Σάββατο, Σεπτεμβρίου 23, 2006

Ένας χρόνος τρέλας


Επειδή τελευταία σας έπρηξα και τραβούσα να κάνω την τρίχα τριχιά, είπα ν’ αλλάξω τακτική. Να περιγράψω μερικά πράγματα και καταστάσεις με λίγα λόγια.

Για όσους με ξέρουν, καταλαβαίνουν ότι αυτό είναι, ουσιαστικά, αδύνατο. Είμαι από τους ανθρώπους που αν έχουν να πουν σε κάποιον «καλημέρα», θα χρησιμοποιήσω πάνω από 15 λέξεις (παράδειγμα: «Βρε, καλώς το φιλαράκι. Τι κάνουμε; Πώς είμαστε; Καλά; Καλά σε βλέπω. Λοιπόν, σήμερα έχει και γαμώ τις μέρες, ε; Δε συμφωνείς;»… Λέξεις 22.

Τέλος πάντων, θα προσπαθήσω να είμαι σύντομος.

Η διπλή ζωή της Βερονίκ (η δική μου, δηλαδή) διήρκεσε λίγο πάνω από έναν χρόνο. Τόσο περίπου άντεξα να έχω και τη μία και την άλλη. Τόσο πάλεψα να αποφασίσω τι θα κάνω στη ζωή μου. Βέβαια, το ότι άφησα την Αθανασία για την Κατερίνα, δε σημαίνει ότι έβαλα στη ζυγαριά δύο ανθρώπους. Απλά, ενώ είχα αποφασίσει να ξεχάσω την περιπέτεια και να φωλιάσω στην οικογενειακή θαλπωρή, η Αθανασία φρόντιζε να μου θυμίζει το χαρακτήρα της καθημερινά. Μάλιστα, είχε και την «μπέμπα» από κοντά, να σιγοντάρει. Ό,τι χειρότερο. Το δίδυμο που σκοτώνει –τον έρωτα.

Σε αυτόν τον ένα χρόνο, έτρεχα σαν τον Βέγγο. Σκεφτείτε έναν άνθρωπο με οικογένεια, με ένα παιδί, με δουλειά που απαιτεί ώρες παρουσίας και αφοσίωσης, με συμμετοχή στα κοινά και με πολλούς φίλους. Όλους αυτούς έπρεπε να τους ικανοποιήσω. Κι όταν δυσκολεύεσαι να κρατήσεις δυο καρπούζια κάτω από μία μασχάλη, για δοκίμασε με δυο καρπούζια, δυο πεπόνια και δύο κιλά σταφύλια…

Ξυπνητήρι. Πρωί.

-Καλημέρα σας.

Καφές –γαλλικός ως επί το πλείστον- για δύο.

-Τι έχεις να κάνεις;

-Αυτά.

-Α, καλά. Αυτό θα το κάνουμε μαζί, το άλλο μόνη σου, φύγαμε.

Αυτοκίνητο. Πάμε για δουλειά. Μαζί. Ο ένας στον έναν όροφο, η άλλη στον άλλον. Μια ώρα αργότερα, έπρεπε να δώσω αλλού το παρόν.

-Πάω για τυρόπιτες.

-Στο καλό, φέρε μια μπουγάτσα.

Ξανά αυτοκίνητο. Ξανά στο δρόμο. Στο σπίτι της Κατερίνας.

-Καλημέρα.

-Καλημέρα. Τι κάνεις;

-Καλά.

-Τι έχεις να κάνεις σήμερα;

-Αυτό κι αυτό.

-Ωραία, το αυτό μαζί, το αυτό μόνη σου.

-Καφέ;

-…

Πρώτη δυσκολία. Καφέ είχες ήδη πιεί. Όμως να μην πιεις κι έναν με τον άνθρωπο που έχεις ερωτευτεί; Να πιεις. Έτσι απέκτησα πίεση…

Μετά τον δεύτερο καφέ, πάλι αυτοκίνητο. Κατεβαίνουμε στη δουλειά. Μαζί. Εκείνη στη δική της, εγώ στη δική μου. Στην ίδια δουλειά, σε άλλους ορόφους. Τηλέφωνο στην Κατερίνα.

