Κυριακή, Αυγούστου 13, 2006

Ανάσες...


Ναι, σκοπεύω να πάρω ανάσες. Ειδικά μετά το κατεβατό της περασμένης φοράς, το οποίο, σημειωτέον, μου βγήκε μέσα σε λίγα λεπτά. Το άφησα έτσι, όπως μου βγήκε, χωρίς διορθώσεις. Γι αυτό και, όπως διαπίστωσα, δεν το διάβασε κανείς.
Γι αυτό, λοιπόν, θα πάρω ανάσες με την ησυχία μου. Κι εσείς θα ψήνεστε από αγωνία (που λέει ο λόγος) για την Αθανασία και τη «Μπέμπα».
Τα νέα του φοβερού τριγώνου (και το πώς έγινε τετράγωνο) από Σεπτέμβριο.
ΥΓ. Η εικονιζόμενη κυρία δεν είναι ούτε η μία, ούτε η άλλη. Πολύ περισσότερο, δεν είναι η «Μπέμπα»

Δευτέρα, Αυγούστου 07, 2006

Η ζωή με την Αθανασία

Η ζωή με την Αθανασία, πήγαινε καλά. Σηκωνόμασταν το πρωί, κάναμε γαλλικό καφέ, τον πίναμε στα γρήγορα ενώ η τηλεόραση έπαιζε κάτι ενημερωτικό, μπαίναμε στο αυτοκίνητο και πηγαίναμε στη δουλειά. Στο δρόμο τσακωνόμασταν γι αυτά που έπρεπε να κάνουμε και δε θα προλαβαίναμε.
Στη δουλειά, έκανε εκείνη τη δουλειά της κι εγώ τη δική μου. Μερικές φορές τη φόρτωνα με τη δουλειά μου κι άλλες φορές με φόρτωνε με τη δική της. Στη δουλειά τσακωνόμασταν γι αυτά που είχε αφήσει ο καθένας να κάνει ο άλλος -κι εκείνος δεν τα είχε κάνει.
Μετά τη δουλειά, εγώ πήγαινα σε δεύτερη δουλειά, επειδή οι δύο μισθοί δε μας έφθαναν ούτε για ζήτω. Εκείνη πήγαινε στο σπίτι και μ έπαιρνε τηλέφωνο, για να τσακωθούμε γι αυτά τα πράγματα που είχαμε αναλαλάβει να κάνουμε, αλλά δεν προλαβαίναμε.
Αφού τελείωνα τη δεύτερη δουλειά επέστρεφα στο σπίτι. Εκεί δεν τσακωνόμασταν για τα πράγματα τα οποία έπρεπε να κάνουμε και δεν είχαμε προλάβει να κάνουμε. Κι αυτό επειδή εκεί βρισκόταν η "Μπέμπα", ο άνδρας της και η άλλη κόρη της. Κάθε βράδυ. Κι έφευγαν μία ώρα μετά από την δική μου επιστροφή. Λες και είχαν καταπιεί από ένα Ταγκ Χόγκερ ο καθένας.
Εγώ έπρεπε να είμαι ευγενικός. Τι κι αν με το που επέστρεφα ήθελα να βγάλω παπούτσια, κάλτσες και παντελόνι, για να κυκλοφορώ με το σόβρακο; Ήταν αδύνατο. Εκτός κι αν ήθελα να χαρακτηριστώ αγενής. Καθόμουν, λοιπόν, με το παντελόνι, τις κάλτσες, τα παπούτσια, το πουκάμισο και τη γραβάτα (λες και ήμουν βουλευτής! Γιατί μόνον οι Έλληνες βουλευτές κάθονται στο σπίτι τους ντυμένοι ωσάν να βρίσκονται σε απογευματινό τέιον της φιλοπτώχου). Άκουγα ό,τι νεώτερο υπήρχε να αγοράσουμε για να βελτιώσουμε το σπίτι. Έπρεπε να ακούσω κι όλα τα νέα της αγαπημένης ομάδας του άνδρα της "Μπέμπας" κι ας ήταν ο μισητός αιώνιος αντίπαλος της δικής μου ομάδας.
