Παρασκευή, Ιανουαρίου 23, 2009

Ποιον κοροϊδεύω;

Μάλλον τον εαυτό μου.... Και κανέναν άλλον. Εχω πολύ καιρό να γράψω στο ζόρι. Το ίδιο και στα διαστήματα. Στα άλλα blogs, εκείνα που κρατάω με όνομα και επώνυμο, γράφω καθημερινά, αλλά μηχανικά. Έτσι, για να λέω ότι κάνω κάτι.
Είμαι στη φάση που δεν θέλω ΤΙΠΟΤΑ. Που δεν ελπίζω, πλέον, σε ΤΙΠΟΤΑ. Κι αν έχω να γράψω από το Νοέμβριο, δεν είναι επειδή δεν έχω, πλέον, ζόρι. Το αντίθετο μάλιστα. Κάθε βράδυ, κάθε γαμημένο βράδυ, η ίδια ιστορία. Και κάθε πρωί. Και κάθε μεσμέρι. Οι μέρες και οι νύχτες είναι πανομοιότυπες. Δε βοηθάει σε τίποτε να τις περιγράψω. Θα σας κουράσω. Και θα κουραστώ.
Παλιά το κείμενο έρεε. Περιέγραφα κι ήθελα να γράψω κι άλλα, κι άλλα, κι άλλα... Τώρα θέλω να τελειώνω. Γράφω μία πρόταση, σταματάω, κάνω μια βόλτα ως το δωμάτιο, τη βλέπω ξεραμένη στο εφηβικό της κρεβάτι, να μην ξέρει ούτε που βρίσκεται, ούτε τι της έχει συμβεί. Ζει, συνεχώς, σε ένα παραλήρημα. Λέει πράγματα που δεν έχουν συμβεί ποτέ. Κάνει πράγματα χωρίς νόημα. Ίσως και να χουν νόημα. Στο θολωμένο της μυαλό.
Όποιος κατάφερε να ζήσει δίπλα της πάνω από έναν χρόνο, στο δεύτερο έφυγε τρέχοντας. Εμείς μπήκαμε, αισίως, στους οκτώ. Οκτώ χρόνια συγκατοίκησης. Το κλουβί με τις τρελές. Το κλουβί με τις τζαζεμένες. Το κλουβί με την ταβλαρισμένη και τον δειλό.
Το κουράγιο τελείωσε. Στην αρχή έγραφα διάφορες πίπες στα διαστήματα, για το λόγο που δεν ήταν συχνά τα ποστ. Κορόιδευα τον εαυτό μου, που λέω και στον τίτλο. Τι να γράψεις, δηλαδή; Με ποιο κέφι; Με ποια έμπνευση; Ό,τι και να μου ΄ρχόταν στο μυαλό ήταν μαύρο. Κι άραχνο. Το Κοράκι του Πόου, μπροστά στα δικά μου σβησμένα και ξαναγραμμένα και ξανασβησμένα ποστ ήταν σαν το παραμύθι της Ωραίας Κοιμωμένης. Τα δικά μου παραμύθια είχαν δράκους που ρουφούσαν μυαλά, φυσούσαν φλόγες και έκλαναν τόσο προπάνιο που πέφτανε οι άνθρωποι σα μύγες στο διάβα τους. Μόνον από τη μπόχα πέθαιναν δέκα δέκα την ημέρα κι εκατό την εβδομάδα.
Κι όλα αυτά γιατί; Επειδή κόλλησα σ αυτήν τη σχέση χωρίς αύριο. Χωρίς αύριο έγραψα; Χα! Χωρίς σήμερα. Χωρίς χτες. Μια σχέση που, ποτέ, δεν κύλησε στο χρόνο. Μια σχέση σε άλλη διάσταση, βουτηγμένη στο αλκοόλ και στους καπνούς απ τα τσιγάρα.
Σας έχω πει (γραψει, όπως θέτε) ποτέ ότι με πειράζει ο καπνός; Ότι έκοψα το τσιγάρο πριν τρεισίμισι χρόνια μετά από τέτοια υπερκατανάλωση νικοτίνης που τη μυρίζω και βουλώνει η μύτη μου; Ότι δεν ζω χωρίς ειδικό σπρέι για τη μύτη; Ότι ψεκάζομαι, σαν το κουνούπι του βάλτου, πέντε κι έξι φορές τη μέρα; Ότι όταν καπνίζει κάποιος στον ίδιο χώρο με μένα κλείνει ο λαιμός μου για ώρες; Ε, λοιπόν, η Κατερίνα, αυτός ο θηλυκός Ορέστης Μακρής, καπνίζει τρία πακέτα τη μέρα, σε ένα δωμάτιο δίπλα στην κρεβατοκάμαρά μου. Κι όταν, απλά, θίξω το θέμα, μου λέει πως δεν μπορεί να κόψει, ταυτόχρονα, πιοτό και καπνό. Λες κι έκοψε, έστω για δυο ώρες, το αλκοόλ...