-Έφερα τη μπουγάτσα.

-Έρχομαι.

Ερχόταν. Έπαιρνε τη μπουγάτσα.

-Μα από πού πήγες να την φέρεις; Από την Κωνσταντινούπολη; Δυο ώρες έκανες.

-Είχε κίνηση.

Κάθε μέρα είχε κίνηση. Κάθε μέρα έπεφτα σε πορείες, διαδηλώσεις, διαμαρτυρίες (καθιστικές και όρθιες), απεργίες (πείνας και δίψας). Όλης της γης οι κολασμένοι πάνω μου πέφτανε και μου κόβαν τη φόρα. Υποτίθεται. Αφού μετά από κάποια στιγμή δεν είχε μείνει σωματείο εργαζομένων που να μην το είχα βγάλει στο δρόμο να διαδηλώσει κατά της κυβερνητικής πολιτικής. Και η μέρα ήταν ακόμη στην αρχή.

Λίγο αργότερα, εσωτερικό τηλέφωνο.

-Τι κάνεις;

-Δουλεύω…

-Έλα να μιλήσουμε…

Και μιλούσαμε. Με τη μία για το παιδί. Με την άλλη για το σκυλί(η μία έβλεπε πετ σοπ κι άλλαζε πεζοδρόμιο, η άλλη περιμάζευε όποιο αδέσποτο έβλεπε). Με τη μία για τη δουλειά. Με την άλλη για το πώς παίρνουν μια αξιοπρεπή πίπα. Με τη μία για το σεξ του Σαββατόβραδου. Με την άλλη για τις επαγγελματικές της ανησυχίες. Ώσπου έβρισκα μια δικαιολογία, για να κάνω και μισό δράμι δουλειά, να μη βρεθώ απολυμένος.

-Έλα, ήρθε ο προϊστάμενος πωλήσεων. Να σε πάρω μετά;

-Τι θέλει μωρέ κι αυτός… Καλά. Πάρε όταν φύγει.

Με τα μούτρα στη δουλειά. Ως το επόμενο τηλέφωνο. Αν έπαιρνε πρώτα η Κατερίνα, έπαιρνε έπειτα η Αθανασία. Αν έπαιρνε πρώτη η Αθανασία, ακολουθούσε η Κατερίνα. Η δεύτερη τηλεφωνική συνδιάλεξη άρχιζε διαφορετικά:

-Το τηλέφωνό σου μιλούσε…

-Το ξέρω.

-Λοιπόν;

-Τι λοιπόν;

-Δε θα μου πεις με ποιον μιλούσες;

-Με τον Χ (όπου Χ κάποιος φίλος)

-Πάλι; Χθες πάλι με τον Χ μιλούσες. Τι λέτε πια; Για γκόμενες;

Απάντηση α(για την Αθανασία): «Τι μαλακίες είναι αυτές! Παντρεμένοι άνθρωποι θα μιλάμε για γκόμενες; Έχουμε σοβαρά πράγματα να ασχοληθούμε. Μιλούσαμε για το ποδόσφαιρο»!

-Μμμμφφφφ! Μας έπεισες!

Απάντηση β(για την Κατερίνα): «Μωράκι μου, είναι δυνατόν να μιλάω εγώ για γκόμενες; Εγώ έχω κλείσει ως άνδρας. Μετά από σένα, το χάος».

-Μμμμφφφφ! Μας έπεισες!

Και στις δυο περιπτώσεις, η τηλεφωνική συνδιάλεξη διακόπτονταν δήθεν νευριασμένα.

Κι έτσι φθάναμε στο μεσημέρι… Τηλέφωνο. Η Κατερίνα.

