Παρασκευή, Ιουνίου 20, 2008

Τα μυστικά του βάλτου 1

Θεέ μου, δε φθάνει; Πέντε χρόνια τώρα, με τυραννάς. Κάθε βράδυ μου παίρνεις τη ζωή, λίγη - λίγη. Είτε μόνον με την αγωνία μου, για το αν ήπιε. Είτε επειδή έχει πιει λίγο και αγωνιώ αν θα πιει περισσότερο. Είτε επειδή είναι στα πρόθυρα της κατάρρευσης και φοβάμαι για το αν θα την κρατήσουν στη δουλειά της, ή θα την πετάξουν σα σκυλί, να πεθάνει στο δρόμο. Είτε επειδή είναι τόσο χάλια, που δεν ξέρω αν θα καταφέρει να έρθει σπίτι, να κοιμηθεί στην ασφάλεια, στη σιγουριά, ή θα την μαχαιρώσει κάποιο πρεζόνι για να της πάρει τα χρήματα που έχει -πάντα- πάνω της, για να αγοράσει ποτό.
ΦΤΑΝΕΙ! Δεν το αντέχω άλλο! Με τιμώρησες αρκετά, νομίζω! Η ζωή μου, η καθημερινότητά μου, γαμήθηκε. Διαλύθηκε. Τα χρήματα φεύγουν, από τα χέρια μου με φοβερή ταχύτητα. Η ζωή μου κυλάει, ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ, με τον ίδιο τρόπο. Ας γίνει κάτι επιτέλους! Έστω και κάτι τραγικό, κάτι μεγάλο, κάτι που -ως τώρα- απευχόμουν.
Πέθανε ο αδελφός ενός φίλου της, κοντινού της ανθρώπου -κι εκείνος, της είπαν, έγινε χώμα. Πάντα ευαίσθητη, αποφάσισε να ταξιδέψει από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, για την κηδεία. Φυσικά, με τρένο. Που μπορείς να περπατάς, να καπνίζεις, να πίνεις. Κανόνισε με τη δουλειά της, να δουλέψει ως αργά και, στις 2 τα ξημερώματα, να αναχωρήσει. Δουλεύει, εξάλλου, απέναντι από το σταθμό. Και; Τι έγινε; Πήγε στη δουλειά στις 8.30 το βράδυ. Ως τη 1 μετά τα μεσάνυχτα είχε κάνει, για τη δουλειά της, ένα... τηλέφωνο. Κι έπειτα τριγυρνούσε στα φαστ φουντ της περιοχής, πίνοντας.
Τη βρήκα, γύρω στα μεσάνυχτα, στους δρόμους. Μου έκλεισε το τηλέφωνο. Αποφάσισα να μην επικοινωνήσω μαζί της. Όταν είδε ότι πέρασε κοντά μια ώρα και δεν τηλεφώνησα, τηλεφώνησε εκείνη. Ατέλειωτες σιωπές σε ανοικτά τηλέφωνα. Και στο τέλος, μου είπε:
"Τι θες, από μένα, ρε γαμώ το; Γαμώ την Παναγία μου"!
Της έκλεισα το τηλέφωνο. Πήρε σε 10 λεπτά. Ζητά να πάω να της κουνήσω μαντίλι. Δε θα πάω, είμαι αποφασισμένος.
Η καρδιά μου, όμως, πονάει. Τη νοιώθω να σχίζεται. Σα να καταλαβαίνω ότι οι αρτηρίες κόβονται στα δύο. Το αριστερό μου χέρι μουδιάζει και το πόδι μου πονάει. Καταρρέω. Έφυγε το κέφι μου (πρέπει να έχω πέσει σε κατάθλιψη εδώ και καιρό), δεν έχω καμία όρεξη για τίποτα. Θέλω να είμαι ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι, σαν τον παράλυτο και να μην κουνιέμαι.
Γι αυτό λέω: Αφού εγώ αδυνατώ, πλέον, να δώσω τη λύση (δεν μπορώ να μαζέψω ούτε χρήματα για την μετακόμιση, αφού τα εισοδήματά της μειώνονται κάθε τόσο και δεν υπάρχει προοπτική να δουλέψει κάπου, αλλά ακόμη κι αν μπορούσα δεν ξέρω κατά πόσον θα την παρατούσα να λιώνει και θα έφευγα μακριά, για λόγους που, ήδη, έχουμε αναλύσει), ας δώσει τη λύση ο Θεός. Κι ας είναι δραστική. Ας με λυπηθεί. Κι ας λυπηθεί και το παιδάκι μου. Κι ας λυπηθεί και την ίδια. Όμως, άλλη μία τέτοια νύχτα, με την Κατερίνα να ταξιδεύει, με το τρένο, σε αλκοολικό κώμα κι εμένα στη Θεσσαλονίκη να ελπίζω ότι, το πρωί, θα είναι ακόμη ζωντανή, δεν την αντέχω.
Θα ΄θελα να γίνω αναίσθητος. Να με παίρνει τηλέφωνο και να αδιαφορώ, όταν την ακούω βυθισμένη στο αλκοόλ. Ζηλεύω, ώρες - ώρες, το Νοέμβριο. Που έδωσε τέλος και δεν καταλαβαίνει Χριστό. Αντίθετα, στα παρακάλια, γίνεται σκληρότερος. Γιατί έχει επιθυμία να προχωρήσει μπροστά. Αλλά και τις δυνατότητες. Τις απλές, υλικές, δυνατότητες, στις οποίες σπάνια δίνουμε σημασία, αλλά είναι πολύ βασικές. Μπράβο, Νοέμβριε. Keep on walking. Μόνον η πέτρα που κυλάει, δε χορταριάζει. Άσε μας στους βάλτους μας.