Δευτέρα, Νοεμβρίου 26, 2007

Βουλιάζω

Βουλιάζω ολοένα και περισσότερο στη δίνη της ανασφάλειάς μου. Εγώ, το πλάσμα με εγωισμό μεγέθους Ατλαντικού Ωκεανού, τρέμω στη σκέψη της απόρριψης.

Και μη βιαστεί κανείς να σκεφτεί ότι αισθάνομαι ανασφάλεια για την περίπτωση που θα έμενα μόνος μου, μακριά από την Κατερίνα. Η ανασφάλειά μου πηγάζει και πλημμυρίζει τη σχέση μου μαζί της κι όχι το χωρισμό μου.

Ναι, είμαι ανασφαλής. Είμαι ανασφαλής επειδή ποτέ δεν έλαβα μια πειστική εξήγηση για το ζόρι μου. Γιατί ποτέ δεν τηρήθηκαν οι ελάχιστες υποσχέσεις. Γιατί σε ερωτήματα που εγώ θεωρώ καίρια, όχι μόνον δεν πήρα απάντηση, αλλά εισέπραξα υπεκφυγές.

Τι σημασία έχει, τώρα, η Αρχαία Ιστορία; Σημασία έχει ότι αισθάνομαι –και είμαι- ανασφαλής. Ότι αντιδρώ στην επιθυμία της να βγει έξω, με τις φίλες της, επειδή δεν έχω την παραμικρή εγγύηση πως θα γυρίσει νηφάλια, σώα και αβλαβής. Επειδή, όσες μα όσες φορές (εκτός από ΜΙΑ, που τη θυμάμαι πολύ καλά) βγήκε έξω, είτε με φίλες της, είτε με φίλους της, είτε με συναδέλφους της, η επιστροφή της ήταν ένα μαρτύριο για ΄μένα.

Στο προηγούμενο ποστ σας περιγράφω τι έγινε στο πάρτι. Καταλαβαίνετε, τώρα, τι ένοιωσα, όταν Σάββατο βράδυ μου ανακοίνωσε πως θα πάει και στο πάρτι της Κυριακής.

Αλλά τα σκοτσέζικα ντουζ δεν τελείωσαν εδώ. Πρωί της Κυριακής, ντυμένη για βραδινή έξοδο, μου δηλώνει ότι δε θέλει, τελικά, να πάει στο πάρτι. Με ζώνουν τα φίδια. Με τρώει σαράκι. Σε τρία τηλεφωνήματα, κατά τη διάρκεια της ημέρας, τηλεφωνήματα που ΕΓΩ έκανα (εκείνη ούτε με πήρε) ρωτώ τι θα γίνει το βράδυ. Αντιδρά.

Και, στις 11 το βράδυ, στο τέταρτο τηλεφώνημά μου, παίρνω την απάντηση: «Θέλω να περάσω, λίγο, από το πάρτι».

Κανονικά, σε μια τέτοια απάντηση, κανείς δεν έχει το δικαίωμα να πει το παραμικρό. Λες στον άνθρωπό σου «Καλή διασκέδαση. Θες να σε περιμένω»; Σου απαντάει ανάλογα και περνάει αυτός καλά κι εσύ καλύτερα.

Στη δική μας περίπτωση, όμως, δεν έχουμε τέτοιου είδους εξελίξεις. Γιατί, ως σήμερα, επί έξι συναπτά έτη, η έξοδος αυτού του είδους, καταλήγει σε άγριο μεθύσι (εκτός από ΜΙΑ φορά, το ξαναγράφω). Δε σου βγαίνει, λοιπόν, το «καλά να περάσεις». Ο λαιμός σου ξεραίνεται, νοιώθεις ένα βάρος στο στήθος, έναν πόνο στο στομάχι και βγάζεις μια ξεψυχισμένη φωνή. «Καλά…»

«Με στεναχώρησες», μου είπε η Κατερίνα(που δε γιορτάζει σήμερα). Όμως δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο. Αν πάει στο πάρτι, θα της προσφέρουν ποτό. Και θα το πάρει. Θα το πιει. Το ένα ποτό θα φέρει το άλλο. Κι ύστερα;

Ύστερα, στην καλή περίπτωση, θα ΄ρθει ξημερώματα στο σπίτι, θα πέσει σε αλκοολικό κώμα και θα ξυπνήσει, με τα χίλια ζόρια, το μεσημέρι.