-Τι θα φάμε;

-Ό,τι θες…

-Πάμε στο Τίφανις;

-Πάλι Τίφανις;

Βασικά, το συγκεκριμένο μαγαζί ήταν μακριά. Ήθελα κάτι πιο κοντά.

-Ε τότε πάμε στου Θανάση, έναν δρόμο πιο πέρα. Έχει καταπληκτικό κοτόπουλο.

-Έγινε. Πήγαινε εσύ και, σε κανένα δεκάλεπτο έρχομαι.

Πήγαινε. Στο δεκάλεπτο επάνω έπαιρνε τηλέφωνο η Αθανασία.

-Θα ρθεις σπίτι για φαγητό;

-Μπα… Πού να προλάβω. Θες να σε πάω;

-Θα πάρω λεωφορείο. Και τι θα φας μωρέ;

-Κανένα βρομοσάντουιτς.

-Όλο τέτοιες μαλακίες τρως κι έχεις γίνει χοντρός. Καλά. Το βράδυ θα έχω μακαρόνια, που σ΄αρέσουν.

Αμ δεν είχα γίνει χοντρός από τα βρόμικα. Από τα διπλά φαγητά βουβάλιασα. Γιατί έτρωγα με την Κατερίνα, έτρωγα και το βράδυ. Διπλή μερίδα, που είχα μείνει μία μέρα ολάκερη νηστικός.

Η ώρα του φαγητού ήταν άλλο μαρτύριο. Σε κανα μισάωρο χτυπούσε το κινητό. Εγώ με την Κατερίνα στο εστιατόριο και στο τηλέφωνο η Αθανασία. Άρπαζα το κινητό υπό μάλης κι έτρεχα να βρω ήσυχη γωνιά. Συνήθως κατέληγα στην τουαλέτα να με κοιτούν περίεργα οι συγκατουρούντες.

-Γιατί δεν απαντάς στο γραφείο σου;

-Δεν είμαι στο γραφείο μου.

-Και πού είσαι;

-Στο γραφείο του μεγαλομετόχου.

-Συγνώμη. Πάρε όταν τελειώσετε.

Κάθε μεσημέρι συναντιόμουν με το μεγαλομέτοχο. Απορώ πώς δεν έγινα συνιδιοκτήτης της εταιρίας. Με τόσες συναντήσεις, κανονικά θα έπρεπε να τον είχα πείσει.

Αφού ρημαδοτρώγαμε, επιστρέφαμε στις δουλειές μας. Κι εγώ έπρεπε να πάρω τηλέφωνο την Αθανασία.

-Λέγε…

-Τι να πω;

-Ήσουν, πράγματι, με τον μεγαλομέτοχο;

-Αφού κάθε μέρα βρισκόμαστε ρε Αθανασία. Καινούργιο είναι αυτό;

-Πώς γίνεται και συναντιέστε πάντα την ώρα του φαγητού;

-Έχει ησυχία εκείνη την ώρα…

-Και τι είπατε;

-Για τις πωλήσεις που πάνε καλά/ χάλια/ μέτρια/ ικανοποιητικά/ έτσι κι έτσι/ σκατά στην επαρχία/ πολύ καλά στην Καβάλα/ μέτρια στην Αλεξανδρούπολη (διαλέξτε την απάντηση που σας ταιριάζει).

Επίσης, συζητούσαμε για το πλεονάζον προσωπικό, για τις ελλείψεις σε προσωπικό, για τις υπέρογκες αμοιβές των προμηθευτών, για το ρίξιμο των προμηθευτών, για την αύξηση της τιμής των πρώτων υλών, για τη μείωση της τιμής των πρώτων υλών, για τη σταθερότητα στις τιμές των πρώτων υλών, για ένα πρόβλημα με τον αντιπρόσωπο στο Κιλκίς/ στη Δράμα/ στην Καβάλα/ στην Έδεσσα/ στη Λάρισα/ στο Βόλο/ στα Τρίκαλα/ στην Καστοριά/ στα Γρεβενά/ στην Κοζάνη/ στην Κατερίνη/ στη Βέροια/ στον Πολύγυρο/ στην Κομοτηνή/ στην Ξάνθη/ στην Αλεξανδρούπολη/ στο Σουφλί/ στο Ντεντέ Αγάτς κι όπου αναπτύσσονταν η δράση της εταιρίας.