Φορούσα το χαμόγελο του μαλάκα (ξέρετε, αυτό που χαμογελάς μεν, αλλά δεν χαμογελάς ακριβώς. Σα να είσαι στην τουαλέτα και κάτι δυσκολεύεται να βγει για να πάρει το δρόμο προς τον υπόνομο και εσύ πρέπει να κάνεις ησυχία, γιατί έχεις καλεσμένους στο σπίτι).
Α! Αυτό συνέβη. Κι όχι μόνον μία, ή δύο φορές. Ξέρεις τι είναι να έχεις επιστρέψει από τη δουλειά, να θέλεις να πας στην τουαλέτα και να κάτσεις εκεί με τις ώρες, επειδή δεν το φχαριστήθηκες το πρωί, να ελευθερωθείς με όσο θόρυβο μπορείς κι εσύ να μην μπορείς; Να κάθεσαι στην λεκάνη και να σταματάς ό,τι βγαίνει θορυβωδώς; Να προσπαθείς να μην ακουστεί ο χαρακτηριστικός ήχος "μπλουμ"; Για δοκιμάστε! Φάτε ρύζι δυο μέρες και δοκιμάστε! Κι αν τα καταφέρετε, γράψτε πώς το κάνατε, για να το κάνω κι εγώ...
Και -το σημαντικότερο- ξέρετε τι είναι να θες να δεις τηλεόραση, την ταινία που περίμενες πώς και πώς, η οποία (σημειωτέον) έχει και τις γυμνές σκηνούλες της και να πρέπει να δεις κάτι ουδέτερο για να μην ακούς σχόλια του στιλ "κοίτα, κοίτα τι δείχνουν! Μα δεν ντρέπονται";
ΟΧΙ! Αυτοί δεν ντρέπονται! Θέλουν να δείχνουν τέτοιες ταινίες κι εγώ θέλω να τις βλέπω! Να κάθομαι με το βρακί στον καναπέ, μισοξαπλωμένος μισοκαθιστός, κάτι ανάμεσα στον ξαπλωμένο Βούδα και τον καθιστό Βούδα, να ξύνω ό,τι θέλει ξύσιμο, να γελάω όσο δυνατά θέλω, να φωνάζω όποιον θέλω για να δούμε την ταινία μαζί και, κυρίως, να έχω τα φώτα κλειστά! Να μου θυμίζει η όλη φάση λίγο κινηματογράφο, αφού λόγω δουλειάς, δεν μπορούσα να χωθώ σε μια σκοτεινή αίθουσα.
Αλλά ούτε αυτό δεν γινόταν. Διότι "πώς είναι δυνατό να σβήνουμε τα φώτα όταν έχουμε επισκέπτες"; Έτσι ήμασταν σαν Ιερός Ναός το Πάσχα. Φώτα στο ταβάνι, επιδαπέδια φωτιστικά και κεριά, όλα αναμμένα.
Α! Αυτό το είχα ξεχάσει! Το λιβάνι... Αγαπητέ αναγνώστη (αλήθεια, υπάρχεις; Τώρα τελευταία δεν παίρνω ούτε ένα σχόλιο για τα Blogs μου) έχω καλή σχέση με τη θρησκεία. Καλώς ή κακώς, πιστεύω. Όμως, όταν ερχόταν η "Μπέμπα" καταπάνω μου, με το θυμιατό στα χέρια, να μου ρίξει τον καπνό στα μούτρα, κι εγώ να σταυροκοπιέμαι σα γιαγιά τον 15αύγουστο, σκεφτόμουν: "Γιατί Θεέ μου δε γεννήθηκα στη Τζακάρτα; Να είμαι ταοϊστής, μαοϊστής, βουδιστής, Σαολίν, σιίτης, σουνίτης, κοπρίτης, αλλά όχι αυτό το πράγμα που πρέπει να δείχνω"!