Στη μέτρια περίπτωση, θα παίρνει τηλέφωνο ξημερώματα, να τη μαζέψω, χωρίς, όμως, να μπορεί να μου πει πού βρίσκεται.

Στη χειρότερη περίπτωση, θα εξαφανιστεί από προσώπου γης ως το επόμενο μεσημέρι. Κι όταν τη βρω στο κινητό, θα πάρω τις πιο τρελές απαντήσεις που έχω ακούσει στη ζωή μου:

«Κοιμήθηκα στο γραφείο».

«Κοιμήθηκα σε μια φίλη μου».

«Δεν ήμουν καλά και πήγα σε ξενοδοχείο».

«Δεν ξέρω πώς, αλλά ξύπνησα στο νοσοκομείο».

Ή, ακόμη πιο χειρότερα, η απάντηση δε θα είναι απάντηση:

«Άστο τώρα, έχω δουλειά».

«Σε παρακαλώ, μη με φέρνεις σε δύσκολη θέση».

«Άστο, ντρέπομαι».

«Μωράκι μου, ήταν η τελευταία φορά».

«Δε θα ξαναγίνει».

«Τελείωσε».

«Σήμερα είναι μια άλλη μέρα».

Και τώρα, η πρόβλεψη της βραδιάς: Θα γυρίσει ξημερώματα. Θα ξεραθεί σε αλκοολικό κώμα. Την επομένη, όταν θα της ζητήσω να μιλήσουμε, θα εισπράξω ένα «Όχι τώρα», μαζί με ένα «Με στεναχώρησες»… Λες κι εγώ τη σπρώχνω στο ποτό.

Κι αν τη σπρώχνω, ρε γαμώ το, ας το πει. Ας μου πει: «Τέρμα ως εδώ. Με καταστρέφεις. Στο δρόμο σου κι εγώ στον δικό μου»!

Αλλά όποτε το είπα εγώ αυτό, δεν έγινε τίποτε. Και δεν μπορώ να τη βλέπω, μεθυσμένη, έξω από τη δουλειά μου, να περιμένει. Δεν το αντέχω. Είναι το τελευταίο πράγμα που χρειάζομαι.

Για όσους βιαστούν να πουν: «Χώρισε»! Σας λέω ένα πράγμα: Δεν αντέχεται η εικόνα ενός ανθρώπου, στα πρόθυρα της εξαθλίωσης, έξω από τη δουλειά σου, να σε περιμένει όπως οι Εβραίοι το Μεσσία. Πρέπει να γίνεις πολύ σκληρός, για να γυρίσεις από την άλλη και να φύγεις, λες και δεν έχει συμβεί τίποτα. Λες και ο άνθρωπος αυτός, είναι ένας ξένος. Λες και δε μοιραστήκατε όνειρα, ελπίδες, κρεβάτι, σπίτι, σκέψεις, ζωή.

Κυριακή, Νοεμβρίου 25, 2007

Δυο ψυχούλες

Ο Σαγιονάρας κι η Μιτσούκο εισέβαλαν στη ζωή μου μαζί με την Κατερίνα.

Ο Σαγιονάρας κι η Μιτσούκο, δυο Σιαμεζάκια, μεγάλωσαν μαζί της (είναι, πια, δέκα χρόνων εκείνη κι 9 αυτός).

Όποτε χάνει τον εαυτό της και βυθίζεται σε αλκοολικό κώμα, περνούν όλη τη νύχτα δίπλα της, μυρίζουν την ανάσα της, λες και την προσέχουν. Κι ενώ η Μιτσούκο δε μου έχει δείξει, ακόμη, έξι χρόνια μετά, κάποια ιδιαίτερη προσοχή, εκείνες τις δύσκολες ώρες, όταν σταματήσει το ροχαλητό της Κατερίνας, όταν η αναπνοή της γίνει ακανόνιστη, τρέχει και νιαουρίζει στο κρεβάτι μου.