-Καλά, καλά. Από δω το είχες, από εκεί το είχες, πάλι για δουλειά μου μιλάς. Θα πάμε σινεμά;

-Το Σάββατο…

-Καλά. Θα σε πάρω μετά…

Και ξαναέπαιρνε. Και στο μεταξύ έπαιρνε και η Κατερίνα, που συνέχιζε να δουλεύει και πλέον του ωραρίου. Και το βραδάκι, εμφανιζόταν στη δουλειά και πάλι η Αθανασία, για να δει κάτι μικρολεπτομέρειες. Κι ερχόταν η ώρα να πάμε σπιτάκι…

-Θα φύγουμε;

-Έχω δουλειά ακόμη.

-Τι ήρθα, τότε, εγώ;

-Ξέρω ’γω; Μήπως σε κάλεσα; Μόνη σου ήρθες…

-Δηλαδή να φύγω; Να πάω σπίτι;

-Αν θες περίμενε, να φύγουμε σε κανα δίωρο μαζί…

Αυτό πάντα έπιανε. Ποια γυναίκα να περιμένει ένα δίωρο κοιτώντας τον τοίχο; Έφευγε. Κι ακολουθούσε τηλέφωνο από την Κατερίνα.

-Βαρέθηκα, φεύγω.

-Ξεκίνα και περίμενε στο παρκάκι, δίπλα. Έρχομαι σε πέντε λεπτά.

Πήγαινα. Έμπαινε στο αυτοκίνητο. Πηγαίναμε στο σπίτι της(φθάνει, πια, το οτομπιάνκι. Προτιμάμε το κρεβάτι). Μπαίναμε στο διαμέρισμα. Γδυνόμουν. Γδυνόταν. Έκανα μπάνιο. Έκανε μπάνιο. Σεξ. Μισή ώρα χαλάρωση και κουβεντούλα. Με το μάτι στο ρολόι. Σήκω. Ντύσου. Παρηγόρησέ την, που έμενε σε τέσσερις τοίχους. Μπες στο αυτοκίνητο. Πάνε σπίτι. Κι εκεί… Αχ εκεί… Βρες την Αθανασία σε εξάψεις… Και, αν μπορείς, σεξ ξανά… Κάθε μέρα. Επτά μέρες τη βδομάδα. Τέσσερις βδομάδες το μήνα. Δώδεκα μήνες το χρόνο…

Μη βιαστείτε να πείτε «μεγάλε, εσύ τα ’θελες. Τράβα τα, που δεν σ αρέσει κι όλας». Κακά τα ψέματα. Η ιστορία με την Αθανασία είχε ημερομηνία λήξης. Και η Κατερίνα να μην υπήρχε, θα έφευγα από τη σχέση και μόνος μου.

Το κακό ήταν ότι και η ιστορία με την Κατερίνα, είχε παγίδα. Κι ήταν σε μέρος που δεν φαινόταν… Κι από το ένα ζόρι, μέσω άλλου ζοριού, βρέθηκα στο μεγάλο λούκι…

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 19, 2006

Μα δεν το ξανακάνω σ’ οτομπιάνκι


Κάτι ήξερε ο Τουρνάς. Και κόβω το κεφάλι μου, ότι δεν το τραγούδησε στην τύχη το εν λόγω άσμα. Σίγουρα πράγματα, μιλούσε εκ πείρας.

Βέβαια, εγώ οτομπιάνκι δεν είχα. Αλλά λίγο το δικό μου μέγεθος, λίγο το αυτοκίνητο που ήταν (κι αυτό) μίνι σάιζ, το θυμήθηκα το άσμα.