Και να ήταν μόνον το λιβάνι; Ήταν και τα ευχέλαια! Κάθε εξάμηνο, το σπίτι γέμιζε συγγενείς που δεν είχα ματαδεί ποτέ στη ζωή μου. "Από δω ο θείος Ανάργυρος κι αυτή η θεία Κούλα. Τους θυμάσαι";
ΟΧΙ! Δεν τους θυμάμαι! Γιατί να τους θυμάμαι δηλαδή; Ένα παχουλό ζευγάρι από το χωριό είναι. Εκείνος ακούει Πέγκυ Ζήνα κι εκείνη βλέπει Φέιμ Στόρι. Εκείνος με σκουντούσε με τον αγκώνα του δεξιού του χεριού κι έλεγε, κλείνοντας το μάτι: "Ανηψούδι, πότε θα πάμε στα μπουζούκια; Να σε κυκλοφορήσω, ντε"! Κι εκείνη, έπαιρνε το λόγο: "Άσε το παιδί, που θα τρέχετε στις καμπαρετζούδες, να το κάνεις σαν τα μούτρα σου! Πες μου ανηψιέ, αυτή η Δρούτσα, γιατί τα φέρεται έτσι τα καϋμένα τα παιδιά; Τι της έκαναν; Κι εκείνος ο κακιασμένος, ο Μουρατίδης, δε βλέπει τα χάλια του; Που θα πει για τη Νικόλ κακό λόγο; Που να βγάλει κακό σπυρί, να βγάλει. Και να μην προλάβει να δει χαρά στα σκέλια του"!
Κι εγώ, εκεί! Στον καναπέ. Να χαμογελάω ηλιθιωδώς. Να λέω στον έναν: "Μωρέ δεν τα πάω πολύ τα μπουζούκια". Και να λέω στην άλλη: "Ξέρεις, θεία, δεν βλέπω την εκπομπή"...
-Δε βλέπεις την εκπομπή;!;! Άνοιγε τα μάτια της διάπλατα, λες και της είχα πει ότι είμαι αδελφή και το έκρυβα από όλους επί 35 συναπτά έτη.
Πώς να δικαιολογηθώ εγώ που δεν έβλεπα το ριάλιτι; Ποία η θέσις μου εις αυτήν την κοινωνίαν; Εις ποίαν ζωήν έχω περιέλθει; Πώς θα επανέλθω στον δρόμο τον σωστό, τον τίμιο;
"Δηλαδή, τι βλέπεις στην τηλεόραση", ερχόταν η αμείλικτή ερώτηση.
-Να, καμια ταινία, αθλητικά, τέτοια πράματα...
"Ταινία; Είχε μια με τον Τσακ Νόρις, καταπληκτική, χθες. Την είδες;"
-Όχι, είχε μια κινέζικη στο συνδρομητικό και...
"Εγώ δεν μπορώ να δω κινέζικες. Δεν καταλαβαίνω ποιός είναι ποιος... Όλοι ίδιοι είναι"!
Τώρα, ποιος μιλάει, ο θείος ή η θεία, θα σας γελάσω. Κι ο ένας κι ο άλλος, τα ίδια έλεγαν. Αν δεν ταιριάζανε, δε θα συμπεθεριάζανε.
Κι εκείνη την ώρα, ερχόταν η λύτρωση: ο παπάς. Για το ευχέλαιο. Και δώστου να ψέλνει, δώστου να σκύβουμε, να κρατάμε τα κεριά καταμεσίς του σαλονιού σαν τους σατανιστές, να ευλογεί εκείνος, να σταυροκοπιόμαστε εμείς, να βλέπουν οι γειτόνοι από τα παράθυρα. Να σχολιάζουν την άλλη μέρα: "Έχετε κάποιο πρόβλημα στο σπίτι; Κάποιον άρρωστο; Είδαμε παπά".
Είδαν παπά -άλλοι καλύτεροι κι αυτοί- και αναρωτήθηκαν αν έχουμε κάποιον άρρωστο. Αν έβλεπαν ασθενοφόρο, με τη λογική τους, θα έπρεπε να αναρωτηθούν αν μας χάλασαν τα υδραυλικά.
Βέβαια, βγαίναμε κι έξω. Εκεί την είχα σκίσει τη γάτα. Δεν βγαίναμε με συγγενείς. Βγαίναμε μόνοι, με κάποιους φίλους. Δόξα τω Θεώ.
