πόρτα και μπήκα στο σαλόνι. Η τηλεόραση έπαιζε στη διαπασών. Η Κατερίνα κοιμόταν, με το στόμα ανοικτό, στον καναπέ. Οι δυο γάτες την κοίταζαν, επίμονα, από το μπράτσο του καναπέ. Ακίνητες, λες κι ήταν πορσελάνινα μπιμπελό.
Το δωμάτιο μύριζε πιοτί. Τη σιχαίνομαι αυτή τη μυρουδιά. Όπως σιχαίνομαι, πια, κάθε ποτό. Από τη μπίρα, ως τα περίεργα κοκτέιλ. Έχω κόψει το ποτό μαχαίρι, δεν το βάζω στο στόμα μου, εδώ και δύο χρόνια. Από τότε που συνειδητοποίησα ότι είναι ο δαίμονας της Κατερίνας.
Πήγα κι έψαξα τα σκουπίδια. Όπως παλιά. Δυο άδεια μπουκάλια μπίρας κι ένα μεγάλο κουτάκι είχαν τοποθετηθεί με ειδικό τρόπο, στη σακούλα: Να μην ακούγονται αν κάποιος ανοίξει, σύρει, χτυπήσει, ή σηκώσει τη σακούλα για να την πάει στον κάδο των σκουπιδιών.
Ξύπνησε από το θόρυβο.
«Πάλι ψάχνεις να φας; Έχεις γίνει εκατό κιλά»!
«Τι λες, ρε Κατερίνα; Είσαι σοβαρή; Καταλαβαίνεις πού βρίσκομαι, πόση ώρα είμαι εδώ, τι κάνω»;
Τζάμπα φώναζα. Το είπε και είχε, ήδη, κοιμηθεί. Ή, μήπως, είχε πέσει, πάλι, σε αλκοολικό κώμα; Μήπως η εικόνα μου, να τρώω, ήταν, μόνο, ένα όνειρο στον μεθυσμένο ύπνο της;
Περίμενα το πρωί. Κοιμήθηκα ελάχιστα. Ήθελα να της μιλήσω, αλλά ήταν αδύνατο:
«Δε θέλω να μιλάω για την προηγούμενη μέρα. Κάθε μέρα είναι μια άλλη μέρα. Κάθε μέρα, η προσπάθειά μου ξεκινάει το πρωί. Νομίζεις δεν το ξέρω; Έχω ανάγκη τη στήριξή σου. Αναγνώρισε ότι έχω κάνει βήματα μπροστά και δώσ’ μου κουράγιο»…
«Δε νομίζω ότι θα αντέξω να περάσω, πάλι, τις ίδιες καταστάσεις».
«Ούτε κι εγώ»!
«Όμως…»
«…όμως δεν είναι εύκολο. Θα ξαναπέσω πολλές φορές ακόμη και θα πρέπει να βρω το κουράγιο να σηκωθώ».
«Πρέπει να βρεις το κουράγιο να μην πέφτεις»…
Αυτήν την περίοδο δεν υπάρχει περίπτωση να διακοπεί αυτή η σχέση. Υπάρχουν πολλοί λόγοι, που δεν μπορώ να φύγω, με τίποτα, από το σπίτι. Οικονομικοί, οικογενειακοί, επαγγελματικοί. Η δουλειά τρέχει με τρελούς ρυθμούς. Ούτε να την παρακολουθώ δεν μπορώ. Φοβάμαι μήπως το καταλάβει και το εκμεταλλευτεί.
Χθες, Σάββατο, είχα την υποψία ότι είχε πιει το χρονικό διάστημα που είχα πάει να δω την κόρη μου. Η αλήθεια είναι ότι δε μύριζε, αλλά η συμπεριφορά της είχε κάτι περίεργο. Οι κινήσεις της δεν ήταν σταθερές, τα επιχειρήματά της στην κουβέντα αστεία. Όλο έλεγε ότι έκανε χιούμορ. Όλα αυτά, από τις 6 το απόγευμα, ως τις 11 το βράδυ. Ξαφνικά, η συμπεριφορά της έγινε συμπεριφορά κανονικού ανθρώπου.
Ώρες – ώρες φοβάμαι ότι υπερβάλω. Ότι μόνον εγώ τα βλέπω όλα αυτά. Ότι μυγιάζομαι, επειδή έχω τη μύγα.
Τα ξαναλέμε.