Το κακό άρχισε με το που προσπάθησα να κινηθώ προς την καρέκλα του συνοδηγού. Λοιπόν, οδηγίες: Φέρνεις το αριστερό χέρι σε μια κυκλική διαδρομή, με σκοπό να αγκαλιάσεις τη συνοδηγό με το αριστερό χέρι από τον δεξιό της ώμο. Αν είσαι ο Τιραμόλα, θα τα καταφέρεις. Αν όχι, θα νοιώσεις ένα τράβηγμα στον τρικέφαλο, ή ένα σχίσιμο στο αριστερό μανίκι.

Αλλαγή σχεδίου. Προσπαθείς να αγκαλιάσεις τους ώμους της συνοδηγού με το δεξί χέρι. Εύκολα πράγματα. Και τώρα, είστε σα ζευγαράκι στο σινεμά. Αδύνατον να κάνεις το παραμικρό σε αυτήν τη στάση. Εκτός κι αν διαθέτεις μόριο εύπλαστο και μακρύ, σαν προβοσκίδα ελέφαντα.

Δεν ήμουν τόσο προικισμένος…

Τρίτη προσπάθεια. Η μικροκαμωμένη και ιδιαίτερα λεπτή συνοδηγός προσπαθεί να έρθει πάνω σου. Τραβάς την καρέκλα του οδηγού όσο πάει προς τα πίσω. Εκεί συνειδητοποιείς ότι όποιος σχεδίασε το αυτοκίνητο, το έκανε για να οδηγείς κι όχι για να ξαπλώνεις –ειδικά με παρέα. Με το που περνάει το δεξί της πόδι πάνω από τα ευαίσθητα σημεία σου, χυπάει την κόρνα, ακούγεται το μπίίίίίπ και, με το αριστερό της πόδι μετακινεί το λεβιέ των ταχυτήτων στη θέση νεκρά. Το κεφάλι της ακουμπάει τον ουρανό του αυτοκινήτου και η ρυθμική κίνηση πάνω-κάτω γίνεται αδύνατη, εκτός κι αν το πάρει απόφαση ότι, εκτός από μια πρωτότυπη στάση σεξ θα αποκτήσει και έναν δυνατό πονοκέφαλο από τα αλλεπάλληλα χτυπήματα.

Τελικά βρίσκεις μια θέση, είσαι έτοιμος για διείσδυση, αλλά διαπιστώνεις ότι σου είναι αδύνατο να κατεβάσεις το φερμουάρ σου.

Κι αν το πετύχεις κι αυτό, διαπιστώνεις ότι η συνοδηγός φορά καλσόν.

Σε αυτήν τη στάση είναι παντελώς αδύνατο να το βγάλει. Το σκίζεις.

-Πάει το καλσόν! Κι είχα δώσει 25 ευρώ, μουρμουρίζει.

Όταν, με το καλό, τα καταφέρεις είναι αδύνατο να φορέσεις προφυλακτικό. Κι αν το έχεις στην τσέπη, κάτι μπορεί να γίνει –μετά από παρόμοιες προσπάθειες. Αν είναι στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου, τότε χρειάζεται ξεκαβαλίκεμα από τη συνοδηγό, άνοιγμα του ντουλαπιού, φόρεμα του προφυλακτικού και πάμε από την αρχή. Αριστερό πόδι στις ταχύτητες, δεξί από πάνω σου, κεφάλι να χτυπάει στον ουρανό… Τραγωδία.