Πάλι δεν γλίτωνα τις εκπλήξεις. Σκεφτείτε ότι, την πρώτη μέρα μετά το γάμο, είπαμε να αποδράσουμε σε επαρχιακή ορεινή πόλη, γιατί η μάνα μου ήθελε να έρθει, πρωί πρωί, στο σπίτι, να κεράσει γλυκό τη νύφη, να ΄ναι τα λόγια τους γλυκά. Δεν της κάναμε το χατίρι (αλλά ΑΝ με διαβάζετε, κι ΑΝ η δική σας μάνα ζητήσει κάτι παρόμοιο, κάντε της τη χάρη. Γιατί από εκείνη τη μέρα, τα λόγια νύφης και πεθεράς, μόνον γλυκά δεν ήταν) και εκδράμαμε. Κι εκεί που πήγαμε, ποιον βρήκαμε; Ναι, σωστά! Τη "Μπέμπα". Πέντε ώρες μετά το γλέντι του γάμου, είπε να πάει στην ίδια ορεινή πόλη που πήγαμε κι εμείς... Έτσι είναι τα μεγάλα πνεύματα. Συναντώνται. Αλλά τότε δεν ήθελα να πιστέψω ότι τα πνεύματα της Αθανασίας και της "Μπέμπας" ήταν ίδια -κι απαράλλαχτα.
Αλλά πριν από όλα αυτά, υπήρξε ο γάμος...

Το μυστήριο


Ε, ρε γλέντια. Γειά σου μπαμπάκο! Γειά σου οικογένεια! Αν εξαιρέσεις το ότι στην εκκλησία πήγα μόνος, οδηγώντας το αυτοκίνητό μου και σκεπτόμενος το σύνθημα των γηπέδων "από πού θα φύγετε", όλα καλά.
Το μυστήριο έγινε σε μεγάλη βυζαντινή εκκλησία. Το νυφικό νοικιάστηκε από γνωστό οίκο. Οι μπομπονιέρες και ο στολισμός του ναού ήταν του κουμπάρου. Δεν τσιγκουνεύτηκε. Πού να ΄ξερε. Ο φωτογράφος ήταν γνωστός. Το ίδιο κι αυτός που τραβούσε βίντεο (σημείωση: μετά το γάμο, βγάλτε φωτογραφίες και βίντεο σε δύο αντίτυπα. Δώστε το ένα στους γονείς σας. Γιατί αν φθάσετε στο τρίτο σκαλοπάτι του έγγαμου βίου -διαζύγιο- θα μείνετε χωρίς φωτογραφίες και χωρίς βίντεο. Θα σας δοθεί μόνον η ατάκα "τι να το κάνεις; Αν νοιαζόσουν γι αυτά, δεν θα έπαιρνες διαζύγιο"!).
Το μυστήριο ολοκληρώθηκε χωρίς απρόοπτα. Ήταν τόσο χαρούμενη, που ξέχασε να με πατήσει, όταν ο παπάς είπε το γνωστό "η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα". Ζήτησε από τον παπά να το ξαναπεί, αλλά εκείνος ανένδοτος: "Μα είσαι καλά κόρη μου; Έλα σε παρακαλώ και περιμένει κι άλλος γάμος"! Έτσι τη γλίτωσαν τα λουστρίνια μου.
Μετά πήγαμε στο γραφείο για τις υπογραφές. Υπέγραψα εγώ, εκείνη, ο κουμπάρος κι η γυναίκα του κουμπαρου, ο παπάς κι ο ψάλτης. Όχι, ο νεοκώρος δε χρειάστηκε να υπογράψει. Πήραμε τα αντίγραφα, τα ασφαλίσαμε σε ειδική θυρίδα στην τράπεζα και φύγαμε για τις φωτογραφίες.