Παλιά, το πρωί, ούρλιαζα, φώναζα κι ερχόταν να ζητήσει συγνώμη. Μετά, δεν της μιλούσα. Και, πάλι, έκλαιγε και παρακαλούσε να μην την παρατήσω. Έπειτα ήταν η περίοδος της φυγής. Έφευγα. Με είχαν βαρεθεί τα ξενοδοχεία -τα φθηνά, γιατί για ακριβά δεν μας παίρνει. Ύστερα, το γύρισα στο παρακαλητό. Στην υπόσχεση. Στη φοβέρα. Στο φιλότιμο. Αυτο ήταν και το τελευταίο. Είπα καμιά κατοσταριά φορές ότι κινδυνεύω να πεθάνω από μαράζι -ή, στην καλύτερη, να πέσω (ξανά) σε κατάθλιψη- αλλά, εγώ τα έλεγα, εγώ τα άκουγα. Έκλαιγε, παρακαλούσε να μην της τα λέω αυτά γατί πονάει και, το βραδυ, με πονούσε εκείνη.
Μια σχέση πόνου. Αυτό είναι, πλέον, η σχέση μας. Αρρωστημένη. Ώσπου κάποιος από τους δυο μας να πεθάνει. Πλέον, έφτασα στο σημείο να ελπίζω ότι θα πεθάνω δεύτερος.
Αγάπη; Ποια αγάπη; Από πλευράς μου, τουλάχιστον, όχι μόνον πέθανε αυτό το συναίσθημα, όχι μόνον το θάψαμε, όχι μόνον φάγαμε κόλυβα ή κάναμε το μνημόσυνο, αλλά προχωρήσαμε και στην εκταφή και βάλαμε τα κόκαλα στο κασελάκι. Κόντεψαν να λυώσουν κι αυτά. Αν κάποιος έρθει και μου πει ότι πέθανε, μάλλον θα γυρίσω από το άλλο πλευρό.
Έρωτας; Σας παρακαλώ, μη λέτε ανέκδοτα. Δεν υπάρχει κανένας έρωτας. Μόνον πόνος υπάρχει και δυστυχία. Δε μου κάνει το παραμικρό, μέσα μου, η συνύπαρξή μας, όχι στο ίδιο σπίτι, αλλά στον ίδιο πλανήτη. Δυστυχώς, η ΝΑΣΑ έχει εγκαταλείψει το διαστμικό της πρόγραμμα.
Σεξ; Θα αστειεύεστε βέβαια. Εκτός κι αν δεχτώ να κάνω σεξ μαζί της την ώρα που είναι ανάμεσα στο να ξεράσει ή να πέσει σε αλκοολικό λήθαργο. Κινδυνεύω ή να μην φθάνει σε οργασμό και να ζητά σεξ ως το άγριο ξημέρωμα, ή να κοιμηθεί την ώρα της πράξης. Το να καταλάβει τι της γίνεται κι από ποιόν, δεν υπάρχει περίπτωση.
Στοργή; Μα σας παρακαλώ, τώρα! Το πιο στοργικό πράγμα που μου λέει το πρωί, όταν ξενερώνει, είναι "θα αλλάξουν όλα, θα δεις". Και το βράδυ "μαλάκα" μ ανεβάζει "αρχίδι" και "φασίστα" με κατεβάζει.
Οικογένεια; Εδώ είμαι κάθετος. Δε θα καταστρέψω άλλη μία ψυχή. Τελεία και παύλα.
Κοινές ευθύνες; Τι λέτε τώρα! Χθες έκλεψα ένα σακουλάκι καφέ φίλτρου. Δεν πληρώθηκα, ούτε εγώ, ούτε εκείνη. Οι επιχειρήσεις όπου εργαζόμαστε έχουν "προβλήματα ρευστότητας" (αν κι εγώ τις έκοψα ιδιαίτερα ρευστές. Τόσο που μπορεί να χυθούν στον υπόνομο -και μαζί τους κι εμείς). Εγώ έκλεψα τον καφέ κι εκείνη έβγαλε από κάρτες για να αγοράσει μια 12άδα μπίρες. Δε βαριέσαι... Ό,τι μπορεί ο καθένας πίνει. Αλλά αν τη δω να απλώνει το ξερό της στον καφέ μου, θα της το κόψω από τη ρίζα!