Πες ότι έγιναν κι αυτά. Κι ότι, με τα χίλια ζόρια, γίνατε οι δύο σάρκα μία. Τώρα; Την πρώτη φορά, λίγο η συγκίνηση, λίγο το τρακ, κινείσαι αργά και τελειώνεις γρήγορα. Την επόμενη φορά, όμως, δεν έχεις δικαιολογίες. Έτσι, από το αυτοκίνητο, βρίσκεσαι να κάνεις σεξ σε άλλα μέρη κι άλλες στάσεις: Στην τουαλέτα καφετέριας. Στο διάδρομο για την τουαλέτα καφετέριας. Στον εξώστη συνοικιακού σινεμά. Στο γραφείο. Σε νεοανεγειρόμενη οικοδομή. Στο ασανσέρ. Στο κλιμακοστάσιο, δίπλα στο λέβητα του καλοριφέρ.

Τον χειμώνα, το σεξ στο υπόγειο της πολυκατοικίας, δίπλα στο λέβητα, είναι ΟΚ. Το καλοκαίρι, όμως, ιδροκοπάς σα θαλάσσιος ελέφαντας.

Πάντα με την ψυχή στο στόμα, μήπως και σε κάνουν τσακωτό. Πάντα με το ένα αυτί τεντωμένο και, με τον παραμικρό θόρυβο να πετάγεσαι λες και σε χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα.

Αμ δεν είναι σεξ αυτό, είναι κινέζικο βασανιστήριο.

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 17, 2006

Το σεξ είναι μεγάλη υπόθεση


Θα μου πείτε, εσύ , στο προηγούμενο κεφάλαιο μας έκανες μια εισαγωγή που έδειχνε ότι η Κατερίνα εσένα είχε στο μάτι. Ούτε Τον Άκη, ούτε τον Νάκη, ούτε τον Ράκη. Ναι, έτσι ήταν. Τουλάχιστον έτσι αποδείχτηκε.

Ήταν μετά την Πρωτοχρονιά. Έκανε κρύο. Μιλάμε για πολύ κρύο. Δε χιόνιζε, αλλά σου περόνιαζε τα κόκαλα. Είχε και ομίχλη. Γενικά, με το που έπεφτε το σκοτάδι, όλοι την έκαναν για τα σπίτια τους. Έτσι κι εγώ. Μόλις είχα φύγει από το γραφείο –η Κατερίνα είχε φύγει καμία ώρα νωρίτερα- και οδηγούσα με μουσική τζαζ στο cd. Παρένθεση: Ξέχασα να σας πω ότι είμαι ψωνάρα. Και στο αυτοκίνητο έχω cd τζαζ και κλασσικής, λες και αν μου την έπεφτε καμία γκόμενα θα την έριχνα με πεντάλεπτη διάλεξη για τα σόλο του Αγίου Ιωάννη Κολτρέιν σε άλτο σαξόφωνο. Ή για τη σχέση του Μότσαρτ με το Σαλιέρι. Κλείνει η παρένθεση.

Λοιπόν, τι λέγαμε; Α, ότι έκανε κρύο. Κι ότι οδηγούσα. Κι εκεί που οδηγούσα χτυπάει το κινητό μου. Και είναι η Κατερίνα.

«Τι κάνεις», με ρωτάει;

«Οδηγάω».

«Ωραία! Είμαι Διαγώνιο, έλα να με πάρεις».

Έμεινα όπως ο πρωταγωνιστής στις ταινίες. Με το στόμα ανοιχτό, ενώ πήγαινα να πω κάτι σαν «βιάζομαι, δεν προλαβαίνω, έχω βάλει γιαούρτι στη φωτιά»… Τελικά δεν πρόλαβα να πω τίποτε. Άκουσα το κλικ του κινητού της τηλεφώνου κι έπειτα εκείνο το μπιμπ μπιμπ μπιμπ, δείγμα ότι το είχε κλείσει.

Κανονικά τι έπρεπε να κάνω; Εδώ μπαίνει ο χορός. Μαυροντυμένες φιγούρες, με τονισμένα τα μάτια.