Για τους χαιρετισμούς τι να πω; Όπως σε όλους τους γάμους. Ευχαριστώ, ευχαριστώ, ευχαριστώ, και στα δικά σας, και στα δικά σου, α, η θεία Ευαγγελία, πόσο καιρό έχω να σε δω, ευχαριστώ, ευχαριστώ, α, κι εσείς εδώ, αγάπη μου, ο θείος Νεκτάριος, ευχαριστούμε, ευχαριστώ, και στις χαρές της Ελενίτσας μας, ευχαριστώ, να είστε καλά, ευχαριστώ. Δεν αισθανόμουν το δεξί μου χέρι για τρεις μέρες. Κι εκείνοι, από την άλλη πλευρά, τα ίδια. Να σας ζήσουν, να σας ζήσουν, να σας ζήσουν, να σας ζήσουν, πάντα άξιος, πάντα άξια, να ζήσετε, να ζήσετε. Με τη σειρά είμασταν στημένοι Μπαμπάς, μαμά, πενθερός, πενθερά (όπως ακανθόχοιρος), κουμπάρος, κουμπάρα, εκείνη κι εγώ. Γι αυτό σας είπα, δεν έχει αξία να περιγράψω χαιρετισμούς. Αν εξαιρέσετε ότι φίλος κολλητός έβαλε το χέρι του ανάμεσα στο δικό μου, από πίσω και χαιρέτισε καμιά εικοσαριά συγγενείς, όταν είχα κουραστεί, δεν έγινε κάτι το αξιοσημείωτο.
Και πήγαμε για φωτογραφίες. Και βγήκαμε κατά σειράν: Εγώ κι εκείνη. Εκείνη. Εγώ. Εγώ κι εκείνη καθιστή. Εγώ καθιστός κι εκείνη. Εγώ εκείνη κι ο κουμπαρος. Εγώ εκείνη κι η κουμπάρα. Εγώ, εκείνη, ο κουμπάρος, η κουμπάρα. Εγώ. Πάλι εγώ, γιατί στην προηγούμενη είχα κλείσει τα μάτια. Εκείνη καθιστή. Εκείνη στο πάτωμα, σαν τη Βίσση, με το νυφικό μια ομορφιά γύρω της. Ο κουμπάρος μόνος του, επειδή ζήλεψε. Η κουμπάρα μόνη της, επειδή δεν είχε παρόμοια φωτογραφία. Εγώ μέχρι τη μέση. Εκείνη μέχρι τη μέση. Ο κουμπάρος μέχρι τη μέση. Η κουμπάρα μέχρι τη μέση. Και οι τέσσερις μέχρι τη μέση. Ε, αυτά... Τέλος οι φωτογραφίες.
Να και η ώρα του γλεντιού... Εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα. Διότι, όπως καταλάβατε, ακούω δημώδη και λαϊκά και θέλω να πάρω το τρένο να πάω μετανάστης στη Γερμανία. Γιατί καλύτερα να ακούω Βάγκνερ, παρά Βασίλη Καρά. Αλλά στο γάμο, αν βάλεις Βάγκνερ, κινδυνεύεις να χαρακτηριστείς ψωνάρα. Ένα βαλς περιλαμβάνει το πρόγραμμα -κι έξω από την πόρτα.
Κατά πρώτον, περιγραφή του κέντρου: ΚΤΕΛ. Έχετε δει εγκαταστάσεις του ΚΤΕΛ στην επαρχία; Με σιδερένιες καρέκλες και τραπέζια ξύλινα, με σιδερένια πόδια σε μωσαϊκό; Ε, αυτό ακριβώς. Στη μία πλευρά, πίστα. Υπερυψωμένη, να σε βλέπουν καλά όλοι, όταν μιμείσαι τον Σειληνό στις Θαλασσιές Χάντρες. Πίσω ορχήστρα. Μπουζούκι, κιθάρα, κρουστά, αρμόνιο, μπάσο, τραγουδιστής, τραγουδίστρια. Παντού λουλούδια. Που, από τη ζέστη, έγιναν σαν τη Ντονατέλα Βερτσάζε (πριν το 24 ο λίφτινγκ). Γύρω-γύρω οι συγγενείς. Στο τσακίρ κέφι. Πιωμένοι. Σουρωμένοι λες και δεν είχαν ξαναπιεί ποτέ. Άλλος να γελάει, άλλος να κλαίει, άλλος να χορεύει, άλλος να τραγουδάει, άλλος να χύνει σαμπάνια στην πίστα και να βάζει φωτιά, άλλος να καίει πεντοχίλιαρα (δεν τα έδινε σε μας, τουλάχιστον, να πιάσουν τόπο), άλλος να τον κρατάει να μην κάψει τα πεντοχίλιαρα, άλλος να παρεξηγιέται για τη θέση που τον έβαλαν να καθίσει ("μα καλά, ρε Σουλτάνα, εμάς έβαλαν δίπλα στην τουαλέτα και την αχώνευτη την Θοδώρα με τον Παντελή δίπλα στο τραπέζι της νύφης; Τι, σκατά, δώρο τους κάνανε αυτοί, δηλαδή";) κι άλλος να θέλει να φύγει επειδή "πέρασε η ώρα κι αύριο δουλεύουμε, Δευτέρα βλέπεις".