Και το πρωί, λες και θέλουν να τη μαλώσουν, αλλά από αγάπη δεν το τολμούν, κάθονται κάτω από το κρεβάτι της, την κοιτούν στα μάτια κι ούτε νιαουρίζουν για φαγητό, όπως άλλες στιγμές.

Προχθές, Τετάρτη, ήταν δύσκολο βράδυ. Το ήξερα από το πρωί το τι θα γινόταν. Ένα πάρτι, στο οποίο θα πήγαινε η Κατερίνα, ήταν η αιτία.

"Θα σε πάρω, από εκεί, να σου πω τι γίνεται", μου είπε.

Φυσικά δε με πήρε. Ήταν να μιλήσουμε γύρω στις 11.30 με 12.00 για να μου πει αν θα έμενε ως τις 12.30 -άρα θα γυρνούσαμε, μαζί, στο σπίτι- ή αργότερα -άρα θα μπορούσα να επιστρέψω σπίτι και να κοιμηθώ. Όταν, στις 2.30 τα ξημερώματα, αποφάσισα να της τηλεφωνήσω, τη βρήκα σπίτι, να κοιμάται.

Με το που έφθασα στο σπίτι, είδα την εικόνα και τρελάθηκα. Τα δυο γατιά, πάνω της, να αφουγκράζονται την αναπνοή της! Τρεις φορές με ξύπνησαν, την πρώτη γρατζουνώντας την πόρτα, τη δεύτερη και την τρίτη νιαουρίζοντας. Και τις τρεις φορές ήρθε στο δωμάτιό μου το ένα και το άλλο καθόταν δίπλα της, ανήσυχο. Να της γλείφει το μάγουλο, λες και σκόπευε να τη συνεφέρει.

Το πρωί, την κοιτούσαν μεσ΄ στα μάτια. Η Κατερίνα δεν άντεξε το βλέμμα τους, έδωσε την υπόσχεση ότι δε θα ξανασυνέβαινε κάτι τέτοιο κι έφυγε. Δεν την πίστεψα.

Αύριο, Κυριακή, άλλο πάρτι. Άντε, καλό κουράγιο!

Τετάρτη, Νοεμβρίου 14, 2007

Ανα-παλαίωση αλκοόλης

Η Κατερίνα ξανάπιασε δουλειά εκεί που γνώρισε, από πολύ κοντά, το αλκοόλ. Εκεί που χάθηκε στους βαθμούς αλκοόλης, που ζαλίστηκε με τις ουσίες και τα οινοπνεύματα.
"Δεν μπορώ να ζω σε μια γυάλα. Θα τα καταφέρω", είπε.
Δεν έπραξε, όμως. Κάθε βράδυ, πλέον, αναζητά το κουτάκι της μπίρας. Το βλέπω, το νιώθω, ότι δεν μπορεί να τα παρατήσει. Κάθε πρωί, η ίδια κουβέντα:
"Πού θα πάει; Τι θα γίνει";
Και κάθε φορά, η ίδια απάντηση:
"Βοήθησέ με. Χρειάζομαι αυτήν τη δουλειά. Τη χρειαζόμαστε και οι δύο. Δείξε εμπιστοσύνη. Θα τα καταφέρω".
Το κακό είναι ότι, κάθε βράδυ, μου δείχνει ότι είναι καταδικασμένη να μην... Κάθε πρωί, ότι είναι αποφασισμένη να...
Όποτε το ψάχνω, ψυχρά, μέσα μου, καταλήγω σε ένα συμπέρασμα: "Απλά, χάνω χρόνο". Σαν τον ποδοσφαιριστή, που πετάει τη μπάλα στην εξέδρα, πριν αρχίσουν οι καθυστερήσεις στο παιχνίδι. Το μόνο που καταφέρνει είναι να δώσει στο διαιτητή το δικαίωμα να κρατήσει κι άλλη καθυστέρηση...
Η δουλειά αυτή τελειώνει στο τέλος του μήνα. Θα κάνω υπομονή.
Μετά;