Χορός: Φύγε. Πάτα το γκάζι, άνοιξε ταχύτητα. Φύγε, ω πρωταγωνιστά! Κλήση κινητής τηλεφωνίας διέπραξε, ώστε να κάνεις γνωστό σ’ εκείνην ότι δεν μπορείς, δεν ευκαιρείς. Ότι στο σπίτι πρέπει να γυρίσεις. Κι άσε την, ταξί να πάρει. Με κούρσα μισθωμένη στο σπίτι της να φθάσει.

Σκατά! Δεν είμαστε στην Επίδαυρο. Άρα, ούτε χορός μπήκε, ούτε τίποτα. Γι αυτό, εξάλλου, στο τέλος της τραγωδίας μου, δεν υπήρχε από μηχανής Θεός, ούτε κάθαρση. Ύβρις υπήρξε. Τιμωρία το ίδιο. Αλλά κάθαρση ούτε για δείγμα. Κι αφού δεν υπήρξε χορός, πήγα…

Ήταν εκεί. Μέσα στο κρύο, στη διασταύρωση. Με το που σταμάτησα δίπλα της, άνοιξε την πόρτα και πήδηξε μέσα. Το κακό είναι ότι, μισή ώρα αργότερα, ξαναπηδούσε. Εμένα.

Την είχα πάει στο σπίτι της. Αντί, όμως, να πει ευχαριστώ και να πάει στην ευχή της Παναγιάς, με φίλησε. Κι εγώ ανταποκρίθηκα. Κι έτσι άρχισαν όλα. Με μια ξεπέτα μέσα στο αυτοκίνητο, με το χειρόφρενο να μπαίνει όπου έβρισκε, την καρέκλα του οδηγού να μην κατεβαίνει (η πουτάνα) και τα πιο ωραία στήθη που είχα δει ως τότε (ζωντανά και λαχταριστά…).

Ναι, το σεξ είναι μεγάλη υπόθεση.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 12, 2006

Από τον Άκη στον Μήτσο


Η αλήθεια είναι ότι δεν είμαι και κανένας ομορφάντρας. Τα ΄χω τα κιλάκια μου και στον έρωτα δεν είμαι δα και ο Τζον Χολμς. Ούτε καν Γκουσγκούνης. Γιατί κι ο Αρχηγός έγινε καλτ κι από υποκουλτούρα μαστ, για κάθε τρέντι νέο. Κι από εκεί που τον ήξεραν όσοι σύχναζαν στις σκοτεινές αίθουσες γύρω από την Ομόνοια, ή γύρω από το Βαρδάρη (άντε και στον πάλαι ποτέ Ελλήσποντο στην Αγγελάκη) τον κάνουν dvd εφημερίδες καταγγελίας και τον μοιράζουν στα περίπτερα όπως τη Γυναίκα του Αστροναύτη, με ΄κείνη την γκομενάρα την Σαρλίζ Θέρον.

Μ΄ όλη αυτήν την εισαγωγή θέλω να πω ότι αν κάποια γκόμενα, περίπου δέκα χρόνια μικρότερή μου, γυρίσει και με κοιτάξει, θα πιστέψω ότι ψάχνει το σερβιτόρο. Κι αν πεισθώ, με τα πολλά, ότι έψαχνε τη δική μου ματιά στο χώρο, θα κάνω το σταυρό μου και θα κολακευθώ. Αλλά να της μιλήσω και –πολύ περισσότερο- να της τα ρίξω, αποκλείεται. Είμαι από εκείνους που όταν κάθονται στο μπαρ δεν έχουν να πουν πολλά. Κι αν κεράσουν ένα ποτό στη διπλανή αιθέρια ύπαρξη, δεν ξέρουν πώς να συνεχίσουν την κουβέντα. Και βλέπουν την ύπαρξη να γυρνάει από την άλλη και να κάνει παιχνίδι με τον διπλανό της, πίνοντας το ΔΙΚΟ ΜΟΥ ποτό.