Σ αυτό το σκηνικό κάναμε την είσοδό μας. Κι αρχίσαν όλοι να χτυπάνε με τα πηρούνια τα ποτήρια, λες και θέλανε παραπάνω μερίδα, άλλοι να χειροκροτάνε λες και μπήκε ο ΠΑΟΚ στο γήπεδο, άλλοι να γελάνε και κάτι σιτεμένες θείες να κλαίνε (από συγκίνηση). Περπατήσαμε ως την πίστα κι έπεσε το γνωστό βαλς.
Το πρώτο σοκ: ο γαμπρός δεν χορεύει. Ένας ψίθυρος σηκώθηκε από τα πρώτα τραπέζια κι έφθασε ως τα τελευταία... Ναι, δε χορεύω. Δεν είμαι ο Ζορμπάς, ούτε ο Φώτης Μεταξόπουλος. Τσάτρα πάτρα, έκανα πέντε έξι βήματα του βαλς (βήματα να τα κάνει ο θεός, αν μ έβλεπε ο Νουρέγιεφ θα είχε αυτοκτονήσει πάραυτα) και ζήτησα ευγενικά να καθίσουμε.
Αμ δε... Έπρεπε να κόψουμε την τούρτα. Είχαμε αργήσει κι όλοι είχαν φάει. Εκεί να δείτε κόλπα και τζέρτζελο. Να σταυρώνουμε τα χέρια, να κόβουμε ένα κομματάκι (το πρώτο βγήκε μικρό. Κόψαμε δεύτερο, βγήκε μεγάλο. Με την τρίτη τα καταφέραμε. Όπως και με τις βόμβες), να σταυρώνουμε τα κουτάλια, να σταυρώνουμε τα ποτήρια για να πιούμε σαμπάνια.
Αφού τελείωσαν τα ακροβατικά, καθίσαμε. Για πόσο, όμως; Για δύο, τρία λεπτά το πολύ. Γιατί η ορχήστρα άρχισε να παίζει το γνωστόν δημώδες "Ωραία είν' η νύφη μας, ωραία τα προικιά της".
Κι άντε πάλι στην πίστα. Εγώ, εκείνη, ο κουμπαρος, η κουμπαρα, πέντε θείες, έξι θείες, οκτώ ξαδέλφες δικές μου, δέκα δικές της, δεν ξέρω πόσοι ξάδελφοι δικοί μου, καμια δεκαριά δικοί της, ο αδελφός μου κι η νύφη μου, η αδελφή της, η μάνα μου, ο πατέρας μου, η μάνα της, ο πατέρας της, επτά φίλοι δικοί μου (που βρήκαν την ευκαιρία να κάνουν πλάκα) καμιά εικοσαριά φίλες της), έξι παλιοί συμμαθητές, εικοσιπέντε συνάδελφοι από το γραφείο. Όλη αυτή η κουστωδία πιάστηκε χεράκι χεράκι και χόρεψε έναν χορό που, συρτό δεν τον έλεγες, καλαματιανό δεν τον έκανες, πατητό δεν μπορούσες να τον αποκαλέσεις. Αλλά και συρόμενος έγινε (συρόμενος ήμουν εγώ, που με πήγαιναν και μ έφερναν δύο βήματα δεξιά κι ένα αριστερά) και πατητός έγινε (αφού έτσι όπως πήγαινα σαν τον Πινόκιο που του κόπηκαν τα σχοινιά με πάτησε και αυτός που ήταν δεξιά μου και αυτός που ήταν αριστερά μου και αυτός που ήταν μπροστά μου -γιατί, ξέχασα να σας πω, όλοι αυτοί οι Μπαρίσνικοφ, δε χωρούσαν σε έναν κύκλο κι έκαναν έναν μπροστά μου και δεν ξέρω πόσους πίσω μου).
