Πέμπτη, Μαΐου 15, 2008

Πάει καιρός...

...που έχουμε να τα πούμε. Όχι επειδή είχαμε καμία θεαματική διαφορά -προς το καλύτερο. Ούτε ότι περνάμε, ακόμη, τα βράδια μας, βυθισμένοι σε αλκοολικό κώμα. Βρισκόμαστε στη συντήρηση.
Συντήρηση του προβλήματος: Πίνει κάθε μέρα, ένα ή δύο μεγάλα κουτάκια μπίρας. Όταν βγαίνουμε έξω, για φαγητό, πίνει δυο με τρία ποτηράκια τσίπουρο. Έτσι πιστεύει ότι το ελέγχει.
Συντήρηση της μιζέριας: Κάθε που πλησιάζει βράδυ, φοβάμαι να σηκώσω το τηλέφωνο και να της μιλήσω. Κάθε που μιλάμε, ψάχνω τα νεύματά της, τις κινήσεις της, τις συλλαβές της. Όλα εκείνα τα μικρά σημάδια, που για άλλους δε λένε τίποτα, αλλά για μένα πολλά. Που δείχνουν ότι η αλκοόλη έχει μπει, πάλι, στο αίμα της.
Συντήρηση του φόβου: Κι αύριο, τι; Κι αν όχι αύριο, ίσως μεθαύριο; Πότε θα ξεχαστεί; Πότε θα χάσει το μέτρημα και θα συνεχίσει;
Συντήρηση της αγάπης: Δεμένοι, πλέον. Εκείνη πάνω μου κι εγώ πάνω της. Τα χρόνια περνάνε και γίνεται, όλο και πιο δύσκολο, να αφήσουμε ο ένας τον άλλον. Γερνάμε. Κι ένα παιδί μεγαλώνει εκτός γάμου, με τη μάνα του, χωρίς να μπορώ να το πάρω κοντά μου.
Δεν έχω, εδώ και, περίπου, δύο μήνες, να γράψω για ιστορίες ξεφτίλας. Έχω να γράψω για έναν συνεχή πόλεμο. Σταματήσαμε να δίνουμε μεγάλες μάχες, σε τεράστια πεδία του Άρεως. Δίνουμε μικρές, εκ του συστάδην, μάχες. Αφήσαμε τις fights για τις combats.
Αντέχω...
Σήμερα, με πήρε από τη δουλειά. Άρχισε να μεγαλοποιεί μια αστεία κατάσταση. Κατάλαβα. Δεν κατάφερα, όμως, να κρατήσω τα νεύρα μου. Φώναξα.
"Σιγά το πρόβλημα, ρε Κατερίνα! Γιατί ασχολείσαι";
Μου ΄κλεισε το τηλέφωνο. Ήμουν σίγουρος. Πήρε λίγο αργότερα:
"Σ αγαπώ".
"Κι εγώ".
"Στήριξέ με"...
"Δεν κάνω και τίποτε άλλο".
Κλείσαμε. Ήρθε μεσάνυχτα στο σπίτι. Καλούτσικα. Σιγά - σιγά, περνούσε από την ευθυμία, στα αδικαιολόγητα νεύρα. Έπεσε και κοιμήθηκε μπροστά στην τηλεόραση. Τη σκέπασα με μια πικέ κουβέρτα. Στην αγκαλιά της κουλουριάστηκαν οι δύο γάτες της.
Αλήθεια, πόσο καιρό έχουμε να κοιμηθούμε σα ζευγάρι;