Μ΄ αυτήν τη δεύτερη εισαγωγή θέλω να πω ότι, όταν γύρισε και με κοίταξε η Κατερίνα, κοιτούσα δεξιά – αριστερά, πίσω και πάνω, για να σιγουρευτώ ότι κοιτούσε εμένα. Μετά μου έκλεισε το μάτι, με έδειξε με τον αντίχειρα κι έτσι σιγουρεύτηκα. Πολύ περισσότερο επειδή, πίσω μου ακριβώς, ήταν ο τοίχος.

Από τότε αρχίσαμε τις κουβέντες. Μου φερόταν λες κι ήμουν ο μεγάλος της αδελφός. Ή, τουλάχιστον, έτσι άφηνε να εννοηθεί. Ζητούσε τις συμβουλές μου για μια σχέση που είχε με κάποιον Άκη, μουσικό στο επάγγελμα. Εγώ πίστευα ότι το Άκης έβγαινε από το Παναγιωτάκης κι έτσι, στις 15 Αυγούστου, της έστειλα μήνυμα να τον χαίρεται. Μου τηλεφώνησε μέσα σε δέκατα του δευτερολέπτου, για να ρωτήσει ποιον εννοούσα. Της είπα. Μου απάντησε ότι το Άκης ήταν από το Θεολόγος κι ότι, τέλως πάντων, ο Άκης δεν υπάρχει πια, τον πάτησε το τρένο, ή κάτι τέτοιο.

Μετά από μία βδομάδα μου ζητούσε τις συμβουλές μου για κάποιον Νάκη. Διευκρίνισα ότι ο Νάκης δεν είχε καμία σχέση με τον Άκη και πως το Νάκης, έβγαινε από το Ιορδάνης. Ιορδάνης, Ιορδανάκης, Νάκης. Πάλι καλά, που δεν τον έλεγαν Ναβουχοδονόσορ. Γιατί με τη λογική τους, θα τον φώναζαν Ράκη. Ναβουχοδονόσορ, Ναβουχοδονοσοράκης, Ράκης.

Δε φθάσαμε ποτέ ως τον Αγιασμό των Υδάτων. Λίγο πριν την παρέλαση για την 28η Οκτωβρίου, ο Νάκης είχε αναχωρήσει για άλλο μέτωπο.

Γιορτάζαμε το Πολυτεχνείο, όταν μου έφθασαν, μέσω Ίντερνετ, φωτογραφίες από την πορεία. Ανάμεσα στους πορευόμενους και η Κατερίνα. Δίπλα της ένα παλικάρι σαν τα κρύα τα νερά. Την πήρα τηλέφωνο.

«Γεια, βλέπω τις φωτογραφίες από την πορεία. Είσαι κι εσύ μέσα».

«Σώπα! Είμαι καλή»;

«Μια χαρά κοπέλα. Βλέπω κι έναν νεαρό δίπλα, να χει το χέρι του στον ώμο σου. Ο Νάκης; Τα ξαναφτιάξατε»;

«Τρελός θα είσαι. Αυτός είναι ο Μήτσος».

Η εποχή των υποκοριστικών είχε περάσει ανεπιστρεπτί. Τώρα άρχιζε η εποχή των ανδρικών ονομάτων. Μήτσος, Κώτσος, Μπάμπης. Άντε και κανένας Νώντας.

Φυσικά, επαναλήφθηκαν παρόμοιες σκηνές. Ερχόταν να ζητήσει τη συμβουλή μου, για τη σχέση της με τον Μήτσο. Ώσπου ήρθαν τα Χριστούγεννα. Κι εκεί στην κουβέντα για το πού θα πάει ο καθένας να περάσει τις Άγιες Μέρες, έμαθα πως ο Μήτσος ήταν παρελθόν. Ένδοξο μεν, παρελθόν δε. Και πως για τα Χριστούγεννα θα πήγαινε στη μάνα της επειδή χρειαζόταν ξεκούραση. Γιατί αυτή η σχέση με τον Μήτσο, την είχε κουράσει υπερβολικά.