Και τον καλαματιανό χόρεψα και ποντιακά χόρεψα και θρακιώτικα και νησιώτικο μπάλο. Πώς; Μα, με τον ίδιο τρόπο. Μόνον στον μπάλο τα μπέρδεψα, γιατί εκεί δεν κάναμε κύκλο, αλλά ήμασταν ο ένας απέναντι από τον άλλον, σαν τους καουμπόηδες.
Κι ενώ εκείνη πήγε κι άλλαξε, εγώ έμεινα με το γαμπριάτικο και το γιακά να μου χαράζει το λαιμό και τη γραβάτα, φασκιωμένος.
Και περνούσαν οι ώρες και φθάσαμε και στα σκυλοτράγουδα. Κι έπρεπε να σηκωθώ να χορέψω ζεϊμπεκιά! Ποιός, εγώ... Που ακούω το "σαν τον αητό είχα φτερά, ό ό ό, και πέταγα και πέταγα πολύ ψηλά" και αλλάζω δρόμο και πεζοδρόμιο. Και, για κακή μου τύχη, αυτό τραγούδησε ο νεαρός με τη βαθιά φωνή και το μωβ αστραπτιζέ σακάκι και την οινοπνευματί γραβάτα.
Σηκώθηκα, λοιπόν, ορθώς, στάθηκα στο κέντρο της πίστας, άπλωσα τα χέρια σε τέλεια έκταση κι άρχισα τα μάγκικα βήματα. Ένα μπροστά, ένα πίσω, ένα δεξιά, ένα αριστερά. Έτσι έμενα στην ίδια θέση. Κι έσκυψα προς τα μπροστά κι άκουσα ένα κρατς. Ευτυχώς, δεν ήταν το παντελόνι. Η μέση ήταν, καθότι αθλητικός τύπος ο δικός σου (μπιρίμπα, το αγαπημένο μου άθλημα). Και να σκύβω να χτυπώ το πάτωμα και να φέρνω φούρλες, σαν περιστρεφόμενος δερβίσης. Και κάποια στιγμή είπα να πηδήσω, να χτυπήσω στον αέρα το παπούτσι. Το κανα. Ο ιπτάμενος σαολίν. Προσγειώθηκα κακήν κακώς, τρέξαν οι συγγενείς, με συγκράτησαν μη σωριαστώ στην πίστα και γίνω ένα με το μωσαϊκό. "Μέθυσε, μέθυσε", με δικαιολόγησαν. Και μου δώσαν και τσιγάρο. Και χόρευα με αναμμένο τσιγάρο, να μπαίνει ο καπνός στα μάτια και να δακρύζω. "Συγκινήθηκε", είπαν και δώστου παλαμάκια.
Και τότε... Αχ τότε... Είπα να κάνω εκείνο το κόλπο, που περνάς το πόδι πάνω από έναν που χτυπάει παλαμάκια, να σηκωθεί αυτός να χορέψει. Έλα, όμως, που δεν το υπολόγισα σωστά. Σήκωσα το πόδι. Όχι πολύ. Ή, τουλάχιστον, έπρεπε να το σηκώσω περισσότερο. Και πήγε το πόδι κι έδωσε μια στον κουμπάρο από το δεξί μάγουλο, που δεν ήθελε άλλο. Τον πήραν τα αίματα, σταμάτησε η ορχήστρα, έτρεχε η κουμπάρα "Κώστα μου, Κώστα μου", εγώ σα χαμένος, "αμάν ρε κουμπάρε, είσαι καλά" κι εκείνος να χαμογελάει, με το στόμα ανοικτό, ματωμένο, και δυο δόντια λιγότερα.
Αμ, ούτε έτσι τέλειωσε το γλέντι. Γιατί μετά έπρεπε να χορέψει ζεϊμπέκικο κι η νύφη. Και μετά όλοι μαζί τσιφτελέλι. Και χασαποσέρβικο. Και καρσιλαμά. Και (ωχ Θεέ μου) τουίστ. Και ροκ εν ρολ. Και ντίσκο. Και ξανά ζεϊμπέκικο. Και ξανά τσιφτετέλι... Ως τις πέντε το πρωί